Πρεμιέρα κάνει η ταινία «Η συμμορία της συμφοράς».

Πρόκειται για μία ανατρεπτική κωμωδία, παραγωγή της Artstate Cinema και της Tsouvi productions, εμφανώς επηρεασμένη από την χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας, τα αξέχαστα 80s και 90s, με μπόλικη γεύση cultιλας! Τα ευτράπελα διαδέχονται το ένα το άλλο, και οι ανατροπές είναι αναπόφευκτες για την Συμμορία της Συμφοράς.

Το σάτι freecinema.gr, φιλοξενεί μία σκληρή κριτική για την ταινία, την οποία σχολίασε ο Αλέξανδρος Τσουβέλας στα social media.

Διαβάστε την κριτική:

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ (2024)

Ο Αλέξανδρος και ο Θανάσης, φιλαράκια μικροκακοποιοί, επιχειρούν να υλοποιήσουν το σχέδιο της δαιμόνιας Σάντρας και στρατολογούν συμμορία για να χτυπήσουν τη χρηματαποστολή του βαρόνου της νύχτας Νικήτα Σκαρμπέτσου. Πίσω από όλα αυτά, όμως, κρύβεται ο αληθινός στόχος της Σάντρας: να κλέψει έναν πανάκριβο πίνακα του διάσημου ζωγράφου Ζαμπλουάν που έχει στην κατοχή του ο Σκαρμπέτσος.

Ο ελληνικός κινηματογράφος μας έχει δώσει άπειρες… κακές ταινίες, εδώ και πολλές δεκαετίες. Από εκείνες που έτυχαν κανονικής διανομής στις αίθουσες, «Η Συμμορία της Συμφοράς» ίσως αποτελεί το… «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» του σκουπιδαριού. Εδώ, ακόμη και ο χαρακτηρισμός της κινηματογραφικής ταινίας αποτελεί σκέτη προσβολή για την 7η Τέχνη!

Μετά το YouTube-ικό και χαρακτηρισμένο ως «ερασιτεχνικό» action sci-fi «Trobocop: Η Συνομωσία του Πετραδιού» (2017), το οποίο (ευτυχώς) διαρκούσε σχεδόν 60 λεπτά (και είχε και sequel, που δεν άντεξα να δω), ο Μάκης Παπαγεωργίου επιστρέφει με «all-star» καστ κι ένα «έπος» ανελέητης διάρκειας 114 λεπτών (!) που επάξια διεκδικεί τον τίτλο της χειρότερης ελληνικής παραγωγής η οποία κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τη μεγάλη οθόνη στη χώρα μας. Ειλικρινά, κάνοντας τη μοιραία σύγκριση (καθώς έχω παρακολουθήσει και τις δύο ταινίες!), τούτη η «Συμμορία» κάνει τις περιπέτειες του «Trobocop» να μοιάζουν με αποθέωση επαγγελματισμού και γνώσεων της φιλμικής Τέχνης! Τα λόγια δεν είναι δυνατόν να περιγράψουν το… για πόσο ξύλο είναι αυτό το εξάμβλωμα, που για λάθος λόγους (ένα-δυο ονόματα πρωταγωνιστών…) μπορεί να οδηγήσει αρκετούς αθώους (ακόμη και trash-άδες!) στα σινεμά.

Η αρχική σεκάνς της «Συμμορίας» (ένα οκτάλεπτο σοκ κακοτεχνίας σε κάθε επίπεδο, στο οποίο παρακολουθούμε την κορύφωση ενός Διαγωνισμού Επίδειξης Γνώσεων Ανερχόμενων Μάγων, εν συντομία… Δ.Ε.Γ.Α.ΜΑ) μοιάζει με non-stop γρονθοκόπημα στους μέχρι σήμερα γνωστούς κανόνες που χαρακτήριζαν τις b-movies και αφηγηματικά σε κάνει να σαστίζεις, τόσο για το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει όσο και για το τι σε οδήγησε να διαπράξεις ένα τέτοιο έγκλημα ως θεατής. Ακολουθεί έτερη σκηνή απείρου κάλλους, όπου ένας άνδρας δίνει ένα πεντοχίλιαρο σ’ ένα ανήλικο αγοράκι με… κολλημένο ψεύτικο μουστάκι για να ψωνίσει στο μπακάλικο. Πρόκειται για ένα (μονταζιακά, αν μη τι άλλο) ανεξήγητο μυστήριο δραματουργικής ένθεσης, που λύνεται μονάχα στο τελευταίο ημίωρο του φιλμ, όταν ο ίδιος άνδρας εμφανίζεται (και) σε ρόλο παππά για να εξηγήσει πως πέραν εκείνου του… (γιατί;) «flashback» από την παιδική ηλικία του Αλέξανδρου, τώρα φοράει ράσο διότι η παραγωγή δεν είχε χρήματα για extra «ηθοποιούς». Εν είδει χιούμορ, μετά τους «μάγους», είχε μεσολαβήσει η (σε voice-over) ατάκα: «Πω, ρε μαλάκα, δεν θα καταλάβει τίποτα ο κόσμος»! Μία πραγματικά τίμια παρατήρηση, δηλαδή.

