Το αμφιθέατρο ήταν γεμάτο κορίτσια. Όσο έφτανε το μάτι μου δεξιά, έβλεπα κορίτσια. Αριστερά το ίδιο. Μπροστά επίσης. Μόνο πίσω μου άκουγα μερικές αγορίστικες φωνές να μιλάνε για μπάλα. Ήταν ολοφάνερο πως είχα περάσει σε μια σχολή που η πλειοψηφία ήταν γένους θηλυκού. Δε με ενοχλούσε καθόλου αυτό. Απεναντίας. Μια ζωή έκανα παρέα περισσότερο με αγόρια. Να η ευκαιρία να γνωρίσω και καμιά καινούρια φίλη. Με τον καιρό, όσο πήγαινα στις παρακολουθήσεις, μιλούσα με τις συμφοιτήτριές μου και τις γνώριζα καλύτερα. Είχαν περάσει δύο μήνες ήδη και δε με είχε ενθουσιάσει καμία ιδιαίτερα. Τα περισσότερα ήταν κορίτσια από την επαρχία που είχαν έρθει διψασμένα για να πιούν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα ψαρωμένα, άρα ήταν επικίνδυνο γι’ αυτές να πέσουν εύκολα θύματα κανενός επιτήδειου ή να την πατήσουν μέσα από τις προσωπικές τους επιλογές. Ένα πρωί καθόμουν στην κλασσική θέση μου και περίμενα να αρχίσει η παράδοση του μαθήματος, λιγάκι αγουροξυπνημένη. Ήρθαν ταυτόχρονα στην τάξη δυο κορίτσια, το ένα το είχα δει ξανά κάποια στιγμή, το άλλο δεν το θυμόμουνα καθόλου και καθίσανε δίπλα μου. Μεταξύ τους γνωριζόντουσαν. Η μία με ρώτησε πώς με λένε και ανοίξαμε συζήτηση. Η άλλη δε μιλούσε πολύ, γιατί έτρωγε με μανία τα νύχια της.

Η Βασιλική ήταν ένα κορίτσι μεγαλύτερο από μένα 5 χρόνια. Για δικούς της λόγους είχε αφήσει το σχολείο στη μέση αλλά όταν συνήλθε, το ξανάπιασε, το τελείωσε, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Κατά τη γνώμη μου ήταν αξιέπαινη, αλλά ήταν και αγχωμένη γιατί ένιωθε πως είχε καθυστερήσει αρκετά και ήθελε να κερδίσει το χαμένο χρόνο. Συνυπολογίζοντας πως προερχόταν κι από μια λαϊκή, πολύτεκνη και μάλλον φτωχή οικογένεια, αυτό την έκανε ακόμη περισσότερο συγκροτημένη και συγκεντρωμένη στο στόχο της να τελειώσει γρήγορα και να εργαστεί. Παρόλ’ αυτά όμως ήταν πολύ κοινωνική, ευχάριστη και είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα γι’αυτό γίναμε σχετικά γρήγορα φίλες. Είχε τον τρόπο της με όλα. Τα κατάφερνε καλά με τα αγόρια, έπαιζε θέατρο σε ερασιτεχνικές παραστάσεις στον ελεύθερο της χρόνο, ήταν γουστόζα, πολιτικοποιημένη στα κομματικά της σχολής, ΔΑΠίτισα συγκεκριμένα και έξυπνη.

Η Περσεφόνη ήταν ένα κορίτσι στην ηλικία μου. Ήταν αυτό που έλεγε ο πρόεδρος της ΠΑΣΠ, στην οποία ήταν επιστρατευμένη, νταρντάνα. Είχε έρθει από την επαρχία, από κάποιο νησί του Βόρειου Αιγαίου, είχε πολύ λαϊκές καταβολές, έφερνε σάντουιτς από το σπίτι και φορούσε κολόνιες από το σούπερ μάρκετ. Έμενε σε μια παλιά πολυκατοικία μιας φθηνής συνοικίας μαζί με τον αδερφό της και ερχόταν στη σχολή με δυο λεωφορεία και το μετρό αλλά το διασκέδαζε. Ψώνιζε από τα μαγαζιά των Κινέζων και από τους πάγκους της λαϊκής. Ήταν παχουλή και είχε πρόβλημα υπερβολικής εφίδρωσης. Διάβαζε όλο κουτσομπολίστικα περιοδικά και το κινητό της χτυπούσε με λαϊκά σουξεδάκια. Δεν ήταν ακριβώς ο τύπος μου, αλλά μέσα στη σχολή δεν είχα πρόβλημα να κάνω παρέα μαζί της ή να αναλαμβάνουμε όλες μαζί εργασίες.

