Σύμφωνα με έναν αστικό μύθο του Χόλιγουντ ο διευθυντής του τμήματος ταλέντων της MGM όταν πρωτοείδε την Αβα Γκάρντνερ είπε έκπληκτος πως «αυτή η κοπέλα δεν μπορεί να τραγουδήσει, δεν μπορεί να παίξει, δεν μπορεί να μιλήσει κι όμως είναι εκπληκτική»!
Προτρέχω τώρα και μπορεί να αεροβατώ κιόλας, αλλά σκέπτομαι πως κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να το πούμε κι εμείς σε βάθος χρόνου: ή μάλλον (θα μπορούσαμε) να το ξαναπούμε εδώ στη Λιουμπλιάνα, εάν πιάσει το lifting, στο οποίο υποβάλλεται κατεπειγόντως από προχθές το απόγευμα η εθνική ομάδα μπάσκετ, με τη φιλοδοξία να ξαναγίνει όμορφη και θελκτική...
Είναι που είναι από το πάλαι ποτέ η «επίσημη αγαπημένη μας» και μπορεί να ασχήμισε λίγο τις τελευταίες μέρες, αλλά με ένα καλό λίφτινγκ ή έστω με ένα... μποτοξάκι θα της φύγουν οι ρυτίδες και οι γραμμές και μπορεί να ξαναγίνει ωραία γκόμενα!
Πέρα από τις αλληγορίες και την πλάκα, βεβαίως, η υπόθεση (παρα)είναι σοβαρή: όχι τόσο διότι το πολλά υποσχόμενο 3-0 έγινε 3-2, αλλά για όλα τα συμπαρομαρτούντα των δυο αλλεπάλληλων ηττών: για τις αργές και ατελέσφορες αμυντικές αντιδράσεις, για το απροσδόκητο επιθετικό έλλειμμα (κυρίως από το low post), για τη σύγχυση των ρόλων και για το υστέρημα σκληράδας που παρουσίασε απέναντι στην Ιταλία και στη Φινλανδία...
Χθες έγραψα ότι μετά το «Αντρέα χάσαμε» στο ματς με την Ιταλία, φτάσαμε στη δραματική ομολογία του «Αντρέα, δυστυχώς επτωχεύσαμεν», αλλά, ως γνωστόν, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και αντλώντας (πέρα από τα αγωνιστικά προαπαιτούμενα) και τον απαραίτητο εγωισμό, ίσως να ανακαλύψουμε κι εμείς πως «λεφτά υπάρχουν». Δεν θα μας τα χαρίσει κανείς... κερατάς, βεβαίως, μόνοι μας πρέπει είτε ως σύγχρονοι χρυσοθήρες να ανακαλύψουμε κοιτάσματα χρυσού είτε να διαρρήξουμε το πρώτο τυχόν χρηματοκιβώτιο!
Τα προβλήματα που αναδείχθηκαν στα τελευταία δύο ματς τρύπησαν τη ρεζέρβα για το ταξίδι στη Λιουμπλιάνα και σήμαναν συναγερμό είναι συγκεκριμένα, μάλιστα κάποια από αυτά προϋπήρχαν. Για παράδειγμα η επισήμανση των αμυντικών αδυναμιών δεν ισοδυναμεί με την ανακάλυψη της Αμερικής: είχαν διαφανεί για πρώτη φορά στο τουρνουά του Ουλμ, όπου η Εθνική αφενός έφαγε πολλούς (και πάντως περισσότερους από τους συνηθισμένους, τους πρέποντες και τους ανεκτούς) πόντους κι αφετέρου έγινε εύκολη λεία για τον ΜακΚάλεμπ και τον Τελέτοβιτς. Στο Κόπερ πλέον η ελληνική ομάδα είχε ν' αντιμετωπίσει κατά σειρά διάφορους σεσημασμένους για την εκτελεστική δεινότητα τους παίκτες, αλλά ενώ τη σκαπούλαρε πρώτα με τον Γερέμπκο και τον Τέιλορ, εν συνεχεία με τον Σβεντ με τον Φριντζόν και έπειτα με τον Τούρκογλου και με τον Ιλιάσοβα, ύστερα ήρθαν οι μέλισσες: την Κυριακή ο Μπελινέλι με τον Ντατόμε και προχθές ο Κοπόνεν που έβλεπε το ελληνικό καλάθι σαν την μπανιέρα του σπιτιού του!
