Εφτασε το πλήρωμα του χρόνου λοιπόν (και) για τον Σπανούλη, που φύλαξε εθνική σκοπιά από τις 6 Ιουλίου του 2004 (στο Μπόρμιο, με αντίπαλο τη Σερβία) και χθες κατέβηκε από τη σκηνή με ένα σφίξιμο στην καρδιά: δεν είναι μονάχα η συγκίνηση που προκαλεί το τέλος μιας σπουδαίας -και πέραν πάσης (δικής του) φαντασίας- διαδρομής αλλά και η ατελέσφορη τελευταία αποστολή του, εδώ στη Λιλ. Δεν ξέρω εάν θα τον στοιχειώνει, αλλά προφανώς το (προαποφασισμένο πριν από την έναρξη του Ευρωμπάσκετ) «αντίο» θα προτιμούσε να το πει την Κυριακή πάνω στο βάθρο και με ένα μετάλλιο κρεμασμένο στον λαιμό του και όχι τρεις μέρες νωρίτερα, παρέα με τον πόνο του(ς) για την ατελέσφορη αποστολή και το ανεκπλήρωτο απωθημένο...
Πριν από τρία χρόνια στο Καράκας (μετά το Προολυμπιακό Τουρνουά), ο Σπανούλης μου είχε εξομολογηθεί ότι «εγώ είμαι σαν τον... Καραγκούνη και εφόσον καλούμαι, θα παίζω στην Εθνική μέχρι τα σαράντα μου»: τρία χρόνια αργότερα τον εγκαλώ, διότι μου είπε ψέματα, αλλά σπολλάτη του!
Θα ήταν ματαιοπονία να επιχειρήσω να ανατρέξω στην καριέρα του Μπίλη με τη φανέλα που φέρει το εθνόσημο και την πρωτοφόρεσε, όντας παιδί 16 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1999, στο Βέρσελι της Ιταλίας. Μετά από 16 χρόνια ο ίδιος έκρινε ότι αυτός ο κύκλος πρέπει να κλείσει και μπορεί να μην αξιώθηκε να αποστρατευθεί φορώντας ένα τελευταίο παράσημο στην πλουμιστή από γαλόνια στολή του, αλλά θαρρώ πως δεν θα ξεχάσει ποτέ την περιρρέουσα ατμόσφαιρα: τη δική του συγκίνηση, τα δάκρυα των συμπαικτών του και κυρίως το βλέμμα των τεσσάρων παιδιών που περιστοίχιζαν τη γυναίκα του στην... οικογενειακή εξέδρα της Εθνικής στο «Grand Stade Pierre Mauroy».
Είναι ματαιοπονία επίσης να προσπαθήσω να αποδώσω το μεγαλείο του ανδρός ή το τι χάνει με την αποχώρησή του η Εθνική, που είναι πλέον υποχρεωμένη να αναζητήσει το υποκατάστατο της ηγετικής φυσιογνωμίας, το φονικό ένστικτό του και όλα τα συμπαρομαρτούντα...
Αλλά, διάβολε, «the show must go on», όπως άλλωστε συνεχίσθηκε κάθε φορά που αποσυρόταν ένας από τους μεγάλους σταρ της Εθνικής και άφηνε πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό...
Το 1987, όπου ο Μισέλ Πλατινί αποσύρθηκε από την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 32 ετών, είχε πει μια μεγάλη κουβέντα, που νομίζω πως αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο αλλά και ένα σοβαρό επιχείρημα όλων των αθλητών: «Είναι προτιμότερο να σε ρωτούν γιατί σταμάτησες, παρά γιατί συνεχίζεις»! Βεβαίως ο Σπανούλης δεν κινδύνευε να δεχτεί μια τέτοια ερώτηση, άλλωστε αποσύρεται μόνο από την Εθνική και παραμένει στο μετερίζι του στον Ολυμπιακό.
Σε τέτοιες περιπτώσεις μονάχα ο ίδιος ο αθλητής γνωρίζει για ποιους συγκεκριμένους λόγους παίρνει μια τόσο σοβαρή απόφαση και δεν χρειάζεται να λογοδοτήσει σε κανέναν: ο Βασίλης, όπως άφησε να εννοηθεί, πήρε αυτήν την εντολή από το σώμα του και δεν την αψήφησε...
Οσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, την ώρα που ο Σπανούλης κατέβηκε από τη σκηνή, μετά την τελευταία παράσταση και το οφειλόμενο «encore», όλη η ελληνική μπασκετική φυλή στοιχήθηκε νοερά γύρω του και τον ευχαρίστησε για όλα: για το πάθος, για την αποφασιστικότητα, για την αφοσίωση, για την αυταπάρνηση, για το παράδειγμα στους νεότερους, για τα μετάλλια, αλλά κυρίως για τις υπέροχες αναμνήσεις και για τις μαγικές στιγμές που μοιραστήκαμε μαζί του και μένουν ανεξίτηλες στο κάδρο της ζωής μας...
ΥΓ.: Τον ευχαριστούμε επίσης συλλήβδην και για τα... δάκρυα που αυλάκωσαν τα μάγουλά του και μας τα άφησε κι αυτά σαν ανεκτίμητη κληρονομιά...
Πηγή: sentragoal.gr/ Goal