Τη δική του προπονητική φιλοσοφία ανέλυσε ο Γιάννης Σφαιρόπουλος μιλώντας στην ιστοσελίδα της Ευρωλίγκας. Παράλληλα ο προπονητής των «ερυθρόλευκων» μίλησε για το πώς αποφάσισε να σταματήσει την καριέρα του ως παίκτης για να γίνει μόλις στα 19 του προπονητής, αλλά και στις δυσκολίες που αντιμετώπισε για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ομάδων του από τη στιγμή που δεν έφερε κάποιο μεγάλο όνομα ως παίκτης. 

Η φιλοσοφία του έχει στο επίκεντρο τη συμπεριφορά στους παίκτες του σαν να είναι παιδιά του, με τον Σπανούλη να είναι ο... μεγαλύτερος γιος του! 

Αναλυτικά, όσα είπε ο Γιάννης Σφαιρόπουλος στην ιστοσελίδα της Ευρωλίγκας: 

Άρχισα την προπονητική στα 19 μου και σταμάτησα να παίζω δύο χρόνια μετά. Για δύο χρόνια ήμουν παίκτης και προπονητής, αλλά όταν ανακάλυψα πόσο μου αρέσει η προπονητική, σταμάτησα να παίζω. Ήξερα πως δεν ήμουν σπουδαίος παίκτης. Δούλευα σκληρά και άρχισα να παίζω στα 12 μου. Αντιλήφθηκα πως δεν ήμουν αρκετά καλός για να παίζω σε υψηλό επίπεδο. Έπαιξα για 1-2 χρόνια στην Α2, αλλά μετά από αυτό όταν άρχισα να προπονώ παιδιά κατάλαβα τι ήθελα να κάνω, Δεν ήθελα να παίζω πια και δεν είχα μεγάλο μέλλον σαν παίκτης. 

Αποφάσισα να προπονήσω παιδιά. Δεν ήξερα τότε πού θα φτάσω και δεν άρχισα την προπονητική γιατί ήθελα να γίνω επαγγελματίας, αλλά γιατί αγαπώ το μπάσκετ και μέσα από την προπονητική η αγάπη μου για το παιχνίδι έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Η προπονητική είναι μια τελείως διαφορετική πτυχή του παιχνιδιού. Πιστεύω πως υπάρχουν πολλοί καλοί παίκτες που δεν μπορούν να γίνουν προπονητές, αλλά και άλλοι που θα μπορούσαν να τα πάνε καλά. Ακόμη και μέτριοι παίκτες μπορούν να γίνουν μεγάλοι προπονητές. Είναι διαφορετικό να είσαι προπονητής. Πρέπει να έχεις μέσα σου την ηγετική προσωπικότητα, τη σωστή νοοτροπία, να είσαι καλός ψυχολόγος και να δουλεύεις σκληρά. Όλος αυτός ο συνδυασμός δεν βρίσκεται εύκολα. 
 

 

Ένας καλός προπονητής πρέπει να ξέρει να διαχειρίζεται όλες τις καταστάσεις, τις προσωπικότητες των παικτών του, τις κρίσεις μέσα στην ομάδα, την ανάθεση ρόλων και τις ιδέες στις προπονήσεις και τα παιχνίδια. Όλα αυτά είναι σημαντικά, αλλά το πιο σημαντικό είναι να διαχειρίζεσαι διαφορετικές προσωπικότητες και να είσαι έτοιμος για όλες τις πιθανές καταστάσεις. 



Όταν έχεις υπάρξει καλός παίκτης είναι εύκολο να κερδίσεις το σεβασμό όλων γύρω σου, αλλά για όσους δεν έχουν παίξει καθόλου, είναι δύσκολο να κερδίσεις το σεβασμό. Ίσως εγώ να χρειάστηκε να δουλέψω δύο και τρεις φορές περισσότερο από έναν γνωστό παίκτη που τον ήξεραν όλοι, οι παίκτες, οι συνάδελφοί του, οι αντίπαλοι, οι φίλαθλοι, οι δημοσιογράφοι. Όταν έχεις υπάρξει καλός παίκτης είναι πιο εύκολο να βρεις την ευκαιρία να γίνεις προπονητή από κάποιον που άρχισε προπονώντας παιδιά. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Εγώ δούλεψα σκληρά και συνεχίζω να το κάνω, αλλά από την άλλη είχε την ευκαιρία να συνεργαστώ με προπονητές, να δουλέψω σε μεγάλες ομάδες και να εργαστώ στην Εθνική ως βοηθός. Έτσι έφτασα ως εδώ. 



Χαίρομαι πολύ που εργάστηκα για πολλά χρόνια ως βοηθός μεγάλων προπονητών. Έμαθα πολλά από αυτούς για έντεκα χρόνια μέχρι να γίνω πρώτος. Πήρα πολλές διαφορετικές ιδέες από πολλούς προπονητές κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα μέχρι σήμερα και θέλω να ευχαριστήσω τους προπονητές αυτούς για τη γνώση που μου έδωσαν. 



Αυτή είναι η 31η μου χρονιά στην προπονητή και ποτέ δεν έμεινα εκτός για ολόκληρη σεζόν. Πάντα δούλευα, με εξαίρεση λίγους μήνες πριν αναλάβω τον Ολυμπιακό. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα, γιατί αγαπώ το μπάσκετ και μου αρέσει να είμαι μέλος μιας ομάδας. Οι άνθρωποι του μπάσκετ, όχι μόνο οι προπονητές, δεν έχουν σαββατοκύριακα και γιορτές. Δεν υπάρχει χρόνος για ξεκούραση, αλλά αυτό μας αρέσει. Δεν παραπονιέμαι. Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι εδώ και δουλεύω σκληρά, σαν να ήταν η πρώτη μου μέρα. Ακόμη προσπαθώ να μάθω και να γίνομαι καθημερινά καλύτερος. Πάνω από όλα αγαπώ το μπάσκετ. 

Αντιμετωπίζω τους παίκτες μου σαν τα παιδιά μου. Τους συγχαίρω όταν πρέπει, του εξηγώ τα λάθη τους και κάποιες φορές τους τιμωρώ όταν δεν τους επιτρέπω να κάνουν κάτι. Θα πρέπει να είσαι καλός πατέρας με τους παίκτες σου και να είσαι ο εαυτός σου. Όταν ο προπονητής ή ο πατέρας κάνει κάτι, δεν είναι εύκολο για το παιδί ή τον παίκτη να κάνει κάτι διαφορετικό. Όταν μάθεις να σέβεσαι τους κανόνες, μπορεί να υπάρξουν διαφορές. Ας πούμε ότι ο Σπανούλης είναι ο μεγαλύτερος γιος μου και έχει κερδίσει το δικαίωμα να βλέπει τηλεόραση πιο αργά από τους νεότερους».