Επειδή ως επί το πλείστον οι δεινοί σκόρερ είναι περιφερειακοί παίκτες, ξανάνοιξε ?σε συνδυασμό και με τον τραυματισμό του Σπανούλη- η κουβέντα για τον αποκλεισμό του Δημήτρη Κατσίβελη και κατ' επέκταση για την ριψοκίνδυνη επιλογή του Τρινκιέρι να κρατήσει μονάχα τρεις κλασικούς γκαρντ και να αναθέσει επικουρικούς ρόλους στον Μπράμο και στον Περπέρογλου.
Πέρα από το θέμα της ποσότητας των γκαρντ, τίθενται και άλλα δύο σε αυτή την υπόθεση : η ικανότητα ή η διάθεσή τους να παίξουν άμυνα (αρετή που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του ελληνικού μπάσκετ) και η σκληράδα που δεν επιδεικνύουν με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο physical game και να επιτρέπουν στους αντιπάλους τους να σκοράρουν κατά το δοκούν, χωρίς μάλιστα να... μελανιάζουν τα χέρια τους! Είναι βέβαιο ότι η ομάδα δεν διαθέτει έναν γκαρντ με αμυντική πανοπλία, που θα μπορούσε να εξολοθρεύσει το αντίπαλον δέος, άρα η δουλειά θα πρέπει να γίνει με συνεργασίες, με αλληλοκάλυψη, με παγίδες και με διάφορα τρικ...
Στα ματς με την Ιταλία και με τη Φινλανδία η Εθνική έπασχε σε όλα τα κομμάτια της άμυνας: στην ταχύτητα αντίδρασης, στη συνεννόηση, στη σκληράδα, ακόμη και στην ανθεκτικότητα υπό την έννοια ότι σε κάποιες φάσεις επερχόταν η κόπωση με αποτέλεσμα οι «ατζούρι» και οι «Σουόμι» να κάνουν θραύση στα pick 'n' roll, στις φάσεις «ένας εναντίον ενός» και στα σουτ τριών πόντων, με αποτέλεσμα να σκοράρουν με τους περισσότερους τρόπους που περιλαμβάνει η γκάμα του μπάσκετ.
Και τώρα τι κάνουμε; Τώρα τα κεφάλια (πρέπει να μπουν) μέσα! Η Εθνική δεν έχει άλλη επιλογή από το να συσπειρωθεί, να ανασυνταχθεί, να ανασυγκροτηθεί και να δώσει τον καλύτερο εαυτό της, συνειδητοποιώντας ότι πλέον δεν έχει άλλη επιλογή. Το 'πε άλλωστε με τον πιο ξεκάθαρο, απόλυτο, ου μην και... μακάβριο τρόπο ο Κώστας Καϊμακόγλου στο τέλος της χθεσινής προπόνησης: «Live or die, make your choice»!
Aιχμάλωτος των... τεσσαριών του!
Περισσότερο από την επιλογή του να κρατήσει μονάχα τρεις γκαρντ, (φοβάμαι πως) ο Τρινκιέρι έχει αιχμαλωτιστεί από τη «γενναιοδωρία» του στη θέση «4», την οποία ο ίδιος τη θεωρεί (αλλά και στ' αλήθεια είναι) κομβική στο σύγχρονο μπάσκετ, με πάουερ φόγουορντ που μπορούν να παίξουν τόσο με πρόσωπο όσο και με πλάτη προς το καλάθι.
Ο πληθωρισμός -και όχι απλώς ο πλουραλισμός-σε αυτήν τη θέση (φοβάμαι πως) έχει ως αποτέλεσμα την καταπάτηση της ιεραρχίας, υπό την έννοια ότι δεν έχει καταστεί προφανές ποιος είναι το βασικό «τεσσάρι» και πώς εξελίσσεται το rotation σε αυτήν τη θέση. Παρόντων του Πρίντεζη, του Καϊμακόγλου, του Φώτση ή ακόμη και του Μαυροκεφαλίδη ο οποίος στην πραγματικότητα είναι faux center, ο Τρινκιέρι κινδυνεύει (εάν δεν το έχει πάθει ήδη) να καταφεύγει σε λογιστική διαχείριση του χρόνου συμμετοχής και αυτό διαταράσσει την ισορροπία και τη χημεία της πεντάδας.
