Δεν φαντάζομαι ότι περίμενε κανείς την  μεταγραφή του Γιάννη Μπουρούση στον Παναθηναϊκό για να επιβεβαιώσει ότι το «ποτέ» και το «για πάντα» είναι έξω από την ανθρώπινη φύση. Απλά καταγράφονται ως φράσεις που αποτυπώνουν σκέψεις και συναισθήματα, εκείνου που τις λέει, την δεδομένη χρονική στιγμή (που τις λέει)-κάτι σαν φωτογραφικό στιγμιότυπο.
 
Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι ο αρχηγός της Εθνικής ομάδας, μετά από πέντε χρόνια πετυχημένης καριέρας στο εξωτερικό, επιστρέφει στην  Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού. Και δεν επιστρέφει όπως έφυγε, ως ένας από τους αποδιοπομπαίους τράγους του Ολυμπιακού του Ίβκοβιτς, αλλά ως ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα της αγοράς. Συνεπώς, πρόκειται για μια κίνηση TOP επιπέδου, που πιστώνεται στον Παναθηναϊκό και την διοίκησή του. 
 
Απέκτησε τον MVP της ACB, τον σέντερ της καλύτερης πεντάδας της περσινής Euroleague, «κλειδί» της Λαμποράλ στην φανταστική της  πορεία μέχρι το Final 4 του Βερολίνου, η οποία σφραγίστηκε με το 3-0 επί του «τριφυλλιού» στα playoffs.
 
Έναν παίκτη που στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με την Ρεάλ Μαδριτης, ένα χρόνο πριν. Συν τοις άλλοις έναν άνθρωπο που επιστρέφει οικογενειάρχης, με δυο παιδιά και με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην διαδικασία ωρίμανσής του.
 
Η μεταγραφή αυτή έχει πολλές διαστάσεις. Θα συζητάγαμε μόνο για την βασική και καθοριστική, που είναι η αγωνιστική, αν δεν υπήρχε το «ερυθρόλευκο» παρελθόν του Καρδιτσιώτη σέντερ και ειδικά το περίφημο περιστατικό στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει στο Final 4 του 2009 στο Βερολίνο. Τότε που, με μια χαρακτηριστική χειρονομία, έκλεινε ραντεβού με τους οπαδούς του Παναθηναϊκού «σε δέκα μέρες».
 
Πάντως, αν θέλετε να τα συνυπολογίσουμε λοιπόν όλα αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι  στο συναισθηματικό και το ψυχολογικό κομμάτι η ενσωμάτωση του «Μπουρούση» δεν συγκρίνεται με καμία άλλη, ανάλογων μετακινήσεων. Ίσως μάλιστα  η ένταξή του στην πράσινη καθημερινότητα να παρουσιάζει συγκριτικά  σημαντικές «ευκολίες», από εκείνη πχ του Δημήτρη Παπανικολάου, που χρειάστηκε παρέμβαση του Φραγκίσκου Αλβέρτη για να εξομαλυνθεί.
 
Κατ’ αρχάς, ο Μπουρούσης δεν ήταν γέννημα θρέμμα του Ολυμπιακού. Πρώτα έπαιξε στην ΑΕΚ.
 
Το προφίλ που κουβαλάει, όπου κι αν αγωνίζεται, χαρακτηρίζεται  από  το παθιασμένο ταπεραμέντο του. Είναι ένας παίκτης που λέει αυτό που σκέφτεται (με όποιο τίμημα), που μπαίνει μπροστά και τα δίνει όλα, παντού. Αν δεν το κάνει, δεν είναι ο εαυτός του.
 