Στη μέση του εξαμήνου η καθηγήτρια της Λογοτεχνίας μας είχε αναθέσει μία πολύ δύσκολη και βαρετή εργασία, την οποία έπρεπε να κάνουμε οι τρεις μας. Η Βασιλική μου είπε πως έπρεπε να πάμε να κάνουμε μια αρχική έρευνα στη βιβλιοθήκη της σχολής, όπου εκεί ήταν και η Περσεφόνη και μας περίμενε-υποτίθεται μας περίμενε γιατί όταν είδα τι έκανε η Περσεφόνη εκεί πέρα, μάλλον ήμασταν οι τελευταίες που περίμενε. Μέσα στη βιβλιοθήκη της σχολής, λειτουργούσε και τμήμα με υπολογιστές. Όταν πήγαμε να βρούμε λοιπόν την Περσεφόνη, την είδα καθισμένη σε ένα κομπιούτερ να κάνει chat σε ένα πολύ δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης, με διάφορους άγνωστους άντρες. Δίπλα της είχε ένα φύλλο χαρτί και σημείωνε αριθμούς τηλεφώνων, χαρακτηριστικά και κάτι βαθμολογίες. Την ρωτήσαμε τι στο καλό κάθεται και κάνει, κι εκείνη μάς είπε ότι κάνει γνωριμίες. Της είπαμε καλές οι γνωριμίες αλλά πρέπει να κάνουμε την εργασία για τον Καρυωτάκη και αν είχε την καλοσύνη να σταματούσε το «to know us better» και να ασχοληθεί με τη βιβλιογραφία μας. Σταμάτησε για λίγο, αλλά δεν έκλεισε τον υπολογιστή. Όπως μιλάγαμε έβλεπα κάτι λαμπάκια στον υπολογιστή να αναβοσβήνουν σαν τρελά. Ήταν οι άγνωστοι υποψήφιοι γνωστοί της Περσεφόνης, που καίγονταν για μια απάντησή της. Είχαν ανησυχήσει φαίνεται που δεν τους απαντούσε. Τότε το μάτι μου έτρεξε στους διαλόγους. Δεν πίστευα στα μάτια μου.

Γύρισα και κοίταξα την Περσεφόνη για να δω αν από τα δάχτυλά της είχαν γραφτεί αυτά τα πράγματα και κατ’επέκτασιν αν από το μυαλό της είχαν ειπωθεί αυτά που διάβαζα. Αυτή ήταν η «δίμετρη, καυτή εικοσάχρονη φοιτήτρια που έμενε στο δικό της στούντιο είχε μακρυά μαλλιά, καλλίγραμμο σώμα και λάτρευε το σεξ με παράξενα αντικείμενα»; Δεν ήξερα αν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω. Οι υποψήφιοι μνηστήρες δε, που ποιος ξέρει πόσο ανώμαλοι ή πόσο ηλίθιοι ήτανε, στέλνανε μηνύματα βροχή. Μα, καλά, αναρωτήθηκα. Η Περσεφόνη που τα πρωινά πάντα την αποφεύγω γιατί έχει δυσάρεστη αναπνοή, η Περσεφόνη που οι γονείς της της στέλνουν 180 ευρώ το μήνα να περάσει, η Περσεφόνη που φοράει τρύπιο καλσόν είναι αυτή η «γυναικάρα με τα ακριβά γούστα στα πάντα, που για να βγείτε μαζί μου πρέπει να έχετε τουλάχιστον κάμπριο και να αφήνετε φιλοδώρημα τουλάχιστον ένα πενηντάευρω στο γκαρσόν»; Δεν άντεξα και τη ρώτησα γιατί όλα αυτά. Και μου είπε ότι έτσι τη βρίσκει. Βλέπει φωτογραφίες από τους αγνώστους κι αν κάποιος της αρέσει, κανονίζει μαζί του συνάντηση. Έτσι απλά, χωρίς να φοβάται. Χωρίς να την ενοχλεί το ψέμα που ανθίζει από όλες τις πλευρές εκεί μέσα. Χωρίς να μπορεί καν να αξιολογεί το επίπεδο των ανθρώπων που επικοινωνεί, ούτε να διερευνά τις προθέσεις τους.

