Ο αψύς χαρακτήρας, ο νεανικός του ενθουσιασμός και η παθολογική αγάπη για τον Παναθηναϊκό συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που σφράγισε την παρθενική σεζόν του Δημήτρη Γιαννακόπουλου στο τιμόνι του μπασκετικού Παναθηναϊκού. Και μόνο ότι δεν φοβήθηκε να μπει μπροστά και να αναλάβει την κορυφαία ομάδα της Ευρώπης, μετά την απόφαση του πατέρα του, Παύλου, και του θείου του, Θανάση, να αποσυρθούν από το προσκήνιο, αποτελούν σαφείς ενδείξεις δυναμισμού, αυτοπεποίθησης και φιλοδοξίας.
Οι ενδείξεις γίνονται αποδείξεις, αν αναλογιστεί κανείς ότι για να προχωρήσει έπρεπε να πάει κόντρα στο ρεύμα.
Δεν είναι εύκολο να διαδεχθείς δύο μεγάλες πράσινες μορφές ακόμη κι αν είσαι… αίμα τους. Πόσο μάλλον όταν στο παρελθόν έχεις διαφοροποιηθεί εκούσια ή ακούσια.
Ο μονάκριβος γιος του Παύλου απασχόλησε τη δημοσιότητα σε δύο περιπτώσεις που δεν χαρακτηρίζονται εφαλτήρια δημοτικότητας.
•Τη μία, για το επεισόδιο που διαδραματίστηκε στη φυσούνα του ΟΑΚΑ με τον Κροάτη σέντερ της ομάδας μπάσκετ Ντίνο Ράτζα. Ηταν Μάρτιος του 1999, ύστερα από ένα ματς κανονικής περιόδου, στο οποίο ο Παναθηναϊκός είχε νικήσει τον Ολυμπιακό με 3 πόντους, αλλά δεν κάλυψε το -10 του α” γύρου, μένοντας δεύτερος στην κανονική περίοδο. Ο Ράτζα τού επιτέθηκε, υποστηρίζοντας λίγο αργότερα ότι άκουσε κάποιον να τον βρίζει και θόλωσε.
•Τη δεύτερη, όταν βγήκε ευθέως και απέδωσε ευθύνες για την αποτυχία του πολυμετοχικού σχήματος της ΠΑΕ στους Βγενόπουλο και Πατέρα, κατηγορώντας τους για αλαζονεία. Τότε και για μεγάλο διάστημα, οι σχέσεις του Δημήτρη Γιαννακόπουλου με τους οργανωμένους οπαδούς βρέθηκαν σε οριακό σημείο.
Μια άλλη δυσκολία που όφειλε να διαχειριστεί ήταν ότι υποχρεώθηκε να κινηθεί σε περιορισμένο οικονομικό ορίζοντα. Η εποχή τού «πόσα θέλεις; – πάρ” τα» είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Ο Ομπράντοβιτς αποφάσισε να μη συνεχίσει με τα νέα οικονομικά δεδομένα. Μαζί του και οι περισσότεροι παίκτες, των οποίων τα συμβόλαια τελείωναν το καλοκαίρι του 2012. Μόνον ο Διαμαντίδης και ο Τσαρτσαρής έμειναν για να θυμίζουν την ομάδα των Ευρωπαϊκών της Αθήνας, του Βερολίνου και της Βαρκελώνης. Επρεπε να χτίσει ομάδα από την αρχή και παράλληλα να νικήσει και τη δυσπιστία με την οποία τον αντιμετώπιζαν. Να πείσει όλους εκείνους που αμφέβαλαν ότι οι αποχωρήσεις ήταν προϊόν ειλημμένων αποφάσεων και δεν είχαν να κάνουν με τους δικούς του χειρισμούς.
Ο τρόπος που διοίκησε στην πορεία για την κατάκτηση του νταμπλ, απλά επιβεβαίωσε τα στοιχεία του χαρακτήρα του.
Παράλληλα φιλοτέχνησε ένα στιλ διοικητικού ηγέτη που συνδυάζει δύο μοντέλα: του μοντέρνου μεγαλοπαράγοντα και του κλασικού.
