«Σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει» λέει μια παροιμία που επιβεβαιώθηκε μα πανηγυρικό τρόπο στην περίπτωση του Ολυμπιακού: βεβαίως, για να είμαι ειλικρινής η επίκληση της αδικεί κατάφωρα και τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και τον Γιώργο Μπαρτζώκα, οι οποίοι οδήγησαν τρεις φορές τους «ερυθρόλευκους» στον θρόνο της Ευρωλίγκας, αλλά σε αυτή τη ρουφιάνα τη ζωή δεν μπορείς να τα 'χεις μονά-ζυγά δικά σου, χώρια που η Ιστορία οφείλει μια δικαίωση στους φέροντες αυτό το όνομα, κανονικό ή υποκοριστικό!
Στα τέσσερα από τα προηγούμενα οκτώ Φάιναλ Φορ, ο Ολυμπιακός ταξίδεψε με έναν Γιάννη (Ιωαννίδη) κι έναν... Γιαννάκη (Παναγιώτης), αλλά δεν του έκατσε! Αυτό που δεν κατάφερε το 1994 στο Τελ Αβίβ και το 1995 στη Σαραγόσα με τον «Ξανθό» το πέτυχε το 1997 με τον Ντούντα που τον οδήγησε και το 1999 στο Μόναχο, για να ακολουθήσει μια δεκαετής περίοδος νηστείας και προσευχής!
Στα χέρια του «Δράκου» ο Ολυμπιακός έγινε και πάλι μέτοχος των Φάιναλ Φορ (το 2009 στο Βερολίνο και το 2010 στο Παρίσι), ωστόσο το πεπρωμένο του έγραφε ότι θα ανέβαινε και πάλι στην κορυφή με οδηγό τον Ίβκοβιτς (Κωνσταντινούπολη, 2012) και θα πετύχαινε το συναρπαστικό «repeat» την επόμενη χρονιά με τον Μπαρτζώκα στο Λονδίνο...
Ακολούθησε ο περυσινός αποκλεισμός του στα πλέι οφς από τη Ρεάλ Μαδρίτης και ενώ ο Μπαρτζώκας φιλοδοξούσε να διανύσει το δρόμο προς τη Μαδρίτη, είδε το όνειρο του να χάνεται μαζί με τη δουλειά του, από εκείνο το κάρφωμα του Εστεμπάν Μπατίστα στον πρώτο επίσημο αγώνα της χρονιάς!
Αν και τον τελευταίο καιρό έχω μιλήσει μια δυο φορές με τον Μπαρτζώκα, δεν τόλμησα να τον ρωτήσω επί τούτου, αφενός διότι θα τον έφερνα σε δύσκολη θέση και αφετέρου διότι θα συνιστούσε unfair προς τον διάδοχό του: με τρώει δηλαδή η αγωνία να μάθω την άποψη του (ούτως ή άλλως δεδηλωμένου φιλάθλου της ομάδας) Γιώργου για την εφετινή πορεία του Ολυμπιακού, αλλά την ίδια στιγμή θα ήθελα να ξέρω και τι πρεσβεύει ο Σφαιρόπουλος για την κληρονομιά που του άφησε ο προκάτοχος του...
Η περιέργεια μου είναι δικαιολογημένη και για ιστορικούς, αρχειακούς και συν τοις άλλοις ευτράπελους λόγους, που ανάγονται στις αντίστοιχες μέρες του 1997, του 1998 και του 1999. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι το βράδυ της 24ης Απριλίου του 1997 που ο Ολυμπιακός στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτωρ, αυτός που την πλήρωσε στους σκοτεινούς δρόμους του Παλαιού Φαλήρου ήταν ο συχωρεμένος...σκύλος του Γιάννη ο Άρης!
Υπάρχει και δεύτερος αστικός μύθος, που αναφέρει πώς όταν ο Ολυμπιακός απέτυχε να προκριθεί στο Φάιναλ Φορ της Βαρκελώνης (στον τελικό του οποίου, παρεμπιπτόντως οδήγησε ο Ιωαννίδης την ΑΕΚ) αλλά και την επόμενη χρονιά, που γνώρισε δύο ήττες στο Μόναχο, ο «Ξανθός» συνόψισε και συμπύκνωσε, λέει, την κακία του σε ένα λακωνικό σχόλιο σε στενό κύκλο...
«Με τη δική μου ομάδα πήρε και τα τρία, αλλά με τη δική του ομάδα πήρε από τα τρία να μην πω τι...»!
Εδώ οφείλω να ανοίξω μια μικρή παρένθεση για να επισημάνω ότι οι σχέσεις του Ιωαννίδη με τον Ίβκοβιτς ανέκαθεν είχαν τον χαρακτήρα της λυκοφιλίας, ενώ η μοίρα τους έφερε να διαδεχτούν τρεις φορές ο ένας τον άλλον...
Ο Ντούντα ανέλαβε τον Αρη το 1980, έναν χρόνο αφότου ο Ιωαννίδης τον είχε οδηγήσει στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και έμεινε έως το 1982, όταν επέστρεψε καβάλα σε άσπρο άλογο ο «Ξανθός», για τον οποίο στα στέκια της Θεσσαλονίκης λεγόταν τότε πως «είναι καλός προπονητής όταν δουλεύει και πολύ καλύτερος όταν δεν δουλεύει και σκάβει τον λάκκο σε αυτούς που δουλεύουν»!
Τη χρονιά που ο Ιωαννίδης δεν δούλεψε στην Α' Εθνική, αλλά πήγε στη Λάρισα και την ανέβασε από τη Β' Εθνική, ο Άρης κόντεψε να διαλυθεί από τους πλακωμούς του Ντούντα με τον Νίκο Γκάλη και με τον Χάρη Παπαγεωργίου και το καλοκαίρι του '82 κλήθηκε κατεπειγόντως να αναστηλώσει την αγαπημένη ομάδα του, όπερ και εγένετο με αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της «αυτοκρατορίας»...
Η δεύτερη διαδικασία διαδοχής έγινε το καλοκαίρι του 1996, όταν ο Ιβκοβιτς άφησε τον Πανιώνιο για να διαδεχθεί τον Ιωαννίδη (που δήλωνε «ορφανός» και συνάμα έκανε λάβαρο του τον ψυχισμό του Πατ Ράιλι) στην τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού, ενώ η τρίτη τελετή παράδοσης-παραλαβής συντελέστηκε τον Ιούνιο του 1999, με τον Σωκράτη Κόκκαλη να ανοίγει την αγκαλιά του στα γραφεία της Intracom και να φωνάζει εις επήκοον των δημοσιογράφων, «έλα ρε Γιάνναρε να ξαναφτιάξουμε την ομαδάρα»!
Το ξαναζεσταμένο φαγητό κρύωσε γρήγορα, το σπασμένο τζάμι δεν κολλάει ποτέ και μετά από έναν χρόνο, ο Ιωαννίδης αποχώρησε από τον Ολυμπιακό αφήνοντας τη θέση του στον Ηλία Ζούρο...
Η εφετινή αλλαγή σκυτάλης στον Ολυμπιακό συντελέστηκε μεσούσης της σεζόν και (με εξαίρεση τη μεταγραφή του Μιχάλη Τσαϊρέλη που τέθηκε κιόλας αμέσως νοκ άουτ) ο Σφαιρόπουλος έχει στη διάθεση του την ομάδα την οποία «έκτισε» ο Μπαρτζώκας, αλλά την διαχειρίστηκε σε πολύ περισσότερα επίσημα ματς-ως υπηρεσιακός προπονητής- ο Μίλαν Τόμιτς.
Ιδέα του Μπαρτζώκα ήταν να συνταιριάξει δυο ψηλούς ίδιας κοπής και στιλ (τον παραμένοντα από πέρυσι Ντάνστον με τον νεόκοπο Χάντερ), εκείνος όταν είδε και απόειδε με τους χαμένους στόχους εμπιστεύθηκε τον Λαφαγέτ, ελόγου του διάλεξε για συγκεκριμένες δουλειές τον Ντάρντεν. Δεν ξέρω εάν στις πρώτες, αλλά και στις μεταγενέστερες κουβέντες του με τον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο, ο Σφαιρόπουλος έθεσε ποτέ ζήτημα αλλαγών, αλλά σε κάθε περίπτωση πορεύεται με την ίδια ομάδα (συν τον επανακάμψαντα από τον τραυματισμό του Παπαπέτρου) στην οποία ωστόσο έβαλε τα στοιχεία της δικής του φιλοσοφίας, με κύρια έμφαση στον τρόπο του αμύνεσθαι.
Δεν έχω σκοπό να βάλω στη ζυγαριά τον Μπαρτζώκα και τον Σφαιρόπουλο, απλώς πέραν του γεγονότος ότι ο ένας διαδέχθηκε τον άλλον (με «γέφυρα» τον Τόμιτς), έχουν αρκετά κοινά στοιχεία: είναι σχεδόν συνομήλικοι (με τον Γιώργο να περνάει τον Γιάννη δυο χρόνια) και αμφότεροι ανδρώθηκαν ως ασίσταντ μέχρι τη στιγμή που πήραν την ευκαιρία της ζωής τους και έκριναν ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να κάνουν σόλο καριέρα: ο μεν Μπαρτζώκας ήταν μια φαεινή, αλλά κατά βάση ριψοκίνδυνη ιδέα του Γιώργου Μαλάκου ο οποίος τον πήρε από δεύτερο βοηθό του Γιαννάκη και μέχρι πρότινος διευθυντή του γηπέδου του Αγίου Θωμά, στο Μαρούσι και του εμπιστεύθηκε τις τύχες της Ολύμπιας Λάρισας, ο δε Σφαιρόπουλος φαινόταν να συμβιβάζεται ως συνεργάτης των προπονητών του Ολυμπιακού (επί Καζλάουσκας, Γκέρσον, Γιαννάκη) μέχρι τη στιγμή που έπιασε στον αέρα το γάντι του Κολοσσού Ρόδου.
Τα τρία χρόνια στο «νησί των ιπποτών» τον καταξίωσαν ως head coach και απέδειξε με τη δουλειά και τα αποτελέσματα του ότι είχε όλα τα φόντα να γίνει αφεντικό, αλλά ξαναγύρισε για μια σεζόν στη δούλεψη του Καζλάουσκας και είδε τον ουρανό σφοντύλι με το πεταχτάρι του Πρίντεζη στον τελικό της Πόλης. Μετά από επτά μήνες διαδέχθηκε τον Σκουρτόπουλο στον πάγκο του Πανιωνίου και τώρα πλέον ιντριγκάρεται από τον τίτλο του περίφημου μυθιστορήματος που έγραψε το 1888 ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ...
Το «the man who would be king» όντως συνιστά μια πολύ ανατρεπτική εξέλιξη στην εκ πρώτης όψεως πολύ ήρεμη, κανονική και ίσως προβλέψιμη ζωή του: δεν ξέρω εάν στις 15 και στις 17 Μαΐου στη Μαδρίτη (που ούτως ή άλλως είναι η έδρα ενός γαλαζοαίματου οίκου) ο Σφαιρόπουλος θα γίνει βασιλιάς, σίγουρα πάντως θα βάζει τα γέλια με τον εαυτό του και με το πως του τα 'φερε η ζωή...
Κοντεύει να γίνει βασιλιάς, ένας πολύ σεμνός, εξόχως μετρημένος, εργασιομανής, αφοσιωμένος στη δουλειά του και μέχρι πρότινος ξύλινος στον λόγο του άνθρωπος, ο οποίος όντας νεαρός το μόνο που φιλοδοξούσε ήταν να γίνει... οδοντίατρος και να διαδεχθεί τον πατέρα του!
Βεβαίως όπως έχω ξαναγράψει εδώ στις 5 του περασμένου Νοεμβρίου του 2014, όταν ο Γιάννης ανέλαβε το πηδάλιο του Ολυμπιακού, ο πατέρας του Σάββας Σφαιρόπουλος, εκτός από σπουδαίος οδοντίατρος, υπήρξε και ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που ο Απόλλων Καλαμαριάς. Ένας επιτελικός χαφ, που ωστόσο φορούσε τη φανέλα με το Νο 6, έπαιξε στα πρώτα δυο πρωταθλήματα της νεοπαγούς Α' Εθνικής (26 αγώνες, τρία γκολ) και στις αρχές της δεκαετίας του '60, μπήκε στο μάτι του Ολυμπιακού και κατηφόρισε στον Πειραιά, όπως και δυο συμπαίκτες του, ο Παράσχος Αυγητίδης και ο Παναγιώτης Κυπριανίδης. Εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να επιστρέψει στην κορυφή μετά την κατάκτηση των έξι σερί πρωταθλημάτων (που του έδωσαν το προσωνύμιο «θρύλος» και αργότερα έμελλε να δημιουργήσουν την «ψύχωση» του Σωκράτη Κόκκαλη για το περιλάλητο «έβδομο»), αλλά δεν ήταν γραφτό του Σφαιρόπουλου να συμπράξει επί πολύ σε αυτή την επιχείρηση. Είχε ήδη πατήσει τα είκοσι έξι χρόνια του, είχε πάρει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο και έναν χρόνο μετά τη μεταγραφή του αποφάσισε να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανοίξει οδοντιατρείο στην Καλαμαριά!