Επιπλέον,  το διαζύγιό του με τον Ολυμπιακό, το καλοκαίρι  του ’12, δεν βγήκε και με τον καλύτερο τρόπο. Ως εκ τούτου είναι σαφώς πιο εύκολο, ακόμη και για τους πιο  θερμοκέφαλους «πράσινους» να αποδεχτούν κάποιον που οι απέναντι αποδοκιμάζουν σε κάθε ευκαιρία στη λογική: «Ο εχθρός του εχθρού μου, είναι φίλος μου». Ήδη προς αυτή την κατεύθυνση ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος φρόντισε να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος. Το έκανε μπαίνοντας στο παρκέ του ΟΑΚΑ, αγκαλιάζοντας, φιλώντας και χειροκροτώντας τον, μετά τη λήξη του τρίτου ματς των playoffs με την Λαμποράλ που σήμανε τον αποκλεισμό του Παναθηναϊκού από το Final 4. Ήταν ένα μήνυμα που ελήφθη, γιατί ακαριαία η κερκίδα σταμάτησε να βρίζει. Ίσως γιατί αισθάνθηκε ότι πρόκειται για έναν παίκτη που αυτόματα έμπαινε στην μεταγραφική λίστα. Στον ψυχισμό του  Γιάννη, εκτός από την ιδέα της επιστροφής  της τετραμελούς πλέον οικογένειάς του στην Ελλάδα, να έπαιξε επίσης ρόλο ότι το αφεντικό του Παναθηναϊκού, με αυτοπρόσωπη παρουσία στην κηδεία, του είχε συμπαρασταθεί στο πένθος για την απώλεια του πεθερού του Μάκη Ψωμιάδη.
 
Και πάμε σε αυτά που (πρέπει να) ενδιαφέρουν περισσότερο. Αυτά για το οποία επιλέχθηκε και αποκτήθηκε. Αυτά για το οποία εν τέλει θα κριθεί. Τη αγωνιστική προσφορά του, η οποία στο φινάλε θα διαμορφώσει και θα επηρεάσει όλα τα τριγύρω.
 
Ο Παναθηναϊκός, πήρε έναν από τους καλύτερους, αν όχι τον καλύτερο σέντερ που θα μπορούσε να βρει στην αγορά. Έναν σέντερ που θα γεμίσει το ρόστερ με ποιότητα και θα βοηθήσει τον Αργύρη Πεδουλάκη να υλοποιήσει τα πλάνα του. Ένας σέντερ που δεν πιάνει θέση ξένου, που δεν θα χρειαστεί χρόνο προσαρμογής, που είναι μακρύς οπότε ενισχύει την συμπεριφορά της ομάδας στον αέρα, ένα σέντερ που ποστάρει, σκοράρει (και από το τρίποντο), πασάρει και μαζεύει ριμπάουντ με χαρακτηριστική άνεση. Κατά μία έννοια μοιάζει ιδανικός συνέταιρος με τον Κρις Σίνγκλετον (παίζει και το «τέσσερα») , ο οποίος -σε σχέση με τον Μπουρούση- είναι καλύτερος στην pick and roll άμυνα, ειδικά στις αλλαγές και κυρίως όταν βγαίνει να μαρκάρει κοντό έξω από το τρίποντο. Οι δε συνδυασμοί που προσφέρονται στο «οπλοστάσιο» του Πεδουλάκη, αν βάλουμε στην εξίσωση και το δίδυμο Γκίστ, Φώτση.
 
Πάντως στην Λαμποράλ, ο Γιάννης δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα στην αντιμετώπιση του που pick and roll αφού και στις αλλαγές συμμετείχε και στην επιλογή του «flat» ανταποκρινόταν. Απλώς δεν ήταν το φόρτε του.
 
Από πλευράς "πακέτου", ο Μπουρούσης , από μακριά φαίνεται να είναι ο καλύτερος σέντερ που είχε ο Παναθηναϊκός από τη εποχή του Πέκοβιτς. Όμως, εννοείται, ότι πάντα ένας παίκτης συμπεριφέρεται και αποδίδει το maximum ανάλογα με τον τρόπο που τον αντιμετωπίζει, τον εντάσσει στην χημεία της και εν τέλει τον αξιοποιεί μια ομάδα. Η μισή δουλειά είναι του κόουτς, η άλλη μισή είναι δική του. Υπάρχει και ένα μέρος της που θα γίνει στα αποδυτήρια, από όπου θα λείψει πολύ η ηγετική φυσιογνωμία του Δημήτρη Διαμαντίδη.
 
Αν είναι κάτι που ο ίδιος έχει να συνειδητοποιήσει, με το που θα ξεκινήσει η προετοιμασία, είναι ότι στην Λαμποράλ ήταν ο «καπετάν ένας». Στον φετινό Παναθηναϊκό θα είναι μέρος μιας τετράδας και συνεπώς θα μπει στην διαδικασία ενός rotation με τα συν και τα πλην της. Το σίγουρο είναι ότι πλέον, τους ενώνει το κοινό συμφέρον, με στόχο η ομάδα τους να επιστρέψει στις επιτυχίες. Αυτό θα είναι το μοναδικό κριτήριο στο ...τέλος της ημέρας.
 
Πηγή: gazzetta.gr