Γελώ μόνος μου αυτή τη στιγμή, διότι θαρρώ πως ο μόνος μαύρος που άφησα έξω από τον πρόλογο είναι ο μαύρος ... Πιτ, αλλά ελόγου του προέρχεται από άλλο ανέκδοτο και δεν ταιριάζει στην περίσταση.
Αντιθέτως στην περίσταση του καινούργιου Παναθηναϊκού που παρά το γεγονός ότι ακόμη βρίσκεται σε φάση “under construction” τα καταφέρνει μια χαρά, ταιριάζει ο παλιός... Ολυμπιακός: για την ακρίβεια, ο Ολυμπιακός του 2012, εξ ου και η αναγωγή στους άσπρους που απέκτησαν τη μαύρη εκδοχή τους!
Εδώ οφείλω να ευχαριστήσω τον Βαγγέλη Αγγέλου, που μου έδωσε την ιδέα με μια από τις πολλές ξεχωριστές ατάκες του: ήταν τέτοιες μέρες του 2012 όταν τον φιλοξένησα στο ραδιόφωνο του “Sentra 103.3” και ξαφνικά εκεί που σκιαγραφούσε το προφίλ του Ολυμπιακού ο οποίος είχε αρχίσει να ανακατασκευάζεται (για να φτάσει εντέλει στο θρόνο της Ευρωλίγκας και του ελληνικού πρωταθλήματος) μου πέταξε κάτι για “μαύρο Σπανούλη”!
“Μαύρος Σπανούλης;” απόρησα.
“Ναι, μαύρος Σπανούλης. Αυτός είναι ο Είσι Λο. Ενας μαύρος Σπανούλης!” εξήγησε ο Αγγέλου και μου έλυσε την απορία...
Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ολυμπιακός προφανώς δεν αναζητούσε έναν καινούργιο μαύρο Σπανούλη, όταν κουβάλαγε από την Τραπεζούντα τον Ντάρους Τζόνσον - Οντομ και παρεμπιπτόντως νομίζω πως ούτε ο Χακίμ Γουόρικ περνιέται για νέος Πατ Γιανγκ. Στον αντίποδα ο Παναθηναϊκός που προέβη σε μια πολύ εντυπωσιακή αναδόμηση, με την απόκτηση τριών παικτών, ευελπιστεί πως ο Μαρκίζ Χέινς και ο Ελιοτ Γουίλιαμς θα γίνουν εάν όχι οι μαύρες εκδοχές (που είναι κομματάκι δύσκολο) τουλάχιστον τα μαύρα υποκατάστατα του Διαμαντίδη, του Καλάθη και του Φελντίν...
Είναι άλλο πράγμα για τον Τζόρτζεβιτς να έχει τρεις γκαρντ οι οποίοι στην πορεία (με την επιστροφή του Μποχωρίδη) έγιναν πέντε για να μειωθούν (με την προσωρινή “απέλαση”του Παππά) σε τέσσερις και άλλο να μοστράρει έξι που μπορούν κατά μόνας, ανά ζεύγη και σε τριάδες να κάνουν όλες τις δουλειές: να σκοράρουν, να δημιουργήσουν και να αμυνθούν.
Μέχρι στιγμής αυτός που έχει κλέψει την παράσταση είναι ο Ελιοτ Γουίλιαμς, ο οποίος ήλθε στην Ελλάδα με το παράσημο και τη φήμη του πρωταθλητή (παρέα με τον Ογκνιεν Κούζμιτς, τον οποίο ξανασυνάντησε στους “πράσινους”), πολυτιμότερου παίκτη και πρώτου σκόρερ της εν πολλοίς αμφισβητούμενης D-League. Αμφισβητείται ως κριτήριο το αναπτυξιακό πρωτάθλημα του ΝΒΑ, διότι όσο λειτουργεί ως θερμοκήπιο και εκτροφείο παικτών, που παίρνουν δυσμενή μετάθεση από τα ρόστερ του ΝΒΑ για να ωριμάσουν, να μη μείνουν άπραγοι και αναλόγως των περιστάσεων να επιστρέψουν στην κεντρική σκηνή, άλλο τόσο τους εθίζει μερικές φορές σε ένα πολύ περίεργο και... ανεύθυνο στιλ παιχνιδιού.