Η συνέχεια του φιλμ αποτελείται από ένα χυμαδιό συναντήσεων του Αλέξανδρου και του Θανάση με τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας που πρέπει να στρατολογήσουν, όμως, εδώ δεν πρόκειται για… «Συμμορία των 11» (ή των «Μάγων», αν λάβουμε υπόψη την έναρξη της «πλοκής»), όπου ο κάθε συμμετέχων αιτιολογεί ρόλο και συνεισφορά στην επερχόμενη ληστεία. Το κάθε μέλος προστίθεται… στο ξεκάρφωτο, με σκηνές στις οποίες ξεστομίζονται one-liners «ανεκδοτολογικού» περιεχομένου, λες και κάποιος τα «έκλεψε» από τις πλέον λαϊκίστικες και βλακώδεις εμφανίσεις ντόπιων stand-up «κωμικών». Σενάριο δεν υφίσταται (στα credits αναγράφεται πως υπάρχουν «προσθήκες σεναρίου» από διάφορους συντελεστές!), η κάθε σεκάνς ακολουθεί την επόμενη δίχως ιδιαίτερο ειρμό σκέψης, ενώ τα «αστεία» punchlines συνοδεύονται από το (ο Θεός να το κάνει) sound design με φάλτσες νότες πλήκτρων, βιολιά (στο πιο δραματικό…) και άκυρα ηχητικά εφέ, αντί «κονσέρβας» χειροκροτημάτων και γέλιων (όπως στα τηλεοπτικά sitcoms), με πιθανή έμπνευση από τις ταινίες του ΘουΒού (που θα έχει σηκωθεί από τον τάφο και θα συνεχίζει να τρέχει…). Για καλλιτεχνική συμβολή ή επιμέλεια, δεν χρειάζεται να γίνεται λόγος. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος υπογράφει επίσης το μοντάζ, τη μουσική και το production design (με highlight τις αφισούλες των Spice Girls και του «Baywatch» που κοσμούν το σαλόνι του Αλέξανδρου, τοποθετημένες στον τοίχο με sellotape!).

Κάθε σκηνή – «νούμερο» πνίγεται από στερεότυπα περήφανης ελληνικής βλαχουρ(γ)ιάς και «pop κουλτούρας» (από τις «Οικογενειακές Ιστορίες» του Alpha μέχρι τους συνωμοσιολόγους ταξιτζήδες που έχουν άποψη ακόμη και για… ρεπτιλιανούς shapeshifters!) κι ένα (ψευτο)αυτοσαρκαστικό χιούμορ για την απόλυτη απουσία budget (η φάση με το ελικόπτερο, για παράδειγμα), η υποκριτική… τρομπάρει μέχρι πρόωρης εκσπερμάτισης (ο Αλέξανδρος Τσουβέλας μπορεί να βάλει σε ιδέες τη Δικαιοσύνη για επιστροφή της θανατικής ποινής, ώστε να μην ξαναεμφανιστεί ποτέ μπροστά από κάμερες), ενώ η μοναδική έκλαμψη δημιουργικότητας έρχεται με την cameo εμφάνιση του Νίκου Κουρκούλη, και χάρη στο κωμικό ταμπεραμέντο του (οποία έκπληξη!) και χάρη στο εύρημα με τις ατάκες που κάνουν homage σε γνωστά λαϊκά τραγούδια (αν και αυτό ακυρώνεται ελαφρά στην εκτέλεσή του, από την αστοχία των παρευρισκόμενων που παριστάνουν το chorus σ’ ένα bar ξενοδοχείου).

Η «Συμμορία της Συμφοράς» ολοκληρώνεται μ’ ένα απειλητικό «του μπι κοντινιουντ» και τον Μιχάλη Ιατρόπουλο να άδει… «Τι Φρίκη»! Επίσης τίμια παρατήρηση. Εάν υπάρξει επόμενη φορά, λοιπόν, γνώμη μου είναι πως δεν θα χρειαστεί ούτε και συνεργείο. Μια MicroCAM εφαρμοσμένη σε μια κωλότρυπα αρκεί για τα γυρίσματα. Η ταύτιση με τέτοιο προϊόν… του κώλου θα είναι ιδανική.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι άνθρωποι που παρήγαγαν αυτό το έκτρωμα θεωρούν πως η «Συμμορία της Συμφοράς» είναι «εμφανώς επηρεασμένη από τη χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας, τα αξέχαστα ‘80s και ‘90s, με μπόλικη γεύση cult-ίλας». Οποιοδήποτε φαρμάκι καλύτερη γεύση έχει, μη σας πως και ταχύτερα αποτελέσματα! Εάν το τολμήσετε με μια αφελή ψευδαίσθηση πως θα γελάσετε, πάρτε μαζί σας και μια VHS, να έχετε κάτι να κοπανάτε στο κεφάλι σας. Μέχρι να σπάσει. (Η κασέτα.) Ακόμα καλύτερα, πάρτε και ολόκληρο VHS player!