Και τότε μας έδειξε όλο περηφάνια το κινητό της τηλέφωνο. Είχε μέσα όλο καταχωρήσεις από αυτή τη διαδικασία. Όλο άντρες που είχε γνωρίσει από κει μέσα, άλλους τους είχε συναντήσει κι άλλους όχι. Μας έδειξε πικάντικα έως και πρόστυχα μηνύματα που της έστελναν όλοι αυτοί οι γνωστοί άγνωστοι και καμάρωνε. Η Περσεφόνη με τα τρύπια καλσόν ήταν μάλλον η τσιτσιολίνα της παρέας. Και τότε ήρθε και η αποκορύφωση. Μας έδειξε φωτογραφίες που τους έστελνε και τους εξίταρε. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά στην αρχή, αλλά όταν κατάλαβα τι έβλεπα μου ήρθε αναγούλα. Ήταν ένα μπουκάλι ρετσίνας, το μισό μέσα στο αιδοίο της Περσεφόνης και το άλλο μισό έξω. Έπαθα σοκ. Η Βασιλική τη ρώτησε αν το μπουκάλι από πάνω είχε τάπα ή όχι κι εγώ την κοίταξα έντρομη με την απορία που σκέφτηκε σε μια τέτοια στιγμή εξευτελισμού του Εγώ της συμφοιτήτριάς μας. Η Περσεφόνη κοκορευόταν για τις πορνό φωτογραφίες της, που έστελνε στους θαυμαστές της. Δεν θυμάμαι αν το μπουκάλι είχε τάπα ή όχι. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα να πάρω μια πορτοκαλάδα από το κυλικείο για να ξελαμπικάρω.

Δεν ξανασχολήθηκα με την διαστροφή της Περσεφόνης. Κάναμε την εργασία για τον Καρυωτάκη, η οποία ήταν σύντομη γιατί ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε σε νεαρή ηλικία. Η εργασία ήταν καλή, πήραμε καλό βαθμό και τη μέρα που το μάθαμε μάλλον από τη χαρά της η Περσεφόνη μας εκμυστηρεύτηκε μια επιτυχία της. Ένα λαβράκι που χτύπησε μέσα εκεί στον αχταρμά με τα σκατά που κολύμπαγε - απ’ότι είχαμε καταλάβει όλη μέρα. Η Περσεφόνη είχε γνωρίσει τον Κωνσταντίνο. Έναν 35άρη, όμορφο, πλούσιο και πετυχημένο γιατρό, ο οποίος έκανε ειδικότητα καρδιοχειρουργού στο Ωνάσειο. Εγώ αναρωτήθηκα πότε βρίσκει χρόνο ο καρδιοχειρουργός να ασχολείται με τέτοιες σαχλαμάρες. Εκείνη είχε έτοιμη την απάντηση: «Στις εφημερείες του», μου είπε. Δεν πείστηκα. Δυο-τρεις φορές είχα την ατυχία να βρεθώ σε εφημερία νοσοκομείου και οι γιατροί δεν είχαν καιρό ούτε να βήξουνε. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Ο Γιακούμπ της θα γινόταν σίγουρα σύζυγός της. Τον είχε ξετρελάνει λέει με τα μηνύματα της και τις φωτογραφίες της. Και τώρα που θα συναντιόντουσαν από κοντά, θα έπεφτε ξερός και μετά θα συζούσαν στη βίλα του στη Βουλιαγμένη. Το καλοκαίρι θα κάνανε διακοπές με το σκάφος του και καμιά μέρα θα μας καλούσε κι εμάς τις ταπεινές να πάμε κρουαζιέρα με το κότερο. Και οι δραμαμίνες προσφορά του καταστήματος. Η κοπέλα είχε τρελαθεί. Προσευχήθηκα γι’αυτήν να έχει καλά ξεμπερδέματα με τον τύπο που είχε μπλέξει και να ήταν απλά ένας ψεύτης οδοκαθαριστής, με βίτσια και ψώνιο που όταν τον συναντούσε απλά θα έτρωγε την ξενέρα της και θα συνερχόταν. Και όχι κανένας επιτήδειος ανώμαλος, που θα ήθελε να της κάνει κακό. Εκείνη στον κόσμο της. Είχε ήδη γίνει κυρία γιατρού.

