Δεν ξέρω πόσοι και αν παρακολουθείτε το φάιναλ-φορ του κολεγιακού πρωταθλήματος μπάσκετ των ΗΠΑ (Εν Σι νταμπλ Έι), πόσοι έχετε τη δυνατότητα (μέσω Οτέ Τιβί) και πόσοι την ...τρέλα να ξενυχτάτε για να βλέπετε άγνωστα πιτσιρίκια να παίζουν μπάσκετ δίχως να φοράνε τη φανέλα της αγαπημένης σας ομάδας, ωστόσο θα γράψω δυο λόγια για το ...σακατιλίκι μου.

Το γουστάρω όλο αυτό. Ιεροτελεστία είναι. Τόσο για μένα και τα εκατομμύρια λάτρεις του σε όλον τον κόσμο που το περιμένουν πώς και πώς μια φορά το χρόνο τέτοιο καιρό, όσο φυσικά και για όσους συμμετέχουν, από τον καλύτερο παίκτη και τον κορυφαίο προπονητή μέχρι την τελευταία τσιρλίντερ. Αυτή η διοργάνωση ξυπνάει τον αθλητικό μου ρομαντισμό, με γυρνά πίσω στα χρόνια της αθωότητας...

Ασφαλώς δεν ισχυρίζομαι πως όλα είναι καλώς καμωμένα, με γνώμονα «το καλό του μπάσκετ». Ούτε πως πρόκειται για κάποια «γιορτή του ερασιτεχνικού αθλητισμού». Μην κοροϊδευόμαστε. Μια διοργάνωση με τόσο μεγάλη απήχηση, μόνο ερασιτεχνική δεν μπορεί να είναι. Το χρήμα πολύ!

Ωστόσο, πέραν των οικονομικών δεδομένων, με τα πανάκριβα τηλεοπτικά δικαιώματα, τις χορηγίες, τους ακριβοπληρωμένους προπονητές ή τους αυριανούς αστέρες του Εν Μπι Έι που ήδη έχουν κλείσει θυρίδες για να βάλουν τα παχιά συμβόλαια που τους περιμένουν, υπάρχει και μια ολόκληρη μπασκετική φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία με την ομάδα στο επίκεντρο. Ομάδες προπονητή, παίκτες προπονητή, σκληρή δουλειά, αφοσίωση στην παράδοση (μόνο τυχαίοι δεν είναι οι ιδιόρρυθμοι κανονισμοί που αρνούνται να υποκύψουν στην εξέλιξη του επαγγελματικού μπάσκετ), πάθος για τη φανέλα. Ακόμα κι αν για κάποια από αυτά τα παιδιά, η συγκεκριμένη φανέλα του κολεγίου αποτελεί το όχημα για μια καλύτερη θέση στο ντραφτ του Εν Μπι Έι και για ένα συμβόλαιο που θα εξασφαλίσει μια άνετη ζωή μακριά από τα γκέτο.

Δεν είναι για όλους το ίδιο. Μπορεί κάθε ομάδα να έχει ένα-δυο αστέρια ή αστεράκια με προοπτικές, ωστόσο δεν είναι όλοι οι παίκτες μάγοι του μπάσκετ. Οι περισσότεροι δεν θα γίνουν καν μπασκετμπολίστες. Μπορεί από το κολέγιό τους να αποφοιτήσουν δικηγόροι, μανατζαραίοι, μαθηματικοί ή ...επαγγελματίες άνεργοι του αύριο, ωστόσο όσον αφορά στις υποχρεώσεις τους στην ομάδα είναι στρατιώτες. Ακόμα κι ο τελευταίος παίκτης, ο παγκίτης που κουνάει την πετσέτα και που μπορεί να κληθεί σε βάθος χρόνου να ρίξει το κορμί του στη μάχη για μερικά λεπτά, θα το κάνει με αυτοθυσία και θα πει κι ένα τραγούδι. Άλλωστε, όταν δέχεσαι οδηγίες από «ιερά τέρατα» του αθλήματος, όπως ο Ρικ Πιτίνο, ο Μάικ Σιζέφσκι, ο Τζιμ Μποχάιμ και άλλοι δάσκαλοι του μπάσκετ, μόνο αυτό μπορείς να κάνεις. Να τα δώσεις όλα, να ταυτιστείς, να μπεις στο γήπεδο και να παίξεις ξύλο, να σουρθείς στο παρκέ για μια χαμένη μπαλιά, να δεις θεριά να πηδάνε πάνω από το κεφάλι σου κι εσύ να προσπαθείς να τα κόψεις, υπό το φόβο το χέρι σου να βρεθεί μισό από τη μία κι άλλο μισό από την άλλη μεριά της στεφάνης.

Διαβάστε το υπόλοιπο θέμα στο gazzetta.gr