«Μοντέρνος», γιατί βασίστηκε σε νέα και νεαρά στελέχη χρησιμοποιώντας το Media Group που κατέχει για να βοηθήσει την επικοινωνία, το image του και το marketing. Πολλές φορές τα χρησιμοποίησε για να περάσει μηνύματα προς συμμάχους και αντιπάλους, αλλά και για να προωθήσει κινήσεις όπως το επιχειρηματικό άνοιγμα στην Κίνα.
«Κλασικός», επειδή πολλές φορές μεταχειρίστηκε παλιές (ή όχι και τόσο) μεθόδους, όπως τα… «ντου» στα αποδυτήρια των διαιτητών, σε απ” ευθείας αντιπαραθέσεις με αντιπάλους, ατζέντηδες και φορείς, στη λογική τού… «καλύτερα να σε φοβούνται παρά να σε λυπούνται». Είναι άλλωστε ίδιον των «κλασικών μεγαλοπαραγόντων» ότι τους αρέσει να συμμετέχουν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, στην προετοιμασία των μεγάλων αγώνων.
Αλλοτε παρορμητικά και άλλοτε ενσυνείδητα προκάλεσε εντάσεις, που οδήγησαν στην τιμωρία του ή στην τιμωρία του Παναθηναϊκού. Ο τρόπος που διαχειρίστηκε τον αποκλεισμό από την Μπαρτσελόνα στα πλέι οφ της Ευρωλίγκας, τον επιβάρυνε με μεγάλα πρόστιμα και με μια απ” ευθείας κόντρα με τον εκτελεστικό διευθυντή της διοργάνωσης, Τζόρντι Μπερτομέου. Χρειάστηκε διαφορετική προσέγγιση και χειρισμός, το περασμένο καλοκαίρι, για γίνει ανακωχή.
Πριν από τους τελικούς των πλέι οφ του περσινού πρωταθλήματος, κατάφερε να δημιουργήσει κλίμα αντιπερισπασμού για να παίξει με το μυαλό του Ολυμπιακού και να αμβλύνει το όποιο πλεονέκτημα έδειχνε να έχει ο αιώνιος αντίπαλος μετά την κατάκτηση της Ευρωλίγκας στο Λονδίνο. Ζήτησε ακόμη και ενισχυμένο ντόπινγκ κοντρόλ με εξετάσεις αίματος, σαφές υπονοούμενα για την επιτυχία των «ερυθρολεύκων».
Πολλές από τις δηλώσεις του σκόπευαν να εκνευρίσουν τον αντίπαλο, όπως εκείνη για τον Σπανούλη. Ο ίδιος ποτέ δεν αρνήθηκε ότι πριν από τον τελικό του Κυπέλλου, πάλι με τον Ολυμπιακό, είχε ποντάρει υπέρ της ομάδας του και κέρδισε ένα μεγάλο ποσό.
Από την άλλη, μέσα στην ομάδα, συμπεριφέρθηκε σαν πατέρας, ειδικά από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ιδέα αντικατάστασης του κόουτς Πεδουλάκη, μετά τα πρώτα άσχημα αποτελέσματα. Μαζί αποφάσισαν να κάνουν όλες τις απαραίτητες κινήσεις για να διορθώσουν την εικόνα. Και τα κατάφεραν. Ο ίδιος δεν δίστασε να ταξιδέψει μέχρι το Μιλάνο για να φέρει πίσω τον Αντώνη Φώτση στη μέση της περιόδου, τότε που φάνηκε ότι η Αρμάνι ήταν διατεθειμένη να τον αφήσει να φύγει. Με τον Μπατίστ είχε προετοιμάσει το έδαφος της επιστροφής του.
Κι όταν ήρθε η στιγμή της ανταμοιβής (απονομή για τον τίτλο) κάλεσε την ξαδέλφη του την Κατερίνα, την κόρη του Θανάση, τον οποίο κάποια στιγμή είχε κατηγορήσει με τη φράση «με πρόδωσε το ίδιο μου το αίμα», για να μοιραστούν τη χαρά και να επιβεβαιώσουν ότι η οικογένεια παραμένει ενωμένη και κυρίως στο πλευρό του Παναθηναϊκού.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών