Η γαλάζια καριέρα του Βασίλη Σπανούλη ξεκίνησε στις 4 Ιανουαρίου 1999, σε ένα τουρνουά Παίδων, στην ιταλική πόλη Βέρσελι, με αντίπαλο τους οικοδεσπότες.

Είχε προπονητή τον Θανάση Παπαδημητρίου και συμπαίκτες που έκαναν μέτρια καριέρα ή εξαφανίστηκαν: Π.Δορκοφίκης, Χ.Μαρκόπουλος, Δ.Μισιακός, Χρ.Ταπούτος, Ν.Ανδρίτσος, Στ.Τελούδης, Δ.Μπονίκος, Β.Μπαρδάκος, Θ.Γεωργίτσης, Σ.Γεωργιάδης, Μ.Παραγιός.

Αυτοί οι παράξενοι έντεκα είχαν δίπλα τους έναν μελλοντικό κολοσσό του ευρωπαϊκού μπάσκετ και δεν το γνώριζαν.

Δεκάξι χρόνια αργότερα, σχεδόν δεκαεπτά, η σταδιοδρομία του Βασίλη Σπανούλη στην Εθνική ομάδα ολοκληρώθηκε ευδοκίμως, κάτω από τα λαμπερά φώτα ενός Ευρωμπάσκετ, έστω στον αγώνα για την 5η θέση. Μακάρι να ήμασταν 5οι και το 1999...

Η κληρονομιά του αποτελείται από ένα παγκόσμιο (ασημένιο) μετάλλιο, δύο (χρυσό και χάλκινο) ευρωπαϊκά, δύο 5ες θέσεις σε Ολυμπιακούς Αγώνες, 145 συμμετοχές στην Ανδρών με μέσο όρο 10,2 πόντους, 65 συμμετοχές στις μικρότερες Εθνικές ομάδες (και ένα χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία των Νέων το 2002), δεκαπέντε καλοκαίρια γεμάτα αίμα, δάκρυα και ιδρώτα.

Δάκρυα χαράς όπως το 2005, το 2006, το 2009. Δάκρυα απογοήτευσης, όπως το 2012 και το 2013. Δάκρυα πίκρας, όπως το 2008 στο Πεκίνο. Δάκρυα αδικίας, όπως το 2007 στη Μαδρίτη. Δάκρυα συγκίνησης, όπως σήμερα στη Λιλ.

Διακόσιες δέκα εμφανίσεις με τα μπλε. Δύο χιλιάδες τριακόσιοι έξι πόντοι. Αμέτρητες διακρίσεις. Αναμφισβήτητη αυταπάρνηση, σιδερένια θέληση και αδιαπραγμάτευτα ηγετική παρουσία.

Εκατομμύρια εργατοώρες, για να γίνει αυτός ο συνηθισμένος άνθρωπος με το κανονικό κορμί σούπερ σταρ και παράδειγμα προς μίμηση. Το ελληνικό μπάσκετ του οφείλει βαθιά υπόκλιση και απέραντη ευγνωμοσύνη.

Ας μην προσθέσουμε ακόμη στην εξίσωση την ολόλαμπρη καριέρα του στον Παναθηναϊκό και στον Ολυμπιακό…

Για μένα, που έχω την Εθνική ομάδα κορώνα στο κεφάλι μου από τότε που με μέθυσαν χωρίς αλκοόλ ο Γκάλης με τον Γιαννάκη, η πιο ισχυρή εικόνα της καριέρας του Σπανούλη στην Εθνική θα είναι η τελευταία.

Όταν ο Βασίλης ήταν στα ντουζένια του, έκανε σκόνη τους Αμερικανούς και βοήθησε ώστε να ζήσουμε την ωραιότερη νύχτα της ζωής μας.

Αλλά αυτό ήταν το εύκολο. Το κορμί του ήταν 24 ετών, το ταλέντο του ασυγκράτητο και η φλόγα του γιγάντιο πλεονέκτημα απέναντι στους αντιπάλους του.

Το δύσκολο δεν ήταν το 2006, αλλά το 2015. Ο Σπανούλης δεν είχε λόγο να τρέχει στο Ζάγκρεμπ και στη Λιλ στα 33 του χρόνια, ούτε να ξεσπιτώσει μία οκταμελή οικογένεια για το χατίρι της Εθνικής ομάδας.

Είχε ισχυρότατο άλλοθι για να καθίσει στο σπίτι του στον Πειραιά, μαζί με την Ολυμπία, με τη νεογέννητη κόρη και με τα τρία αγόρια. Έτσι θα είχε την πίτα ολόκληρη και το σκυλί χορτάτο.

Όμως, όχι. Αυτός το παράτησε όλα και φόρεσε για άλλο ένα καλοκαίρι τα μπλε, αδιαφορώντας για τη συσσωρευμένη κόπωση και για τον δύσκολο χειμώνα που ακολουθεί.

Στο μυαλό του, η Εθνική ομάδα είναι πάνω από τον Ολυμπιακό, όπως ήταν πάνω και από τον Παναθηναϊκό. Όπως θα έπρεπε να είναι για όλους. Έστω, χωρίς υλικό όφελος. Με βαριές θυσίες.

Τέσσερα μικρά παιδιά, μία σύζυγος λεχώνα και δύο τροφοί ταξίδεψαν στην Κροατία και στη Γαλλία για να υποστηρίξουν τον πάτερ φαμίλια, για να τον υποστηρίξουν και για να μοιραστούν τα συναισθήματά του.

Δεν ήταν γραφτό να ολοκληρωθεί το ταξίδι με πλατύ χαμόγελο, όπως τόσα και τόσα στο παρελθόν.

Αλλά το αλμυρό δάκρυ της συγκίνησης, αυτό που μετά βίας κρατήθηκε στη θέση του όταν οι τρεις σωματοφύλακες άκουσαν τον εθνικό ύμνο αγκαλιασμένοι για τελευταία φορά, ήταν απόψε το άλας όλης της γης.

Εμείς οι τυχεροί, που ζήσαμε και γνωρίσαμε τη χρυσή γενιά των Παπαλουκά, Διαμαντίδη, Ζήση και Σπανούλη, αποχαιρετίσαμε έναν ακόμη από τους πρωταγωνιστές της με μία βαθιά υπόκλιση.

Σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου του 2015, ημέρα σοφίας, ελπίδος, αγάπης και πίστεως. Ο Βασίλης Σπανούλης και οι συνοδοιπόροι του μας τα χάρισαν απλόχερα και τα τέσσερα.

Πηγή: gazzetta.gr