To τουρνουά για το επίσημο «αντίο» του Παναθηναϊκού στον Δημήτρη Διαμαντίδη με βρήκε μακριά από την Ελλάδα. Όχι σε δημοσιογραφική αποστολή, όχι καμουφλαρισμένο με περούκα και αποκριάτικα γυαλιά, αλλά πάντως σε διηπειρωτικό ταξίδι.

Μόλις έμαθα τις ημερομηνίες του εορταστικού διημέρου, φαρμακώθηκα. Παρά το μονόχρωμο φόντο της υπόθεσης, ήθελα οπωσδήποτε να δώσω παρουσία στα δημοσιογραφικά του ΟΑΚΑ. Του έχω απέραντη λατρεία, όπως και στα άλλα παιδιά του 2005-6.

«Μη σκας», μου είπε μια ψυχή. «Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα πάει ούτε ο ίδιος ο Διαμαντίδης στο τουρνουά». Εκείνη τη στιγμή γέλασα, αλλά αργότερα είδα την προφητεία να δικαιώνεται, εν μέρει.

Το πρώτο βράδυ, το τιμώμενο πρόσωπο έλαμπε διά της απουσίας του, μέχρι που εμφανίστηκε καθυστερημένος και απρόθυμος στο 6ο λεπτό του αγώνα, ντυμένος με μπλουζάκι αμμουδιάς. Μοίρασε μερικά αυτόγραφα, παρέλαβε το δώρο που με σεβασμό του έφερε στην Αθήνα η Μακάμπι και αποχώρησε πριν τη λήξη.

Το φινάλε του Διαμαντίδη ήταν απόλυτα ταιριαστό με τον χαρακτήρα του. Εάν ήταν στο χέρι του, θα ματαίωνε τα ταρατατζούμ και θα καθόταν στο σπίτι του, με τη σύζυγο και με τα παιδιά, ντυμένος με αθλητική φόρμα και σαγιονάρες.

Ποτέ του δεν αισθάνθηκε άνετα κάτω από το φως των προβολέων. Ποτέ του δεν θέλησε να διεκδικήσει ρόλο πρωταγωνιστή. Ποτέ του δεν φώναξε «εγώ» στο αυτί κάποιου συμπαίκτη. Τα παλαιά ανιαρά κλισέ, «πάνω απ’όλους η ομάδα» και «ό,τι πει ο προπονητής» έγιναν στην περίπτωσή του πραγματικότητα.

«Σκοπεύω να ασχοληθώ με το μπάσκετ», δήλωσε μέσες άκρες στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου. Αυτό σημαίνει μάλλον ότι θα στήσει μία μπασκέτα στην αυλή του σπιτιού του, για να παίζει ο γιος του. Με ψευδώνυμο όμως, για να μείνει το επώνυμο της οικογένειας μακριά από τη δημοσιότητα…

Μπορεί να φανταστεί κανείς τον Δημήτρη Διαμαντίδη προπονητή; Μάνατζερ κάποιας ομάδας; Παράγοντα της Ομοσπονδίας; Σχολιαστή της τηλεόρασης, έστω; Προσκεκλημένο σε κάποιο στούντιο;

Aυτός ο ιδιαίτερος, sui generis άνθρωπος έχει πολλά να πει για το μπάσκετ, για τη ζωή και για την κοινωνία όπου μεγάλωσε, αλλά τα κρατάει για τον εαυτό του. Η εσωστρέφεια είναι το μεσαίο του όνομα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, ιδίως στον καιρό της παρλαπίπας και της αμετροέπειας.

Ωστόσο, η μετριοφροσύνη και η μετριοπάθεια που διακρίνουν τον Διαμαντίδη έγιναν βαρίδι στην ίδια του την αγωνιστική πρόοδο. Γίνεται, η ιδιοσυγκρασία ενός αθλητή να αποτελεί ταυτόχρονα εφόδιο και εμπόδιο;

Στην περίπτωση του Διαμαντίδη, η απάντηση είναι θετική. Έγραψα για το ίδιο θέμα και στο πρόσφατο παρελθόν (http://www.gazzetta.gr/basketball/article/935321/i-orofi-emeine-athikti), αλλά τρώγομαι να το επαναφέρω. Προς δημόσια διαβούλευση, που λένε και στην πολιτική...

Αυτό το απλό παιδί από την Καστοριά προικίστηκε με θείο χάρισμα και έφτασε να γίνει είδωλο στα γήπεδα του μπάσκετ, αλλά ουδέποτε έγινε ο καλύτερος Διαμαντίδης που θα μπορούσε. Εάν το ταλέντο του συνδυαζόταν με το «εγώ» του Γκάλη, μπορεί και να τον ξεπερνούσε, τον απλησίαστο Νικ.

