O Oλυμπιακός απέκτησε τον Έρικ Γκρην και τον Κεμ Μπερτς, ο Παναθηναϊκός πήρε τον Μάικ Τζέιμς και τον Κρις Σίνγκλετον, αλλά το «κόλπο γκρόσο» του ως τώρα καλοκαιριού ήταν η συμφωνία των «πρασίνων» με τον Γιάννη Μπουρούση. Οι σημαντικότερες μετεγγραφές είναι αυτές που ενισχύουν δραστικά, ή αποψιλώνουν αντίστοιχα, το ελληνικό dna μίας ομάδας: ο Σπανούλης, ο Καλάθης, ο Σλούκας, ο Πρίντεζης, ο Φώτσης, ο Παπανικολάου, ο Περπέρογλου, ο Καϊμακόγλου, ο Παπαπέτρου, ο Παππάς, ο Μάντζαρης, ο Γιάνκοβιτς, ο Σχορτσανίτης, ο Παπαλουκάς, μια φορά κι έναν καιρό ο Διαμαντίδης.
Και ο Μπουρούσης. Ο Μπουρούσης όταν αποχώρησε από τον Ολυμπιακό, ο Μπουρούσης τώρα που ξαναγύρισε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού.
Δεν είναι δα συχνό φαινόμενο η παλιννόστηση παικτών της Εθνικής ομάδας, από χώρες πιο προηγμένες μπασκετικά. Οι περισσότεροι ρίχνουν μαύρη πέτρα πίσω τους όταν φεύγουν ή ξανάρχονται στα αθλητικά γεράματα, όπως ο Κακιούζης.
Ο Μπουρούσης δεν είναι απλώς ένα μέλος της Εθνικής Ανδρών, αλλά ο αρχηγός της, ο παλαιότερος εν ενεργεία παίκτης της και, παράλληλα, ο πρώτος ή δεύτερος επιλαχών στην ψηφοφορία για τον MVP της περυσινής Ευρωλίγκας (εγώ τον ψήφισα 1ο , μπροστά από τους Ντε Κολό και Ντιλέινι, χωρίς καμία απολύτως σωβινιστική διάθεση).
Η επιστροφή του έχει και συμβολική σημασία, αφού είναι κίνηση αντίστροφή προς το ρεύμα της εποχής. Διεθνείς μπασκετμπολίστες συνομήλικοι με τον ίδιο, όπως ο Νίκος Ζήσης και ο Κώστας Καϊμακόγλου, ακούνε Ελλάδα και παίρνουν δρόμο.
Για κάθε Παπανικολάου που γυρίζει σπίτι για να πάρει μία ανάσα πριν ξανακουνήσει μαντήλι, υπάρχει και ένας Σλούκας που φεύγει, ενδεχομένως ανεπιστρεπτί. Ποιος πιστεύει ότι θα ξαναδούμε τον Κωστάκη στην Ελλάδα πριν τα τριανταφεύγα του;
Δέκα χρόνια μετά το θαύμα της Σαϊτάμα, το χορτάρι σε χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία, η Ισπανία ή και η Γερμανία, είναι πιο πράσινο από το μισοκαμμένο της Ελλάδας...
Ο Αργύρης Πεδουλάκης δεν είναι χθεσινός ούτε ουρανοκατέβατος. Αντιλαμβάνεται ότι η ενίσχυση του ελληνικού πυρήνα του Παναθηναϊκού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αντεπίθεση, εφ’όσον μάλιστα ο, ήδη ισχνός, περυσινός κορμός κλυδωνίζεται και αδυνατίζει.
Ο αναντικατάστατος Διαμαντίδης εγκατέλειψε, ο Φώτσης έκλεισε τα 35, ο Παππάς είναι κινητό αίνιγμα, ο Καλάθης κουβαλάει την καταπόνηση τριών σερί καλοκαιριών, ο Γιάνκοβιτς παραμένει υπ’ατμόν, ο Παπαγιάννης πήγε στο ΝΒΑ, ο Μποχωρίδης δυσκολεύεται, ο Χαραλαμπόπουλος καθυστερεί, οι λοιποί μικροί αργούν να μεγαλώσουν.
Ο αυτόφωτος Μπουρούσης είναι μία πανίσχυρη προσωπικότητα τόσο στο παρκέ, όσο και στα αποδυτήρια. Ποιος άλλος θα κατόρθωνε να κάμψει –χωρίς μάλιστα να κάνει την παραμικρή «κονσομασιόν»- τις αντιρρήσεις μιας εξέδρας που κάποτε τον μισούσε;
Στο δικό μου σύστημα αξιών, οι αθλητές που κλείνουν την πόρτα στα μούτρα των φανατικών οπαδών έχουν περίοπτη θέση. Προτιμώ αυτούς, τους ασυμβίβαστους και τους ρηξικέλευθους, παρά τους παίκτες «σημαίες» που περνάνε όλη την καριέρα τους σε προστατευμένο περιβάλλον. Ο δύσκολος δρόμος είναι πάντοτε πιο γοητευτικός.
