H Εθνική ομάδα μπάσκετ πέτυχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες της στη σύγχρονη εποχή όταν (2004-11) τελειοποίησε τη διδάγματα της «ελληνικής σχολής», εφαρμοσμένης από το μυαλό-κομπιούτερ των τριών σωματοφυλάκων και του πιστού Ντ’Αρτανιάν που τους συνόδευε: Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης, Ζήσης.

Η συνταγή της επιτυχίας βασιζόταν στο πολύπτυχο: σκληρή άμυνα, αυτοσυγκέντρωση, παιχνίδι πέντε-εναντίον-πέντε με έμφαση στο pick’n’roll, έλεγχος του ρυθμού, ομοιογένεια, ευψυχία. Εκείνος που το βάπτισε «σκεπτόμενο μπάσκετ» χτύπησε το καρφί κατακέφαλα.

Το μπάσκετ της ελληνικής σχολής ξεκινούσε από το μυαλό, περνούσε από την καρδιά και κατέληγε ξανά στον εγκέφαλο. Σπανίως η Εθνική μας είχε περισσότερο πηγαίο ταλέντο από τα αποσβολωμένα θύματά της.

Ακόμα και οι παίκτες που συγκρότησαν το λεγόμενο supporting cast των ασύγκριτων «Big Four» έμοιαζαν προσεκτικά επιλεγμένοι για να το υποστηρίξουν: Χατζηβρέττας, Τσαρτσαρής, Φώτσης, Ντικούδης, Κακιούζης, Μπουρούσης, Βασιλόπουλος, Παπαδόπουλος, Σχορτσανίτης, Πρίντεζης και μερικοί άλλοι, με επικεφαλής τον προπονητή Παναγιώτη Γιαννάκη.

Κάθε φορά που ένας κρίκος της αλυσίδας ράγιζε, το οικοδόμημα γινόταν λίγο πιο αδύναμο. Αλλά η πυξίδα που οδήγησε την «επίσημη αγαπημένη» στην παγκόσμια κορυφογραμμή μετά από μερικά χρόνια αγρανάπαυσης λειτουργούσε θαυμάσια.

Ωσπου ήρθαν τα καινά δαιμόνια να την ξεχαρβαλώσουν…

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα πραγματικά προβλήματα ξεκίνησαν όταν η αποψιλωμένη από τις εκτυφλωτικές προσωπικότητες της προηγούμενης δεκαετίας Εθνική προσπάθησε να υιοθετήσει ένα modus operandi που δεν της ταίριαζε. Προσπάθησε να βάλει πέμπτη ταχύτητα στο παιχνίδι της, ενώ δεν ήξερε να χειριστεί ούτε την τετάρτη.

Τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά ορισμένων νεώτερων σε ηλικία και συχνά βγαλμένων από το ΝΒΑ ή το ΝCAA παικτών ήταν σχεδόν αδύνατο να συγκεραστεί με το μπάσκετ που έμαθαν να παίζουν οι παλαιότεροι γηγενείς.

Όσες φορές προσπαθήσαμε να ανταγωνιστούμε σε τρεχάλα και αθλητικά προσόντα ομάδες ειδικευμένες σε αυτόν τον τομέα, φάγαμε τα μούτρα μας, ακόμα και από αντιπάλους με περιορισμένο ταλέντο, όπως η Νιγηρία και η Φινλανδία.

Η ομάδα έπαιζε ωραίο και σβέλτο μπάσκετ όσο είχε το μυαλό της ξένοιαστο, αλλά έπεφτε εύκολα στην παγίδα των δεύτερων σκέψεων όταν το πράγμα στράβωνε και ο κλοιός έσφιγγε.

Το ναδίρ αυτής της σύγχυσης το είδαμε στον περυσινό ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ της Λιλ, απέναντι στους έμπειρους και περπατημένους Ισπανούς.

Όσο η Εθνική μας εκτελούσε γρήγορα (αλλά μεθοδικά) το σχέδιό της, κρατούσε το πάνω χέρι και έτρεχε προς έναν ιστορικό θρίαμβο. Όταν είδε το ταβάνι να χαμηλώνει, κατέφυγε στον αυτόματο πιλότο παλαιότερων εποχών, αλλά τον βρήκε βραχυκυκλωμένο από την αχρηστία.

Ελλείψει άλλου σχεδίου, η ελληνική ομάδα το γύρισε σε «hero-ball», με τον έρμο τον Σπανούλη να παλεύει μόνος εναντίον όλων. Δέχθηκε έτσι άδικα τα βέλη του αποκλεισμού, ενώ ήταν από τους κορυφαίους στους 6,5 αγώνες που προηγήθηκαν.

Φέτος, η Εθνική μοιάζει για πρώτη φορά κομμένη και ραμμένη για να εφαρμόσει τα κελεύσματα της νέας εποχής. Δεν έχει πλέον πλατυποδία ούτε κινδυνεύει να κατηγορηθεί για προσκόλληση στο παρελθόν.

Μετά την αποστρατεία των Σπανούλη-Ζήση, είναι ελάχιστοι οι παίκτες που προτιμούν το «σετ» παιχνίδι και τον επιτηδευμένο ρυθμό.

