Πάλι έβρεχε. Θα μπορούσε να είναι μια συνηθισμένη φθινοπωρινή βραδιά, αλλά δεν ήταν, γιατί παρότι ο καρόδρομος μπροστά στο σπίτι μου ήταν βρεγμένος, ο Μαστρομανέλος ήταν στεγνός από ποτό κι από παρέα...
Πρόσφατα είχα μετακομίσει. Από το σπίτι μου στην αυλή του σπιτιού μου. Σε ένα καμαράκι, που παλιότερα χρησιμοποιούσαν οι παππούδες, πρώτα για σπίτι και μετά για αποθήκη. Πήρα τη μεγάλη απόφαση να ...ξενιτευτώ, για να αποκτήσω την ανεξαρτησία μου. Έτσι είπα όταν το ανακοίνωσα στους γονείς μου.
Ήταν φυσικά μια πολύ βολική μορφή ανεξαρτησίας, που σήμαινε να τρώω μόνος μου τα λεφτά που έβγαζα από την πρώτη δουλειά μου και παράλληλα να τρώω το φαΐ της μάνας μου, να πλένομαι (και να σιδερώνομαι) στο σπίτι των γονιών μου, να πληρώνουν εκείνοι το ρεύμα κι εγώ να έχω δικό μου «σπίτι», τη λάτρα του οποίου επίσης είχε αναλάβει η μάνα μου.
«Θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα (δεν ήταν...). Δεν μου έφτανε το ένα σπίτι, τώρα θα έχω δύο να κουμαντάρω».
Όλο το άρθρο στο gazzetta.gr.