Στο πρόσωπο του Μπουρούση, ο Παναθηναϊκός βρήκε έναν χαρισματικό «πλέι μέικερ ρακέτας» που παίζει το καλύτερο μπάσκετ της ζωής του. Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει αβυσσαλέο χάλι των Ραντούλιτσα-Κούζμιτς από το φορτσάτο δίδυμο Μπουρούση-Σίνγκλετον μοιάζει με εχέγγυο προόδου για την ομάδα.
Ταυτόχρονα, ο Πεδουλάκης είδε στο πρόσωπο του Μπουρούση ένα ανθεκτικό και πολύτιμο σφουγγάρι, που θα απορροφήσει με τον τρόπο του τους πρώτους κραδασμούς στις αναπόφευκτες αναποδιές.
Ο ψηλός δεν θα κάτσει να σκάσει όταν ακούσει σκόρπιες γκρίνιες ή και αποδοκιμασίες από την εξέδρα. Θα προσπαθήσει να απαντήσει με τον τρόπο του στο παρκέ, οπότε θα κρατήσει στο απυρόβλητο τους συμπαίκτες του και –κυρίως- τον προπονητή.
Τα κύτταρα του Μπουρούση ανανεώνονται και το κίνητρό του πολλαπλασιάζεται, όποτε γύρω του απλώνεται η γκρίνια και η εσωστρέφεια. Για να χρησιμοποιήσω τον παλαιό αφορισμό του Ντόνι Ουόλς για τον Λάρι Μπράουν, «αυτός είναι ευχαριστημένος μόνο όταν νιώθει δυσαρεστημένος».
Οι άλλοι μπορεί να χρειαστεί να κρυφτούν, ο Μπουρούσης δεν πρόκειται να το κάνει. Ίσως αυτό να εκτίμησε η στριφνή κερκίδα, στα χρόνια που μεσολάβησαν μετά τη θητεία του στον Ολυμπιακό: την ευθύτητά του.
Άλλωστε, ο Μπουρούσης του 2016 δεν είναι ίδιος με τον Μπουρούση του 2010. Διδάχθηκε από τα παθήματά του, ωρίμασε ως αθλητής και ως άνθρωπος, έμαθε να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Οποιαδήποτε ομάδα θα τον ήθελε σήμερα στις τάξεις της. Αυτό, ξέρετε, δεν ίσχυε πάντοτε.
Για τη διοίκηση Γιαννακόπουλου, το «ναι» του Μπουρούση ήταν ένας δεύτερος θρίαμβος σε ισάριθμα καλοκαίρια, πριν συμπληρωθεί έτος από το αντίστοιχο «yes» του Νικ Καλάθη. Η επιμονή του άτυπου προέδρου Δημήτρη επιβραβεύτηκε ενάντια σε κάθε προγνωστικό.
Στην εποχή των ισχνών αγελάδων, η Ελλάδα και οι ομάδες της δεν αποτελούν ιδιαίτερα ελκυστικό προορισμό, για μπασκετμπολίστες οποιασδήποτε υπηκοότητας.
Ο ίδιος ο Μπουρούσης θα περίμενε ενδεχομένως μεγαλύτερη ανταμοιβή για την εκτυφλωτική σεζόν που πέρασε, αλλά τα 33 του χρόνια αποθάρρυναν πολλούς μνηστήρες, όπως και η απαίτησή του για διετές συμβόλαιο με –δικαίως- ηγεμονικό μισθό.
Οι μεγάλες ομάδες της λοιπής Ευρώπης προτίμησαν να ποντάρουν σε νεαρότερους παίκτες, ενώ οι Αμερικανοί πέρασαν περισσότερο για «window shopping», παρά για ψώνια.
Ο Μπουρούσης αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση μίας ομάδας στην οποία υποτίθεται ότι δεν θα έπαιζε «με τίποτε» και να περάσει τα σύνορα μίας χώρας την οποία υποτίθεται ότι απέρριπτε ασυζητητί.
Το ηθικό δίδαγμα είναι: «Ποτέ μη λες ποτέ». Την επόμενη φορά που θα ακούσω τη λέξη «αποκλείεται», θα ετοιμάσω καλού κακού τα αφιερώματα για την επικείμενη μετεγγραφή.
Πηγή: gazzetta.gr