Η νέα Εθνική ομάδα είναι η ομάδα των αδελφών Αντετοκούνμπο, του Καλάθη, του Παπαπέτρου, του Κουφού, του Αγραβάνη, του Σλούκα, του Μάντζαρη, του Χαραλαμπόπουλου, του Ντόρσεϊ, παικτών που (όπως και οι τελευταίοι της παλαιάς φρουράς Μπουρούσης-Περπέρογλου) συνδυάζουν γρήγορα πόδια, νεανικό οίστρο και κοφτερό μυαλό.

Ο Κατσικάρης έχασε τους πολύτιμους για αυτό το στυλ Πρίντεζη-Παπανικολάου, αλλά έχει στα χέρια του υλικό για να παρουσιάσει το pace-and-space μπάσκετ που αγαπάει, έστω με περιορισμένα περιθώρια προετοιμασίας, έστω με ελάχιστους σουτέρ στη διάθεσή του.

Η ομάδα υστερεί σε πείρα και σε προσωπικότητα, αλλά δεν φοβάται να σανιδώσει το γκάζι ούτε διστάζει να εκδηλώσει τις επιθέσεις της στα πρώτα 10-12 δευτερόλεπτα.

Γνωρίζει, άλλωστε, ότι η επιστροφή στην πεπατημένη του 2005 θα ισοδυναμεί με αυτοχειρία. Δεν υπάρχει πλέον ούτε Διαμαντίδης ούτε Παπαλουκάς ούτε Ζήσης ούτε Σπανούλης ούτε Τσαρτσαρής ούτε Χατζηβρέττας ούτε Λάζαρος.

Το ζητούμενο είναι να παίξει η φετινή Εθνική «σκεπτόμενο μπάσκετ», προσαρμοσμένο όμως στα δικά της δεδομένα.

Να χρησιμοποιήσει τη φαιά ουσία των περιφερειακών, ιδίως, παικτών της, για να φέρει τον ρυθμό στα μέτρα της. Να τρέξει με γνώμονα τη λογική και όχι σαν τους τρελούς που τρέχουν στο τρελοκομείο. Να αποφύγει τη λάθη επικοινωνίας και αφηρημάδας στα μετόπισθεν.

Να πολεμήσει για τα ριμπάουντ σαν να μην υπάρχει αύριο. Να κυνηγήσει τον αιφνιδιασμό όποτε βρίσκει χαραμάδα (από αυτές που μοιάζουν με χαράδρες όταν έχεις στην ομάδα σου τον Γιάννη Αντετοκούνμπο).

Να εντοπίσει τους ζεστούς σουτέρ που πάντοτε υπάρχουν και να τους ταϊσει μεθοδικά. Να αναζητήσει στοχευμένα τον αδύναμο κρίκο του αντιπάλου.

«Σκεπτόμενο μπάσκετ» δεν σημαίνει απαραίτητα επιθέσεις των 20 δευτερολέπτων, ταχύτητα σαλιγκαριού και βρωμόξυλο στα όρια του φάουλ...

Το τελευταίο, βέβαια, δεν βλάπτει. Η Ιταλία, ιδίως αυτή, μπορεί να νικηθεί μόνο με σκληρή άμυνα που θα πειράξει το μυαλό των παικτών της. Εάν το ματς πάει στους 100 πόντους, βράσε όρυζα. Η δική μας ομάδα χρειάζεται τρία ημίχρονα για να φτάσει σε τριψήφιο νούμερο.

Το βίντεο του χθεσινοβραδυνού φιλικού στη Μπολώνια μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμο για τον Φώτη Κατσικάρη και τους συνεργάτες του. Οι δυναμικοί Καναδοί έκαναν τους Ιταλούς μπλε μαρέν κάτω απ’τα καλάθια (49-30 ριμπάουντ) και μπλοκάρισαν με θρησκευτική προσήλωση το τρίποντο που τόσο λατρεύουν οι «γαλάζιοι» του Μεσίνα.

Η αλαλιασμένη Ιταλία πέτυχε 61 πόντους στην κανονική διάρκεια και άλλους 10 στην παράταση, με 4/26 τρίποντα, 21/48 δίποντα και μόλις 9 ασίστ. Ηττήθηκε με 71-74, μετά πολλών επαίνων. Γηπεδούχος και με κόσμο στις εξέδρες.

Έπαιξε βεβαίως χωρίς τον Μπαρνιάνι, ο οποίος, σύμφωνα με τα ιταλικά ΜΜΕ, «δεν είναι ακόμη έτοιμος για να παίξει δύο αγώνες σε συνεχόμενες ημέρες». Και πώς θα αντέξει ημιτελικό-τελικό στο Προολυμπιακό, σινιόρι;

Χθες χτύπησαν ο Χάκετ (στο χέρι) και ο Μπελινέλι (στο πρόσωπο), αλλά οι τραυματισμοί τους κρίθηκαν επιπόλαιοι, μολονότι ο δεύτερος χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Τα βουντού μου χρειάζονται ακόμη δουλειά.

Πηγή: gazzetta.gr