Ομολογώ πως ζωντανές μνήμες από τον παίκτη Γιώργο Κολοκυθά, όπως και οι περισσότεροι εξ όσων διαβάζετε αυτές τις γραμμές, δεν έχω. Και κάποια αποσπάσματα κακής ποιότητας βίντεο της εποχής, στα οποία έχουν περιοριστεί οι εικόνες των νεότερων για τον εκλιπόντα, δεν αρκούν-σύμφωνα με όσους τον έζησαν-για να αποδώσουν το μεγαλείο του.
Οι αφηγήσεις όσων είχαν την τύχη να τον παρακολουθήσουν, μοιάζουν-θαρρεί κανείς-με αφηγήσεις από σελίδες κόμικς. Εκεί που τα όρια μεταξύ μύθου και πραγματικότητας άλλοτε είναι δυσδιάκριτα κι άλλοτε ανύπαρκτα. Κι όποιος τις άκουγε θα πίστευε πως επρόκειτο για κάποιον σούπερ ήρωα. Έτσι παρουσιάζουν τον Γιώργο Κολοκυθά οι σύγχρονοί του, προπονητές, συμπαίκτες, αντίπαλοι και απλοί φίλαθλοι. Και δεν το κάνουν τώρα, που έφυγε από τη ζωή, στα πλαίσια των συνήθων «αγιογραφιών» που γίνονται για όποιον αποχωρεί από τον κόσμο μας. Το έκαναν με θαυμασμό και τότε που δεν υπήρχε τέτοιος δυσάρεστος λόγος να τον επαινέσουν.
Τον αποκάλεσαν Γκάλη πριν τον Γκάλη. Άδικα! Αυτοί που τον είδαν να μεγαλουργεί στο παρκέ ορκίζονται πως ίσως και να υπήρξε ανώτερος του αθλητή-οροσήμου για το ελληνικό μπάσκετ. Πως ίσως πιο φρόνιμο θα ήταν να αποκαλείται ο Νικ ο… Κολοκυθάς μετά τον Κολοκυθά. Μάλλον είναι άδικη και αδόκιμη οποιαδήποτε σύγκριση και για τους δύο. Όπως είναι να βάζουμε τώρα στην ίδια ζυγαριά τον Γκάλη με τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά και τον Σπανούλη. Άλλες εποχές, άλλες συνθήκες, άλλο μπάσκετ…
Αν ο Νίκος Γκάλης ήταν ο άνθρωπος που εκτόξευσε το μπάσκετ και το έβαλε στα σπίτια όλων των Ελλήνων, ενώ οι τρεις προαναφερθέντες της σύγχρονης γενιάς εκείνοι που εδραίωσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της χώρας σε εθνικό και συλλογικό επίπεδο στη διεθνή σκηνή, ο Γιώργος Κολοκυθάς ήταν από τους πρώτους που έφεραν την επανάσταση, όρθωσαν ανάστημα στους πιο προηγμένους μπασκετικά λαούς της Ευρώπης και έδειξαν πως και οι Έλληνες τα καταφέρνουν με την πορτοκαλί μπάλα.
Ασφαλώς δεν ήταν αλάνθαστος ή τέλειος. Ποιος θνητός είναι άλλωστε; Σίγουρα θα μπορούσε να πετύχει ακόμη μεγαλύτερα πράγματα στα παρκέ αν φρόντιζε καλύτερα το σώμα του και δεν αρκούταν στην υπεροχή που του πρόσφερε έναντι των αντιπάλων το θείο του χάρισμα. Στις λίγες και σπάνιες δημόσιες τοποθετήσεις του απέφευγε φτιασιδώματα και διπλωματίες, με συνέπεια να γίνεται συχνά ενοχλητικός για πολλούς, όπως στο δριμύ κατηγορώ του κατά του Ηλία Ζούρου μετά τον αποκλεισμό στο Προολυμπιακό Τουρνουά από τη Νιγηρία. Όμως δεν συμβιβάστηκε ποτέ με το «πρέπει» και πρότασσε το «αισθάνομαι» και το «θέλω».
Ήταν ένας «bon viveur», όπως τον χαρακτήρισε μιλώντας στο www.sport-fm.gr ο συμπαίκτης, αντίπαλος και φίλος του Χρήστος Ζούπας. Αποφασισμένος να ζήσει και-δυστυχώς-να πεθαίνει με τα πάθη του, το μπάσκετ (ακολουθώντας την Εθνική πιστά και παντού, ακόμη κι όταν η υγεία του και οι γιατροί το απαγόρευαν) και τα αγαπημένα του πούρα.
Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη τους λίγους που τον είδαν «ζωντανά» να μεγαλουργεί στα παρκέ, εκείνους που συναναστρέφονταν μαζί του καθημερινά, ακόμη και τους Έλληνες διεθνείς, για τους οποίους ήταν κάτι σαν δεύτερος πατέρας.
Είθε στο Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας να πετύχουν κάτι σπουδαίο για να το αφιερώσουν εκεί ψηλά, από όπου σίγουρα θα τους βλέπει και θα χαμογελά στο εξής κάτω από το παχύ του μουστάκι…
Πηγή: sport-fm.gr