Ήταν δύο τη νύχτα. Έβλεπα μια εκπομπή που έδειχνε άσχημους ανθρώπους, οι οποίοι έκαναν πολλές πλαστικές επεμβάσεις και αφήνονταν στα χέρια των ειδικών για να τους ομορφύνουν κι έτσι να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους. Ήταν ενδιαφέρον και γι’αυτό δεν είχα κοιμηθεί. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Περσεφόνη. Τότε θυμήθηκα πως ήταν η μέρα του μεγάλου της ραντεβού, αυτού του ραντεβού που θα έτρωγε χαβιάρι και θα της κρατούσαν την σαμπάνια παγωμένη. Σκέφτηκα πως θα είναι τόσο χαρούμενη, που δεν θα μπορούσε να κρατηθεί για να μοιραστεί τη χαρά της με κάποιον μόλις ξημέρωνε. Βαριόμουν να την ακούσω, αλλά σήκωσα το τηλέφωνο. Η Περσεφόνη με δυσκολία ακουγόταν από την άλλη άκρη της γραμμής. Έκλαιγε, έτρεμε και μιλούσε με ακαταλαβίστικες λέξεις. Με δυσκολία μου είπε «Έλα στο σπίτι μου. Με βίασαν».

Πήρα το αυτοκίνητο χωρίς να εξηγήσω στη μάνα μου, που σαν φάντασμα με κυνήγαγε μέχρι την εξώπορτα, πού πάω τέτοια ώρα και βρέθηκα στο σπίτι της Περσεφόνης. Τη βρήκα στον καναπέ του καθιστικού, έναν παλιό καφέ, ξεφτισμένο καναπέ σκεπασμένη με μια κουβέρτα να τρέμει και να κλαίει, με τη μύτη της να τρέχει και το σαγόνι της να τρέμει. Μέσα από την κουβέρτα μού έδειξε κάτι σκισμένα ρούχα, τα καλά της ρούχα, αυτά που είχε φορέσει για να κατακτήσει τον καρδιοχειρουργό. Είχε πασαλειφτεί από το μέικ απ που έλιωνε στο πρόσωπό της και είχε μώλωπες από κάτι μπάτσες που προφανώς είχε φάει. Κρατούσε με τα χέρια της την κοιλιά της και είδα λεκέδες από αίμα στον καναπέ κι ένα μισοσπασμένο μπουκάλι πεσμένο στο χαλί… Μια εικόνα άξιζε όσο χίλιες λέξεις.

Βρεθήκαμε λοιπόν στην εφημερία. Στην εφημερία που ο δικός της γιατρός έβρισκε χρόνο για κουβεντούλα. Η Περσεφόνη ήταν βιασμένη από δυο άντρες: έναν τον καλό της επιστήμονα του κυβερνοχώρου κι έναν συνεργό του πιτσαδόρο, ο οποίος συνεννοημένος ήρθε στο σπίτι. Όχι ακριβώς για να φέρει την πίτσα που παρήγγειλε ο επιστήμονας... Είχε κακώσεις στον κόλπο και τον πρωκτό από γυαλί και οι γιατροί της υπενθύμισαν πως πρέπει να επαναλάβει τις εξετάσεις αίματος για αφροδίσια νοσήματα σε έναν και έπειτα σε τρεις μήνες, γιατί οι βιαστές της δεν χρησιμοποίησαν προφυλακτικά όταν την βίασαν. Είχε φάει το ξύλο της χρονιάς της και είχε τρία σπασμένα πλευρά. Ο χειρούργος της εφημερίας που την εξέτασε, της πρότεινε να κινήσει τις διαδικασίες μέσω ιατροδικαστή και αστυνομίας. Εκείνη όμως σκέφτηκε πως θα ψάχνανε δυο αγνώστους, που ο ένας της είχε δώσει άλλα αντ’ άλλων στοιχεία και που στο κινητό του και στο e-mail του υπήρχαν δικές της πορνό φωτογραφίες και πρόστυχα μηνύματα. Κανείς δεν θα την πίστευε.

Η Περσεφόνη σε τρεις μήνες διαγνώστηκε φορέας του ιού hiv, νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική και μετά από έναν χρόνο τη βρήκε η μοίρα του Καρυωτάκη. Αυτοκτόνησε. Ο χάρος άρπαξε την Περσεφόνη και την κατέβασε στον κάτω κόσμο. Στον Άδη...