Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Μέγκαν Ο’ Γκίμπλιν μεγάλωσε σε μια οικογένεια χριστιανών φονταμενταλιστών. Αυτό ομολογεί η ίδια στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της «God, Human, Animal, Machine» (εκδ. Doubleday), το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2021. Κατά την παιδική και εφηβική της ηλικία, η Ο’ Γκίμπλιν υποχρεώθηκε από τους γονείς της να πηγαίνει εντατικά στο κατηχητικό. Στη συνέχεια, σπούδασε Θεολογία σ’ ένα «φονταμενταλιστικό κολέγιο», αλλά κάποια στιγμή η πορεία της μόρφωσής της άλλαξε ρότα, και σύντομα η φιλομαθής Αμερικανίδα απομακρύνθηκε απ’ το δόγμα. Γοητεύτηκε από πιο σύγχρονες, τεχνολογικού τύπου, αφηγήσεις, ανέπτυξε μια ιδιοσυγκρασιακή περιέργεια και ξεκίνησε μια διανοητική αναζήτηση, αποτέλεσμα της οποίας είναι το εντελώς πρωτότυπο βιβλίο της.
Η πρώιμη κατήχησή της δεν πήγε χαμένη. Η συγγραφέας απέκτησε ένα σταθερό ενδιαφέρον για τη σχέση του ανθρώπου με το θείο κι, έχοντας βυθιστεί για τα καλά μέσα στη χριστιανική θεώρηση, βρίσκεται τώρα σε πλεονεκτική θέση, γιατί μπορεί να διαβάζει με μεγαλύτερη διαύγεια τα πιο σύγχρονα δόγματα. «Σήμερα», γράφει εύστοχα, «η τεχνητή νοημοσύνη και οι τεχνολογίες της πληροφορικής έχουν απορροφήσει πολλά από τα ερωτήματα που κάποτε απασχολούσαν τους θεολόγους και τους φιλοσόφους: τη σχέση του νου με το σώμα, το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, τη δυνατότητα της αθανασίας. Πρόκειται για παλιά προβλήματα και παρόλο που τώρα εμφανίζονται με διαφορετική μορφή και διαφορετικά ονόματα, επιμένουν να εμφανίζονται στις συζητήσεις για τις ψηφιακές τεχνολογίες, όπως όλες εκείνες οι νεκρές μεταφορές που εξακολουθούν να παραμονεύουν στη σύνταξη του σύγχρονου λόγου».
Στο πλούσιο κείμενο παρεισφρέουν διαρκώς αναφορές σε κείμενα και φιλοσοφίες που πραγματεύονται το πολύσημο τετράπτυχο «Θεός – Aνθρωπος – Ζώο – Μηχανή». Η συγγραφέας διατείνεται ότι σήμερα «όλες οι αιώνιες ερωτήσεις έχουν γίνει ζητήματα μηχανικής». Για να πειραματιστεί με την ιδέα «δημιουργού και δημιουργήματος», φέρνει στο σπίτι της ένα ρομπότ-σκύλο και τον εκπαιδεύει όπως ένα ζώο. Εύλογα, αρχίζει να σκέφτεται τον ανθρωπομορφισμό, την εγγενή τάση μας να αντικρίζουμε παντού την εικόνα μας. «Για αιώνες λέγαμε ότι είχαμε φτιαχτεί κατ’ εικόνα του Θεού, όταν στην πραγματικότητα εμείς δημιουργήσαμε τον Θεό κατ’ ομοίωσίν μας», σημειώνει. Η Ο’ Γκίμπλιν ομολογεί ότι, όπως και πολλοί άλλοι, αρχίζει κι εκείνη να ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τη μηχανή, να βλέπει αναπόφευκτα τον εαυτό της σαν μια μηχανή.
«Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΕΙ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΑΝ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ», ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΕΓΚΑΝ Ο’ ΓΚΙΜΠΛΙΝ.