Η ανάγκη που γίνεται φιλοτιμία!
Η επίθεση είναι μια άλλη υπόθεση: εδώ οι επιλογές είναι πλούσιες, αλλά αίφνης στον αγώνα με τη Φινλανδία η ελληνική ομάδα έπεσε κυριολεκτικώς στην παγίδα! Οι Σκανδιναβοί ξεχαρβάλωσαν με τα double team το παιχνίδι της Εθνικής στο low post με αποτέλεσμα (σε συνδυασμό με τα λάθη και την αστοχία του Σπανούλη από τα 6,75) το παιχνίδι να γίνει μονοδιάστατο και να αναγκάσει τον Ζήση να το πάρει πάνω του...
Ο Ζήσης (ως δημιουργός, ως ηγέτης και εσχάτως ως εκτελεστής) και ο Περπέρογλου έχουν παίξει μέχρι τώρα σε υψηλότερο επίπεδο από τους υπόλοιπους, αλλά εδώ χωράει μια ένσταση: με όλο τον σεβασμό, την εκτίμηση ή ακόμη και την αγάπη που του τρέφω, δεν είναι λογικό να εξαναγκάζεται ο Νίκος να τραβάει το κουπί στην επίθεση.
Τούτο συμβαίνει παρά φύσιν και (χωρίς να τίθεται θέμα σύγκρισης των ομάδων, των εποχών και της υφής των παικτών) μοιάζει με déjà vu από τα Ευρωμπάσκετ του 1999 και του 2001, όταν εκών-άκων ο Γιώργος Σιγάλας έγινε το πρώτο βιολί στην επίθεση...
«Εγώ τη δουλειά μου έκανα, ας όψονται οι ταλαντούχοι και οι χαρισματικοί που κρύβονται» είχε πει τότε ο «Ράμπο» και η ιστορία επαναλαμβάνεται όχι επειδή κρύβονται οι λεγάμενοι, αλλά διότι ο Ζήσης την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος έκανε 21 σουτ και έβαλε 35 πόντους στα τελευταία δυο ματς.
Το πρόβλημα δεν είναι η επιθετική υπερτροφία του Ζήση, αλλά το γεγονός ότι η ελληνική ομάδα (δεδομένης κιόλας της υποβάθμισης του ρόλου του Μπουρούση, με το σκεπτικό ότι είναι ευάλωτος στα pick `n' roll) βλέπει τη μεν επιθετική πολυφωνία της να βρίσκεται σε ... καταστολή, τη δε αμυντική πανοπλία της να βγάζει σκουριές.
Το ζήτημα της κατανομής των (διακριτών) ρόλων αποτελεί τη βασική προτεραιότητα του Τρινκιέρι, που (επειδή στην Ελλάδα ισοπεδώνονται τα πάντα και αποδομούνται οι πάντες) δεν μεταμορφώθηκε ξαφνικά από γίγας, μάγος και θεός σε άσχετο, τσαρλατάνο και παρλαπίπα!
Για τον Ιταλό και για κάθε (ημεδαπό ή αλλοδαπό) προπονητή η εθνική ομάδα της Ελλάδας συνιστά μια μεγάλη πρόκληση. Αμα τη εμφανίσει του στην Αθήνα, ο Αντρέα είχε δηλώσει πως «η πρώτη ελληνική λέξη που έμαθα ήταν η άμυνα».
Από τότε και επειδή είναι φιλομαθής και ρουφάει τα πάντα σαν σφουγγάρι, έμαθε και πολλές άλλες λέξεις, καλές και κακές. Ελπίζω μόνο ότι οι πολλές ύστερες λέξεις δεν θα `χουν καταπλακώσει την πρωταρχική και αρχής γενομένης από αύριο (κόντρα στην Ισπανία) η ελληνική ομάδα θα ανακτήσει το αμυντικό ελιξίριο και όλα τα συνεπαγόμενα του, διότι αλλιώς (μιας και το `φερε η κουβέντα στις πλακωμένες έννοιες και αξίες) θα χρειαστεί ένα συνεργείο διασωστών της ΕΜΑΚ για να μας περισυλλέξει από τα ερείπια!
Πηγή: Goal