Φόρεσε τον μανδύα του ηγέτη χωρίς να το επιθυμεί και χωρίς να το ζητήσει από κανέναν. Τα παπούτσια του μπροστάρη του φαίνονταν πάντοτε στενά. Προτιμούσε το πίσω κάθισμα από τη θέση του οδηγού.

Εάν γινόταν να τον ακολουθεί στο παρκέ μία σκοτεινή ακτίνα για να τον κάνει αόρατο σε εχθρούς και φίλους, θα κρυβόταν στο ημίφως της και θα μοίραζε από εκεί ξέγνοιαστος τις πάσες και τα τρίποντά του.

Και αν υπήρχε η δυνατότητα να φεύγει από το γήπεδο 1-2 λεπτά πριν τη λήξη των λιγότερο αμφίρροπων αγώνων, θα έφτανε στο σπίτι του την ίδια ώρα που οι συμπαίκτες του θα ανταπέδιδαν το χειροκρότημα της εξέδρας.

Ποτέ άλλοτε δεν παρουσιάστηκε στα ελληνικά γήπεδα απρόθυμος υπερήρωας σαν αυτόν. Άγγιξε την τελειότητα και όμως ήταν «underachiever».

Ως μπασκετμπολίστας που άνθισε τον 21ο αιώνα, ο Διαμαντίδης ήταν ταυτόχρονα old skool και new age.

Το μπάσκετ που πρέσβευε ήταν παλαιάς σχολής, αφού έδινε προτεραιότητα στο ομαδικό παιχνίδι, στον ιδρώτα και στην αυταπάρνηση, περισσότερο και από τον παίκτη-πρότυπο αυτής της κοσμοθεωρίας, Παναγιώτη Γιαννάκη.

Ταυτόχρονα, όμως, ο Διαμαντίδης έδειξε με το παιχνίδι του τον δρόμο προς το μέλλον. Πολλοί προπονητές οραματίζονταν στα υγρά τους όνειρα το μοντέλο του δίμετρου γκαρντ που κάνει τα πάντα και τα κάνει σωστά χωρίς να έχει το μυαλό στα σύννεφα, μέχρι που ήλθε ο Καστοριανός να του δώσει σάρκα και οστά.

Θυμάμαι σαν να ήταν χθες, ένα τουρνουά Εφήβων που παρακολούθησα το 2007, όπου όλα τα πιτσιρίκια προσπαθούσαν να παίξουν το μπάσκετ όχι πια του Γκάλη, αλλά του Διαμαντίδη. Το Βελιγράδι και η Σαϊτάμα άλλαξαν τα πάντα μέσα σε 12 αλησμόνητους μήνες.

Η ελληνική σχολή πάτησε και με τα δύο πόδια σε αυτή την όχθη, ώσπου το παραξήλωσε και έγινε σαν Διαμαντίδης χωρίς ταλέντο. Δεν φταίει φυσικά ο ίδιος ο Μήτσος, αν σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερους Σπανούληδες παρά Διαμαντίδηδες.

Η τροπαιοθήκη του παλαίμαχου, πλέον, Διαμαντίδη είναι γεμάτη με πολύτιμα πετράδια. Η πρώιμη και αδικαιολόγητη αποχώρησή του από την Εθνική ομάδα προσθέτει μία δυσάρεστη, όχι ευκαταφρόνητων διαστάσεων, μουντζούρα. Δυστυχώς, αυτή η κίνηση δεν συγχωρείται.

Η απόφασή του να εγκαταλείψει την ενεργό δράση εν έτει 2016 ενώ έχει ακόμη τις μπαταρίες μισογεμάτες και παίζει συχνά εξωγήινο μπάσκετ μαρτυρά ότι ο Διαμαντίδης ουδέποτε είχε πλήρη συναίσθηση των δυνατοτήτων του. Μπορεί να μην είναι πια ο «3-D» της νιότης του, αλλά παραμένει στα 35 του ανώτερος από το 90% των ανταγωνιστών του, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Ο περίφημος ισχυρισμός του, ότι τάχα δεν ήταν αρκετά καλός για να παίξει στο ΝΒΑ, αγγίζει το όριο του εξωφρενικού. Προσωπικά πιστεύω ότι είχε τις δυνατότητες να γίνει ακόμα και All-Star.

Έστω και με αυτούς τους αστερίσκους, η θέση του στο Τοp-5 των ιερών τεράτων του ελληνικού μπάσκετ είναι εξασφαλισμένη. Θα μπορούσε, όμως, να γίνει ο πρώτος των πρώτων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.

Στο μεταξύ, εκείνος κοιτούσε το ρολόι και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει…

Πηγή: gazzetta.gr