Ο Γιάννης κυνήγησε δυο χρονιές, μέσω της δεύτερης δέσμης, το όνειρο του, ώστε να ικανοποιήσει και την επιθυμία του πατέρα του, αλλά αστόχησε! Την πρώτη φορά πέρασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα της Ρόδου και τη δεύτερη στα ΤΕΦΑΑ, οπότε πήρε με βαριά καρδιά την απόφαση να ξεχάσει τα σφραγίσματα, τις εξαγωγές και τις απονευρώσεις και να αφοσιωθεί στο μπάσκετ, που ήταν κιόλας η αδυναμία του: ως παίκτης ήταν μετρίως μέτριος, αλλά ήδη από τα μικράτα του είχε ασχοληθεί με την προπονητική στον Απόλλωνα Καλαμαριάς και από τη στιγμή που η Οδοντιατρική τον έστησε στα δυο ραντεβού τους, τη σιχτίρισε λέγοντας «δεν με θέλεις, να κι εγώ»!
Ο νυν προπονητής του Ολυμπιακού ήταν ένα ζωηρό, υπερκινητικό και άτακτο παιδί που δεν ορρωδούσε προ ουδενός! Οι συμμαθητές και οι φίλοι του στο «Νέο Σχολείο» και στο 1ο Γυμνάσιο και Λύκειο Καλαμαριάς τον θυμούνται να... χτυπάει και γενικώς να «σκίζεται» για να νικήσει στα διάφορα παιχνίδια (από το ποδόσφαιρο στην αλάνα μέχρι το subbuteo) ωστόσο, όπως συνήθως συμβαίνει με αυτά τα παιδιά, προϊόντος του χρόνου, ηρέμησε!
Ως προπονητής της ομάδας μίνι του Απόλλωνα Καλαμαριάς, ο Γιάννης είδε με ικανοποίηση την ΕΚΑΣΘ να υιοθετεί την πρόταση του να καταργηθούν οι βαθμολογίες στα πρωταθλήματα αυτής της ηλικίας, ώστε να μην ωθούνται τα παιδιά και οι γονείς τους σε πράξεις βίας, που είχαν οδηγήσει σε σοβαρά επεισόδια και σε διακοπή ένα ντέρμπι Αρης- ΠΑΟΚ!
Λάτρης των παλιών γουέστερν και των ταινιών του Ιντιάνα Τζόουνς με τον Χάρισον Φορντ, ο Σφαιρόπουλος αναδείχθηκε προπονητικά στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, περνώντας μάλιστα από όλες τις βαθμίδες, μηδέ της ομάδας γυναικών εξαιρουμένης, η οποία υπήρξε πρωταθλήτρια Ελλάδος. Σε μια δύσκολη φάση που διάνυε κάποτε, η διοίκηση ανέθεσε την τεχνική ηγεσία της στον παλαίμαχο διεθνή παίκτη του Απόλλωνα και αργότερα του Άρη (με τον οποίο αναδείχθηκε πρωταθλητής τη σεζόν 1978-79) Σταύρο Χωλόπουλο. Αυτός επέλεξε τον Γιάννη ως συνεργάτη του και η ομάδα επί των ημερών τους πέτυχε έξι σερί νίκες και προκρίθηκε στο Κύπελλο Ρονκέτι!
Ήταν τότε που ο Γιάννης βρέθηκε αντιμέτωπος τόσο με το παρελθόν του, όσο και με το μέλλον του: με το παρελθόν του διότι ο Χωλόπουλος ήταν οδοντίατρος και με το μέλλον του, διότι στην ομάδα του Απόλλωνα εκείνη την εποχή αγωνιζόταν η Μαρία Σακάρογλου με την οποία ο Σφαιρόπουλος ήδη είχε δεσμό και αργότερα παντρεύτηκαν και έχουν δυο παιδιά, τον δεκαεπτάχρονο Σάββα και τον δωδεκάχρονο Ανέστη.
Όντας τέρας διακριτικότητας πάντως και πολύ «καθώς πρέπει» ο Σφαιρόπουλος κράταγε τους τύπους και όσο καιρό έμεινε σε αυτή τη θέση δεν έδωσε ποτέ και κανένα δικαίωμα στον οποιονδήποτε να θεωρήσει ότι λόγω του... «je t' aime» που υπήρχε στους κόλπους της ομάδας, η Μαρία ετύγχανε προνομιακής μεταχείρισης!
Από την εποχή της ανωνυμίας και της αθωότητας ο Γιάννης έχει κρατήσει τους παλιούς πιστούς φίλους του δυο εκ των οποίων είναι οι κολλητοί του: ο διαπρεπής γναθοχειρουργός (άντε πάλι με την οδοντιατρική!) και κουμπάρος του Σταύρος Τομπρής και ο Δημήτρης Πολυχρονίδης.
