Νομίζαμε, τότε, οι ρομαντικοί εξ ημών, ότι η ανέλπιστη εισπρακτική επιτυχία τους θα αφύπνιζε το φίλαθλο κοινό που κρατούσε αποστάσεις από τη δύσοσμη ντεκαντάνς του ελληνικού α(θ)λητισμού. Ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία νέα αρχή κι ένα ηχηρό χαστούκι στον χουλιγκανισμό και τη μισαλλοδοξία.

Φευ, δεν ήταν παρά μία όμορφη παρένθεση, μία παραίσθηση. Μόλις έσβησαν τα φώτα, η Ελλάδα ξανάγινε όπως ήταν πριν. Ή μάλλον, ακόμα χειρότερη. Σαν να ντράπηκε για το φωτεινό πρόσωπο που έδειξε επί 20 μέρες στους ξένους, ξανάπεσε στα βαριά με όλο της το είναι: «Τώρα που έφυγαν οι κουτόφραγκοι, ας ξαναβουτήξουμε στον βάλτο μας».

Δίπλα στο ρημαδιό του παλαιού αεροδρομίου, υπάρχει σήμερα ένα Παλέ που θυμίζει νεκρό κουφάρι. Έκανα τον γύρο του εσωτερικού διαζώματος και φοβόμουν ότι θα πεταχτούν από καμιά γωνιά φαντάσματα, καλικάντζαροι και ποντικοί.

Μερικά από τα αυτοκόλλητα που κοσμούν τους τοίχους είναι μάλλον ξεχασμένα από το 2004. Στις τουαλέτες, τις ελάχιστες που παραμένουν ανοιχτές, μυρίζει ακόμη το μπαρούτι από τις εχθροπραξίες των «πρασινοκόκκινων» τελικών του Κυπέλλου.

Η μοναδική αφίσα που προδίδει σημεία ζωής είναι ένα κάλεσμα για ανοιχτή συζήτηση, για «την αξιοποίηση του μητροπολιτικού πάρκου του Ελληνικού». Ποια αξιοποίηση, ποιου πάρκου, από ποιους; Κρίμα που εξαφανίστηκαν εκείνοι οι βλοσυροί σεΐχηδες από το Κατάρ. Ήτανε κι αυτοί μια κάποια λύσις.

Έτσι είναι σχεδόν όλα τα πάλαι ποτέ Ολυμπιακά Ακίνητα, με εξαίρεση εκείνα που έγιναν σούπερ μάρκετ. Κάποια στεγάζουν συναυλίες κι άλλες μη αθλητικές εκδηλώσεις, ίσα ίσα για να βγάζουν τα έξοδα συντήρησης. Άλλα έχουν αφεθεί στην τύχη τους και ρημάζουν.

Η Ολυμπιακή κληρονομιά της χώρας που γέννησε τους Αγώνες είναι πιστός καθρέφτης της νεοελληνικής κοινωνίας: μία φάλτσα μελωδία της παρακμής. Παντού μυρίζει θάνατος, φορμόλη.

Πριν από εννέα χρόνια, βέβαια, λεφτά υπήρχαν. Τα μοιράστηκαν οι επιτήδειοι που εξασφάλισαν με σκανδαλώδεις συμφωνίες τα Ολυμπιακά έργα, σε αγαστή σύμπνοια με τη Γιάννα και τους αυλικούς της. Σε εμάς τους υπόλοιπους, έμειναν για σουβενίρ οι ποντικοί, οι καλικάντζαροι και οι χούλιγκανς.

Κι οι άδειες κερκίδες των σταδίων που, μια και μοναδική φορά στα εκατό χρόνια, στέγασαν το κοινό που όλοι θα θέλαμε να βλέπουμε στα γήπεδα. Αυτοί που απέμειναν να τα λυμαίνονται, ανεξέλεγκτοι και με τις ευλογίες των «ισχυρών ανδρών» του χώρου, έλειπαν σε διακοπές τον καιρό των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν τους ενδιέφερε το τένις και η άρση βαρών.

Πηγή: sday.gr