Η επιλογή του προκάλεσε κάποιες συζητήσεις, αφού πολλοί περίμεναν πως αυτή την τιμή μετά το Γκάλη, θα την είχε ο Παναγιώτης Γιάννάκης, παίκτης στο μυαλό όλων μας καλύτερος του θρυλικού «Πάνι». Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι φανερό πως πιο πολύ και από την ποιότητα, ή την ιστορική βαρύτητα, μέτρησε η καθοριστικότητα της παρουσίας και υπό αυτό το πρίσμα η επιλογή υπήρξε ορθότατη. Ας με συγχωρήσει ο Γιαννάκης, τον οποίο για πολλούς λόγους λατρεύω, αλλά χωρίς τον Φασούλα τα θαύματα της Εθνικής μπάσκετ κυρίως, δεν θα είχαν γίνει ποτέ.

Δεν θυμόμαστε καλά την ιστορία

Μου κάνει εντύπωση πως τις προηγούμενες μέρες υπήρξαν συγκρίσεις του Φασούλα με τον Ντίβατς, τον Βράνκοβιτς, το Σαμπόνις και άλλους της εποχής του: σόρι αλλά είναι λανθασμένες γιατί τέτοιους δεν είχαμε ποτέ! Σκεφτόμουν ότι άνθρωποι που είναι σήμερα 30 χρονών την Εθνική του μπάσκετ του 1987 δεν τη θυμούνται – έχουν απλά ζήσει τον αχό της. Σίγουρα δεν θυμούνται καλά και την εποχή και την Ελλάδα στην οποία ο Φασούλας σταδιοδρόμησε. Σε εκείνη την Ελλάδα παιδιά πάνω από δυο μέτρα ήταν πολύ δύσκολο να βρεις: πόσο μάλλον να βρεις και παιδιά με αυτά τα σωματικά προσόντα που να έχουν όρεξη για μπάσκετ. Τρεις ψηλοί τράβηξαν το ελληνικό μπάσκετ για περίπου τριάντα χρόνια: ο Τρόντζος, ο Κοκολάκης και ο Φασούλας – παίκτες διαφορετικοί αλλά υπερπολύτιμοι. Ο Φασούλας ήταν ο καλύτερος από τους τρεις κι όχι τυχαία επί των ημερών του η Εθνική ανέβηκε επίπεδο. Τον εντόπισαν γρήγορα και ήδη από τα 15 του δούλευε στις μικρές Εθνικές για να γίνει ο σέντερ μιας ολόκληρης εποχής. Πήγε στο Νορθ Καρολάινα ένα χρόνο κι έγινε και ντραφτ για το Πόρτλαντ και θυμάμαι πως όταν γύρισε από την Αμερική τρίβαμε τότε όλοι τα μάτια μας: το ψιλόλιγνο παιδί είχε γίνει θηρίο! Ένα χρόνο πριν το θαύμα του 1987, η Εθνική μας είχε παίξει στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα της Ισπανίας με φορ τον Αργύρη Καμπούρη, τον Λινάρδο και τον Καρατζά – ήρθε δέκατη, παρά τα μεγάλα ματς του Γκάλη και του Γιαννάκη. Την είχαν περάσει πέντε ευρωπαϊκές ομάδες, δηλαδή η ΕΣΣΔ, η Γιουγκοσλαβία, η Ιταλία, η Ισπανία και το πολύ ποιοτικό εκείνα τα χρόνια Ισραήλ, που στο μεταξύ μας ματς είχε κερδίσει. Η Εθνική μας σε εκείνο το ιστορικό τουρνουά, άγουρη ακόμα και χωρίς τον ψηλό που έδενε την άμυνα της, είχε χάσει τέσσερα ματς στις λεπτομέρειες – ένα μάλιστα κόντρα στους γηπεδούχους Ισπανούς. Ένα χρόνο μετά, με μόνη προσθήκη τον Φασούλα, η Ελλάδα έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης: δεν θυμάμαι στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ μια και μόνο προσθήκη παίκτη ν άλλαξε τόσο πολύ την συνολική απόδοση μιας ομάδας. Ο Φασούλας ήταν για τα τότε δεδομένα της εποχής ένα αληθινό θείο δώρο: άλλος με τα δικά του προσόντα στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Η καθοριστικότητα της παρουσίας του στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ φαίνεται και από το ότι φεύγοντας από τον ΠΑΟΚ για τον Ολυμπιακό άλλαξε και το χάρτη του ελληνικού μπάσκετ σε επίπεδο συλλόγων κι ας υπήρχαν πλέον στο ελληνικό πρωτάθλημα και ξένοι παίκτες. Ο Φασούλας τον ανταγωνισμό μαζί τους δεν τον φοβήθηκε ποτέ και μάλιστα χάρη σε αυτό τον ανταγωνισμό προόδευσε πολύ και σε ατομικό επίπεδο: ο Πάνι πρέπει να είναι ο έλληνας μπασκετμπολίστας, που στην πορεία των χρόνων της καριέρας του, βελτιώθηκε περισσότερο. Τα τελευταία του χρόνια ήταν ποιοτικά τα καλύτερα: συνέβη με ελάχιστους, αφού ως γνωστόν το χρόνο δεν τον κερδίζει κανείς.