Τότε ο Σφαιρόπουλος ήταν απλά ο Γιάννης, αργότερα (μετά τον ΠΑΟΚ) στον Ολυμπιακό με νονό τον μάνατζερ της ομάδας Σταύρο Ελληνιάδη έγινε ο «Coach Bullet» και ο «Μελαχρινός», δίκην αντιπαραβολής με τον «Ξανθό» Γιάννη Ιωαννίδη του οποίου διετέλεσε συνεργάτης στην Εθνική ομάδα και δεν κρύβει ότι επηρεάσθηκε σε μεγάλο βαθμό από το δόγμα του.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, οφείλω να διευκρινίσω τι εννοούσα προηγουμένως στην επισήμανση μου περί ενός μέχρι πρότινος «ξύλινου» στο λόγο του προπονητή. Του το είχαμε πει κιόλας με τον Ρήγα Δάρδαλη πέρυσι που ως προπονητής του Πανιωνίου ήταν καλεσμένος στο «Pick N' Roll» του ΟΤΕ ΤV, αλλά, όπως λέει και μια παροιμία, «το γέρικο σκυλί δεν μαθαίνει καινούργια κόλπα»...
Έλα όμως που την περασμένη Πέμπτη το βράδυ, κάτι η συγκίνηση από την πρόκριση, κάτι το θρίλερ της τελευταίας φάσης με τον Πρίντεζη, έκαναν τη γλώσσα του να λυθεί για πρώτη φορά! Το γράφω αυτό διότι η αναφορά του (στη συνέντευξη Τύπου μετά τον τέταρτο αγώνα με την Μπαρτσελόνα) στην τακτική της υποχώρησης και της αντεπίθεσης που ακολούθησε εφέτος ο Ολυμπιακός, βαδίζοντας στα χνάρια των Ρώσων όταν αντιμετώπιζαν τον Ναπολέοντα (!) υπήρξε όντως πολύ καλή για να 'ναι Σφαιροπουλική!
Μολονότι η δουλειά του είναι να προπονεί, να κοουτσάρει και να νικά και όχι να κάνει ωραίες και πιασάρικες δηλώσεις, μπορεί τώρα που πήρε το «κολάι» να το εκμεταλλευθεί, άλλωστε το Φάιναλ Φορ προσφέρεται για τέτοιες. Πολλώ δε μάλλον προσφέρεται ο ημιτελικός με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, που μπορεί να του δώσει κι άλλη έμπνευση από την Ιστορία, είτε από την εποχή του Βοναπάρτη, είτε από τον ρώσικο χειμώνα των Γερμανών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και το Στάλινγκραντ!
Από μια τέτοια δήλωση άλλωστε η μπασκετική πιάτσα αγάπησε τον Βενσάν Κολέ που λίγο έλειψε κιόλας να διαδεχθεί τον Μπαρτζώκα στον Ολυμπιακό και να φάει τη δουλειά από τον Σφαιρόπουλο: ανήμερα του αγώνα με την Ισπανία στις 10 του περασμένου Σεπτεμβρίου στη Μαδρίτη, ο προπονητής της Εθνικής Γαλλίας είχε πει με την απαραίτητη δόση αλληγορίας, ότι «θα τα καταφέρουμε, διότι ξύπνησα το πρωί κι από το παράθυρο του δωματίου μου στο ξενοδοχείο είδα τον ήλιο του Αουστερλιτς»!
Ως γνωστόν στη μάχη της 2ας Δεκεμβρίου του 1805 στο Αούστερλιτς, που τώρα υπάγεται στη Σλοβακία, ο Ναπολέων με ένα ευφυέστατο στρατήγημα προτού δύσει ο ήλιος (εξ ου και η παροιμιώδης έκφραση) τσάκισε τους Ρώσους και τους Αυστριακούς και εδραίωσε την κυριαρχία του στην Κεντρική Ευρώπη.
· ΥΓ: Αν και είναι άσχετο, υποκύπτω στον πειρασμό να συμπληρώσω ότι εκτός από τον περιβόητο επινίκιο λόγο που εκφώνησε προς τους στρατιώτες του μετά τον θρίαμβο στο Αούστερλιτς, (θρυλείται ότι) έστειλε κιόλας το εξής λιτό γραπτό μήνυμα στη γυναίκα του, Ιωσηφίνα: «Μην πλυθείς. Νίκησα και έρχομαι»!!!
Πηγή: gazzetta.gr