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει: στο ντεμπούτο του με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, στην Ευρωλίγκα, κόντρα στη Φενέρμπαχτσε ο (κατά τα άλλα ουσιαστικός, έξοχος και συνάμα εντυπωσιακός) Γουίλιαμς πήγε να χύσει την καρδάρα με το γάλα, που επιμελώς άρμεγε μαζί με τους συμπαίκτες του, σε μια φάση βγαλμένη από το NBDL, ου μην και από τοstreetball!
Απέμενε ένα λεπτό για τη λήξη του ματς, το σκορ ήταν 72-68 και τρελαμένος από το ντεμπούτο του, από την όντως πολύ καλή εμφάνιση του και από την φαντασμαγορική ατμόσφαιρα, πήρε την μπάλα στην κορυφή της ρακέτας και μπουμπούνισε ένα τρίποντο εκτός πάσης λογικής και κόντρα στη ροή των πραγμάτων.
Τον πήρε χαμπάρι ο Ουντο και τον τιμώρησε παραδειγματικά για την μπασκετική “αμετροέπεια” του, αλλά επειδή ο Γουίλιαμς φαίνεται πως δεν είναι... ρούκουνας (όπως διατεινόταν ο δόλιος ο Καλάφατάκης στην ΑΕΚ για τον Ρούμπεν Πάτερσον) διόρθωσε αμέσως τη χαζομάρα του και μάλιστα εις διπλούν: πρώτα αξιοποιώντας τη μαγική πάσα του Διαμαντίδη για το 74-71 και στο καπάκι με 2/2 βολές, με τις οποίες κλείδωσε τη νίκη.
Ο Γουίλιαμς το 'χει γενικώς! Μπορεί να σκοράρει, είτε με σουτ, είτε με διείσδυση και σε φάσεις ένας εναντίον ενός, μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για τους συμπαίκτες του και βεβαίως μπορεί να αποφορτίσει τον Καλάθη, τον Διαμαντίδη και τον Φελντίν, που τραβάνε το κουπί από την αρχή της σεζόν. Ηδη στις πρώτες τέσσερις εμφανίσεις του (στην Ευρωλίγκα με τη Φενέρμπαχτσε και στο ελληνικό πρωτάθλημα με τον Αρκαδικό, τον ΠΑΟΚ και το Λαύριο) σκοράρει με μεγάλη συνέπεια και πρόλαβε-μολονότι το δείγμα είναι μικρό και άδικο για τους υπόλοιπους παίκτες-να ξεπεράσει σε παραγωγικότητα και τον Φελντίν και τον Ραντούλιτσα, έχοντας μέσο όρο 15 πόντους!
Συνολικά στους τέσσερις αγώνες, ο πρώην παίκτης (στην εφετινή σεζόν) των Σάντα Κρουζ Γουόριορς και των Μέμφις Γκρίζλις, έχει σημειώσει 59 πόντους, με 13/24 δίποντα, 2/11 τρίποντα (όπου τα χαλάει λίγο) και 27/31 βολές, ενώ πρόσφερε επίσης 9 ριμπάουντ και 6 ασίστ.
Μετά τον αγώνα με τη Φενέρμπαχτσε ο Αμερικανός γκαρντ εκμυστηρεύθηκε ότι “εδώ όλοι ξέρουν πολύ μπάσκετ και δεν περίμενα να συναντήσω τόσο υψηλό μπασκετικό IQ”, ενώ παραδέχθηκε ότι “αυτοί οι 14 πόντοι που έβαλα απόψε είναι οι πιο δύσκολοι της ζωής μου”!
Προς το παρόν βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της εκμάθησης, διότι προέρχεται από μια διαφορετική μπασκετική κουλτούρα και ουσιαστικά μπουσουλάει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Προφανώς οι φάσεις στο ένας εναντίον ενός και στο ανοικτό γήπεδο δεν αποτελούν πρόβλημα, σε αντίθεση με το σετ παιχνίδι και τις καταστάσεις στις οποίες θα πρέπει να “διαβάσει” εγκαίρως και ορθώς τις αλλαγές στα σκριν και τις αντίπαλες (οργανωμένες) άμυνες.
Την ίδια στιγμή ο Τζόρτζεβιτς βρήκε τον... μπελά του, αλλά όπως λέει μια σέρβικη παροιμία, την οποία επικαλούνταν σε τέτοιες περιπτώσεις ο (συμπατριώτης, μέντορας και εκ των προκατόχων του στον πράσινο πάγκο) Ζέλικο Ομπράντοβιτς, “τα πολλά δεν πονάνε το κεφάλι”. Γιατί το επισημαίνω αυτό; Διότι ο πλουραλισμός (που απεύχεται να εξελιχθεί σε πληθωρισμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται) στην πολύ ενισχυμένη πλέον περιφέρεια τον αναγκάζει να “θυσιάσει” τα δυο κλασικά τριάρια του, τον Πάβλοβιτς και τον Γιάνκοβιτς και σε κάθε περίπτωση τον βάζει στο τριπάκι της μοντέρνας λογικής του small ball.
Με την προσθήκη του Γουίλιαμς και του Χέινς, ο προπονητής του Παναθηναϊκού μπορεί ανέτως και χωρίς να αισθάνεται είτε ότι ρισκάρει, είτε ότι υποκύπτει σε καταναγκασμό να παίζει για αρκετή ώρα με χαμηλά σχήματα που περιέχουν τρεις κλασικούς γκαρντ, χρίζοντας ως κατά συνθήκην σμολ φόργουορντ έναν από δαύτους, είτε τον Γουίλιαμς, είτε τον Διαμαντίδη.
Δίκην συνδέσεως με τον πρόλογο, ο (εξοικειωμένος με το ευρωπαϊκό μπάσκετ, λόγω της πρότερης θητείας του στην Παρτίζαν Βελιγραδίου) Είσι Λο πρόσφερε στον Ολυμπιακό πολύ περισσότερα απ' όσα φανερώνει η στατιστική των 5.5 πόντων, των 1.4 ριμπάουντ και των 2.1 ασίστ. Πρώτα απ' όλα είχε καταλυτική παρουσία στη σειρά των πλέι οφς με τη Σιένα (9.3 πόντοι, 2.8 ριμπάουντ, 4.5 ασίστ), ενώ μαζί με τον Τζόε Ντόρσεϊ άλλαξαν επί τα βελτίω όλη την εικόνα της ομάδας, όταν -τέτοια εποχή- αντικατέστησαν τον Κέιλιν Λούκας και τον Ματ Χαουαρντ.
Τώρα ο Παναθηναϊκός δεν έδιωξε παίκτη από το ρόστερ του, απλώς ενέταξε κι άλλους και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τοback court του. Το πόσο καλοί είναι οι παίκτες που ενσωματώνονται σε μια ομάδα μεσούσης της σεζόν μοιάζει μερικές φορές με λαχείο: μπορεί να σου κάτσει ο πρώτος αριθμός, μπορεί να πιάσεις τον λήγοντα, μπορεί να κλαις τα λεφτά σου!
Ενα πολύ νωπό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του βετεράνου γκαρντ Τζόε Τζόνσον, που έφυγε από τους Νετς και μετακόμισε στους Χιτ, οι οποίοι έχουν στα πιτς τον Μπένο Ούντριχ και τον Τάιλερ Τζόνσον, ενώ κινδυνεύουν να χάσουν μέχρι το τέλος της σεζόν και τον Κρις Μπος. Λίγες ώρες μετά τη συμφωνία με τους τρις πρωταθλητές του ΝΒΑ έπαιξε βασικός στο “Μάντισον” και σκόραρε 12 πόντους, ενώ σήμερα τα ξημερώματα ξερίζωσε τα κέρατα των Μπουλς (24π. με 8/10δ., 2/3τρ., 2/2β., 5ρ. 4ασ.) και είναι προφανές ότι δίνει άλλη δυναμική στην κομπανία του Ντουέιν Γουέιντ, του Λουόλ Ντενγκ, του Γκόραν Ντράγκιτς και του Χασάν Γουάιτσάιντ.
Ασφαλώς ο Γουίλιαμς δεν είναι παίκτης του βεληνεκούς του Τζόνσον, αλλά δείχνει ότι μπορεί να δώσει άλλη δυναμική στον Παναθηναϊκό...
Πηγή: gazzetta.gr