Ενας σταρ δικός μας

Με την ευκαιρία της βράβευσής του πολλοί θυμήθηκαν ιστορίες με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Ο Φασούλας υπήρξε ένας αντιπροσωπευτικός σταρ των 80΄ς με αντισυμβατική συμπεριφορά, μεγάλη όρεξη να παίρνει θέση για όλα και ένα άγιο εγωϊσμό που σπάνια συναντάς σε έλληνες αθλητές. Μοίραζε τάπες για να ανάβει πούρα. Ηταν γιός στρατιωτικού, αλλά και οργανωμένος στην ΚΝΕ. Σου έδινε την εντύπωση ότι πάντοτε έκανε λίγο περισσότερο του κεφαλιού του, αλλά ήταν και εξαιρετικός συμπαίκτης ταυτόχρονα. Μπορούσε εύκολα να τσακωθεί με τον Ιβκοβιτς στον ΠΑΟΚ ή τον Κιουμουρτζόγλου στην Εθνική, αλλά στο γήπεδο τα έδινε όλα για να τους αποδείξει ότι είχε το δικαίωμα να μιλάει. Δεν φοβόταν ν απαντήσει στις αποδοκιμασίες του κόσμου («παίρνω τα περισσότερα γιατί ξέρω να φταίω» είχε πει κάποτε), ή να κάνει κριτική σε προπονητές – το «ρωτείστε το σοφό» που είπε κάποτε για τον Ιβικοβιτς παραμένει μεγάλη ατάκα. Ηταν και είναι ένας εξαιρετικός συζητητής και φαινόταν από τότε που ήταν μικρός ότι θα έκανε πολιτική καριέρα. Στην πολιτική δεν τα κατάφερε όσο καλά τα κατάφερε στα γήπεδα και στον Πειραιά κανείς δεν νοσταλγεί το διάστημα της δημαρχίας του πχ. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν σχέση με το μπάσκετ, που έπαιξε και για το οποίο τιμήθηκε από την FIBA. Απλά όπως συμβαίνει με τις πολυσχιδείς προσωπικότητες, ο Φασούλας προκαλούσε πάντα και πολλές συζητήσεις, που δεν είχαν να κάνουν με το μπασκετικό ταλέντο ή τα παιγνίδια του και οι συζητήσεις αυτές καμιά φορά στέκονταν αιτία να ξεχνάμε πόσο σημαντικός παίκτης υπήρξε. Συμβαίνει.

Απόδειξη δουλειάς

Η FIBA εκτίμησε αποκλειστικά τον μπασκετμπολίστα και τη βαρύτητα της προσφοράς του και τον συμπεριέλαβε μεταξύ των κορυφαίων: απολύτως δίκαια, αφού χωρίς αυτόν η έκρηξη του ελληνικού μπάσκετ της δεκαετίας του 80 δεν θα υπήρχε ποτέ. Η αναγνώριση του Φασούλα είναι στην πραγματικότητα η αναγνώριση της προόδου του ελληνικού μπάσκετ – η, και με τη βούλα, είσοδος του ελληνικού μπάσκετ στο πάνθεον της μπασκετικής ιστορίας: ο Γκάλης ήταν πάντα ένα άλλο ειδικό κεφάλαιο. Στα μάτια των ανθρώπων που έκαναν την επιλογή, ο Πάνι αποτελεί την απόδειξη ότι οι έλληνες έφτασαν κάποτε στην κορυφή του ευρωπαϊκή μπάσκετ δουλεύοντας αρκετά συστηματικά για τα δεδομένα της εποχής: έκαναν ικανότατο μπασκετμπολίστα το πιο ψηλό παιδί της χώρας κι αυτό δείχνει πως εκτός από ταλέντο υπήρχε και σχέδιο. Όχι τυχαία μετά το Φασούλα είχαμε πάντα ψηλά παιδιά στις Εθνικές: δεν άλλαξε μόνο προς το καλύτερο το βιοτικό επίπεδο της χώρας μετά τα 80΄ς, αλλά άλλαξε προς το καλύτερο και το ίδιο το ελληνικό μπάσκετ – οι όποιες δομές του άρχισαν να αποδίδουν περισσότερο. Όμως στον καιρό του ο Φασούλας ήταν κάτι σπάνιο και καλά έκανε η FIBA και μας το θύμισε. Μόνοι μας χανόμαστε: οι ιστορικές λεπτομέρειες δεν ήταν ποτέ η ειδικότητα της χώρας…    

Πηγή: Karpetshow.gr