Μέσα από τις ελικοειδείς διαδρομές της ανάλυσής της, προκύπτει το πρόβλημα της συνείδησης. «Ο Μαϊμονίδης, ο Εβραίος στοχαστής του Μεσαίωνα, πίστευε ότι η εικόνα που είχαν μέσα τους οι άνθρωποι για τον Θεό ήταν η συνείδηση, ή η αυτεπίγνωση: η ικανότητα της αντίληψης του εαυτού», και προσθέτει: «Σήμερα, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει να μας ξεπερνά όλο και περισσότερο σε νοητικό επίπεδο, καταπνίγουμε το άγχος μας επιμένοντας ότι αυτό που διακρίνει την αληθινή συνείδηση είναι τα συναισθήματα, η αντίληψη, η ικανότητα να βιώνουμε και να αισθανόμαστε: οι ιδιότητες, με άλλα λόγια, που μοιραζόμαστε με τα ζώα». Με κάποιο τρόπο εμείς υποβιβαζόμαστε, ενώ οι πρόοδοι της τεχνητής νοημοσύνης αρχίζουν να λαμβάνουν υπεράνθρωπες, θεϊκές διαστάσεις. Ο,τι κι αν γίνεται, εμείς πρέπει να πιστεύουμε τυφλά τα αποτελέσματα των αλγορίθμων, ακόμη κι αν το σκεπτικό τους φυλάσσεται μέσα σε «μαύρα κουτιά». Μ’ αυτό τον τρόπο, γράφει, οδεύουμε προς μια νέου τύπου «θέωση», όπως την οραματίστηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στην πιο κρίσιμη στροφή της διανοητικής της περιπέτειας, η Ο’ Γκίμπλιν συναντιέται με τη θεωρία των Διανθρωπιστών και πιο συγκεκριμένα με τις ιδέες του Ρέι Κέρζουελ. Γίνεται εμμονική με το βιβλίο «Η εποχή των πνευματικών μηχανών» (The age of spiritual machines), στο οποίο αναγγέλλεται η «μοναδικότητα» (Singularitu), η στιγμή δηλαδή κατά την οποία οι μηχανές θα ξεπεράσουν σε ευφυΐα τους ανθρώπους. Τότε, ο άνθρωπος θα γίνει πραγματικά ένα με τη μηχανή, η λεγόμενη «πνευματική μηχανή», και θα είμαστε όλοι σε θέση να ανεβάσουμε τα περιεχόμενα της συνείδησής μας στο υπολογιστικό σύννεφο. Oταν έρθει η «μοναδικότητα» οι νεκροί θα αναστηθούν ως άβαταρ και θα αναστηθούμε όλοι ως μέρη του λογισμικού.
Βλέποντας πιο ψύχραιμα τις ιδέες αυτές, η Ο’ Γκίμπλιν συνειδητοποιεί ότι η ρητορική του Κέρζουελ είναι καθαρά χριστιανική. Ο Διανθρωπισμός αφηγείται εκ νέου την ιστορία του χριστιανισμού μεταμφιεσμένη σε τεχνολογική διάλεκτο. Το κλειδί, σύμφωνα με την ίδια, έγκειται στη γλώσσα. Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη και η τεχνολογία χρησιμοποιούν μεταφορές. Ο φονταμενταλισμός προκύπτει όταν συγχέουμε τη μεταφορά με την κυριολεξία. Ας μην έχουμε, λοιπόν, ψευδαισθήσεις. Στην παγίδα αυτή δεν έχει πέσει μόνον η θρησκεία. Η χρήση της μεταφοράς στην επιστήμη είναι πλέον κάτι δεδομένο. Λέμε, για παράδειγμα, ότι το μυαλό μας μοιάζει με υπολογιστή ή ότι το Διαδίκτυο είναι ένα σύμπαν. Η δυτική ιδέα της προόδου διακονεί ότι όλα έχουν αποφασιστεί. Πρόκειται για έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό, υποστηρίζει η Ο’ Γκίμπλιν. Η Ιστορία, μ’ άλλα λόγια, βαδίζει προς ένα αναπόφευκτο μέλλον λύτρωσης κι αιώνιας ζωής, κι εμείς δεν έχουμε παρά να το προσμένουμε ως πιστοί.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή