Θεωρητικά το ιδανικό σενάριο για μία ομάδα είναι να έχει πέντε Michael Jordan ή πέντε Magic Johnson στην πεντάδα της. Στην πραγματική ζωή ωστόσο δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οι σταρ είναι απαραίτητοι σε μία ομάδα με στόχους. Εξίσου απαραίτητοι όμως είναι και οι ρολίστες, οι οποίοι θα κάνουν αθόρυβα την δουλειά τους, σπάνια θα κερδίσουν την ανταπόκριση του κοινού, ωστόσο πάντα θα τους μνημονεύουν συμπαίκτες και προπονητές.

Συνήθως πρόκειται για παίκτες που είναι εξαιρετικοί σε ένα πράγμα είτε αυτό είναι το σκοράρισμα, είτε η άμυνα, είτε τα ριμπάουντ. Ενίοτε είναι καλοί σε περισσότερα από ένα πράγματα. Παρακάτω θα θυμηθούμε μερικούς από τους παίκτες που σημάδεψαν το ΝΒΑ αν και με ελάχιστες εξαιρέσεις ποτέ δεν ήταν σταρ.

Dennis Rodman

Ότι και να πει κάποιος για το «σκουλήκι» είναι πραγματικά λίγο. Ηταν ο ορισμός του ρολίστα, ο άνθρωπος που κατάφερε να κάνει το κοινό του ΝΒΑ να κοιτάξει πέρα από τους πόντους.

Ο «Dennis ο τρομερός» είχε διψήφιο αριθμό πόντων μόλις μία φορά στην καριέρα του. Είχε διψήφιο μέσο όρο ριμπάουντ όμως 10 φορές στην καριέρα του, αναδεικνυόμενος πρώτος ριμπάουντερ του ΝΒΑ τις εφτά από αυτές. Ο Rodman όμως δεν ήταν μόνο ένας καλός ριμπάουντερ. Ηταν ένας από τους καλύτερους αμυντικούς όλων των εποχών. Μπορούσε να μαρκάρει οποιονδήποτε, από τον πλέι-μέικερ της αντίπαλης ομάδας μέχρι και τον σέντερ.

Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα στο ΝΒΑ, δύο με τους Pistons (89’, 90’) και τρία με τους Bulls (96’, 97’, 98’) και παρά το τρελό του στυλ κατάφερε να μπει στο Hall Of Fame φέτος. Ισως ο καλύτερος ρολίστας όλων των εποχών.

Tom Sanders

Αν ο Rodman είναι ο καλύτερος ρολίστας όλων των εποχών, ο Sanders ήταν απλώς ο πρώτος διδάξας. Οντας μέλος των Celtics από το 1960 έως το 1973, ο “Satch” όπως ήταν το παρατσούκλι του παλαίμαχου πάουερ φόργουορντ έκανε μία δύσκολη επιλογή: Προτίμησε τα πρωταθλήματα έναντι της ατομικής προβολής.

Θα μπορούσε να παίξει σε οποιαδήποτε ομάδα του ΝΒΑ και να είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες της. Αντ’ αυτού προτίμησε να μείνει στην σκιά του Bill Russell και των υπόλοιπων σταρ των Celtics, με την εισαγωγή του στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ το 1969 να αποτελεί την μοναδική του ατομική διάκριση. Στην καριέρα του είχε 9.6 πόντους και 6.3 ριμπάουντ μέσο όρο. Σε ομαδικό επίπεδο ωστόσο είχε να επιδείξει 8 πρωταθλήματα (61’, 62’, 63’, 64’, 65’, 66’, 68’, 69’)

Robert Horry

Ο άνθρωπος που κάθε ομάδα που στοχεύει στον τίτλο θα ήθελε στο ρόστερ της. Και ας είχε 7 πόντους μέσο όρο στην καριέρα του! Αυτό που μετρούσε με τον Horry είναι ότι ήξερε πότε ακριβώς να «χτυπήσει».

Ο «Big Shoot Rob» έχει περάσει στην ιστορία ως ένας από τους καλύτερους «clutch» σουτέρ στην ιστορία του ΝΒΑ και δικαίως. Ποτέ δεν φοβόταν να πάρει το τελευταίο σουτ ενός αγώνα. Και σχεδόν πάντα δικαιωνόταν για την επιλογή του, κάτι που αποδεικνύουν τα δεκάδες βίντεο στο Ιντερνετ που τον δείχνουν να πανηγυρίζει έπειτα από ένα νικητήριο καλάθι.

Κατέκτησε επτά πρωταθλήματα στο ΝΒΑ με τρεις διαφορετικές ομάδες: Rockets (94’, 95’), Lakers (2000, 2001, 2002) και Spurs (2005, 2007). Εχει μάλιστα και μία ακόμα πρωτιά. Είναι ο πρώτος παίκτης σε συμμετοχές στα πλέι-οφ στην ιστορία του ΝΒΑ με 244.

Horace Grant

Λίστα του ΝΒΑ χωρίς παίκτη των Bulls δεν γίνεται να υπάρξει. Και φυσικά λίστα για ρολίστες χωρίς τον Horace Grant πάλι δεν γίνεται να υπάρξει.

Ο «Οράτιος» του ΝΒΑ αποτέλεσε σημαντικό γρανάζι στη μηχανή των Chicago Bulls στην πορεία για την κατάκτηση του πρώτου three-peat της ιστορίας τους (91, 92, 93), όντας ο βασικός πάουερ φόργουορντ της ομάδας.

Πηγαίνοντας μάλιστα στο Orlando την σεζόν 1994/95 αποδείχτηκε ότι ήταν ο παίκτης που έλειπε από τους Magic για να διεκδικήσουν τον τίτλο, φτάνοντας μέχρι τους τελικούς του ΝΒΑ όπου ηττήθηκαν με «sweep» από τους Rockets.

Ο Grant ήταν ένας παίκτης χρήσιμος, που μπορούσε να κάνει συγκεκριμένες δουλειές στο γήπεδο: Να σκοράρει από μέση απόσταση, να παίξει καλή άμυνα και να πάρει ριμπάουντ. Κατάφερε μάλιστα να συμπεριληφθεί τέσσερις φορές στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ, ενώ στο λυκαυγές της καριέρας του κατέκτησε και ένα τέταρτο πρωτάθλημα με τους Lakers το 2001.

Bruce Bowen

Ένας από τους πιο μισητούς παίκτες στην σύγχρονη ιστορία του ΝΒΑ, αφού το σκληρό του παιχνίδι στην άμυνα χαρακτηρίστηκε μέχρι και αντιαθλητικό από κάποιους.

Ο παλαίμαχος φόργουορντ μπήκε στο ΝΒΑ από το παράθυρο την σεζόν 1996/97 παίζοντας μόλις ένα λεπτό (!) εκείνη την σεζόν. Σταδιακά ωστόσο κέρδισε την φήμη του καλού αμυντικού, βρίσκοντας καλά συμβόλαια σε Miami και Celtics μέχρι την σεζόν 2000/01, όπου και συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά στην καριέρα του στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ. Και τότε εμφανίστηκαν στον δρόμο του οι Spurs.

Στο συντηρητικό San Antonio ο Bowen θα μετατρεπόταν από καλός αμυντικός σε εξολοθρευτή! Παίζοντας άμυνα στο όριο του φάουλ (ή και ενίοτε πέρα από το όριο) ήταν ο βασικός σμολ φόργουορντ των Spurs σε τρία πρωταθλήματα που κατέκτησαν (2003, 2005, 2007). Ο ίδιος μπήκε ακόμα δύο φορές στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ και άλλες πέντε φορές στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ, αναπτύσσοντας παράλληλα και ένα καλό σουτ τριών πόντων, κυρίως από τις γωνίες, κερδίζοντας την αναγνώριση. Οι εχθροί του βέβαια ακόμα υποστηρίζουν ότι ήταν ένας από τους πιο βρώμικους παίκτες στην σύγχρονη ιστορία του ΝΒΑ.

Charles Oakley

Ο άνθρωπος που κλήθηκε να σταθεί στο πλευρό του Patrick Ewing στα χρόνια ακμής των Knicks την δεκαετία του 90’. Δυνατός σαν βελανιδιά όπως υπαγορεύει και το παρατσούκλι του, «Oak», ο Oakley αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το σκληρό παιχνίδι του, την ικανότητά του στα ριμπάουντ και την καλή του άμυνα.

Οι προσπάθειές του αναγνωρίστηκαν το 1994 όταν έλαβε μέρος στο μοναδικό All Star Game της καριέρας του, κερδίζοντας παράλληλα μία θέση στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του πρωταθλήματος. Την σεζόν 1997/98 θα συμπεριλαμβανόταν στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ. Είχε 9.7 πόντους και 9.5 ριμπάουντ μέσο όρο στην καριέρα του.

Mark Eaton

Ο λευκός σέντερ ήταν το ιδανικό συμπλήρωμα του Karl Malone για χρόνια στην Utah. Την μπάλα την έπιανε από το… κοτσάνι στην επίθεση από το 1982 έως και το 1993 που βρέθηκε στο ΝΒΑ, πλησιάζοντας τους 10 πόντους μέσο όρο μόνο την σεζόν 1984/85 (9.7). Και όλα αυτά με συμπαίκτη τον καλύτερο πασέρ στην ιστορία του ΝΒΑ, τον John Stockton!

Οι Jazz όμως δεν χρειαζόντουσαν τον Eaton για τις επιθετικές του ικανότητες. Τον ήθελαν για αυτά που μπορούσε να κάνει στην άλλη πλευρά του παρκέ. Και εκεί τα κατάφερνε μία χαρά, κάτι που αποδεικνύει το γεγονός ότι αναδείχτηκε δύο φορές καλύτερος αμυντικός της χρονιάς (1985, 1989), συμπεριλήφθηκε τρεις φορές στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ και δύο φορές στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα, έγινε All Star το 1989, και αναδείχτηκε τέσσερις φορές πρώτος μπλοκέρ στο πρωτάθλημα!

Την σεζόν 1984/85 μάλιστα είχε 5.6 κοψίματα μέσο όρο σε κάθε παιχνίδι, επίδοση-ρεκόρ στην ιστορία του ΝΒΑ που δύσκολα θα καταρριφθεί. Εκλεισε την καριέρα του έχοντας 6 πόντους, 7.9 ριμπάουντ και 3.5 κοψίματα μέσο όρο, με το τελευταίο στατιστικό να λέει τα πάντα, αφού έχει τον καλύτερο μέσο όρο σε κοψίματα στην ιστορία της λίγκας.

Michael Cooper

Ο «δυναμίτης» των Lakers του “Showtime” της δεκαετίας του 80’. Επιλέχθηκε μόλις στο νούμερο 60 του ντραφτ του 1978 και την πρώτη του σεζόν πήρε χρόνο συμμετοχής μόλις σε τρία παιχνίδια! Η συνέχεια όμως ήταν διαφορετική.

Από την σεζόν 1979/80 και μετά κέρδισε μία θέση στο ροτέισον των «Λιμνανθρώπων» όντας ο άνθρωπος των επικίνδυνων αποστολών της ομάδας. Αυτός που έπρεπε να μαρκάρει τον καλύτερο επιθετικό περιφερειακό των αντιπάλων και να εκμεταλλεύεται όποτε του δίνεται η ευκαιρία τις πάσες του Magic Johnson.

Ο Cooper 12 σεζόν και 873 αγώνες στο ΝΒΑ όλους με τους Lakers από το 1978 έως το 1990. Με το ζόρι ξεπέρασε τις 100 παρουσίες στην βασική πεντάδα της ομάδας, αφού ήταν ο έκτος παίκτης της. Όλα αυτά όμως δεν τον εμπόδισαν να αναδειχθεί «αμυντικός της χρονιάς» την σεζόν 1986/87, έχοντας ακόμα πέντε παρουσίες στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ και άλλες τρεις στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του πρωταθλήματος.

Και φυσικά ήταν παρών και στα πέντε πρωταθλήματα των Lakers την δεκαετία του 80’ (80’, 82’, 85’, 87’, 88’), όντας αναπόσπαστο κομμάτι του ροτέισον των «Λιμνανθρώπων» στα χρόνια της δόξας τους.

Vinnie Johnson

Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος να ξεκουράζει τους Isiah Thomas και Joe Dumars την εποχή των «Bad Boys» των Pistons, σκοράροντας όσο περισσότερο μπορούσε στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα.

Ο «Microwave» όπως φώναζαν τον Johnson επειδή έπαιρνε αμέσως φωτιά και σκόραρε συνέχεια πέρασε όλη την καριέρα του έχοντας τον ρόλο του έκτου παίκτη. Σε καμία από τις 13 σεζόν που έπαιξε στο ΝΒΑ δεν ξεκίνησε στην βασική πεντάδα της ομάδας του σε περισσότερα από 51 παιχνίδια, έχοντας παρόλα αυτά διψήφιο αριθμό πόντων μέσο όρο σε 9 διαφορετικές σεζόν! Παρόλα αυτά δεν κέρδισε ποτέ το βραβείο του «καλύτερου έκτου παίκτη» του πρωταθλήματος!

Οι ατομικοί τίτλοι ωστόσο δεν ενδιέφεραν τον Johnson, ο οποίος είχε την ευτυχία να κατακτήσει δύο πρωταθλήματα με τους Pistons (1989, 1990), όντας μάλιστα ο ίδιος υπεύθυνος για τον δεύτερο τίτλο, ευστοχώντας σε σουτ με την λήξη του πέμπτου τελικού με τους Blazers το 1990.

Danny Ainge

Ο τζένεραλ μάνατζερ των Celtics θεωρείται ένας από τους πιο έξυπνους παίκτες που πάτησαν ποτέ τα παρκέ του ΝΒΑ.

Ο Ainge ξεκίνησε από το βάθος του πάγκου των Celtics στο πρωτάθλημα του 1984, πριν εξελιχθεί σε πενταδάτο στο πρωτάθλημα του 1986. Το καλό του σουτ από την περιφέρεια συμπλήρωνε ιδανικά την “Big-3” των Larry Bird, Kevin McHale και Robert Parish, φτάνοντας στο σημείο να γίνει All Star το 1988.

Στην συνέχεια έπαιξε στο Sacramento, ενώ ήταν μέλος της ομάδας των Blazers που έφτασε μέχρι τους τελικούς του ΝΒΑ το 1992 και των Suns στην δική τους πορεία μέχρι τους τελικούς του 1993.

Dan Majerle

O “Thunder Dan” βρέθηκε μία ανάσα από το να θεωρηθεί σταρ, ωστόσο στην πραγματικότητα ήταν πάντα ένας πολύ καλός ρολίστας. Ηταν ένας καλός σκόρερ, αποτελώντας σημαντικό μέλος στην πορεία των Suns μέχρι τους τελικούς του ΝΒΑ το 1993.

Δεν ήταν καλός μόνο στην επίθεση όμως. Ηταν και ένας καλός αμυντικός, κάτι που αποδεικνύεται από τις δύο παρουσίες του στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ. Και για κερασάκι στην τούρτα έγινε και τρεις φορές All Star (1992, 1993, 1995).

Steve Kerr

Βάσει αριθμών ο λευκός γκαρντ είναι ο καλύτερος σουτέρ τριών πόντων στην ιστορία του ΝΒΑ, αφού τελείωσε την καριέρα του έχοντας 45.4% στα τρίποντα, η υψηλότερη επίδοση στην ιστορία του ΝΒΑ.

Εχοντας σαν όπλο το καλό του σουτ από μακρινή, αλλά και από μέση απόσταση, ο Kerr αγωνίστηκε 14 σεζόν στο ΝΒΑ, ερχόμενος από τον πάγκο στα 880 από τα 910 παιχνίδια που αγωνίστηκε.

Ο περισσότερος κόσμος τον έμαθε από το πέρασμα του από τους Bulls, με τους οποίους κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (1996, 1997, 1998). Ηταν μάλιστα αυτός που σφράγισε το πρωτάθλημα του 1997 ευστοχώντας στο σουτ που έδωσε τη νίκη στο Chicago στον έκτο τελικό με τους Jazz. Δεν τελείωσε πάντως εκεί η καριέρα του, αφού στην τελευταία του σεζόν στο ΝΒΑ (2002/03) αναδείχτηκε για τέταρτη φορά Πρωταθλητής στο ΝΒΑ με τους San Antonio Spurs.

P.J Brown

Τελευταίος αλλά όχι έσχατος ο παλιός γνώριμος των Ελλήνων φιλάθλων από το πέρασμά του από τον Πανιώνιο, P.J Brown.

Ο παλαίμαχος φόργουορντ/σέντερ έγινε γνωστός κυρίως από το πέρασμά του από τους Miami Heat του Pat Riley από το 1996 έως και το 1999, κερδίζοντας την φήμη του καλού αμυντικού, καταφέρνοντας να συμπεριληφθεί στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ τρεις φορές.

Στο τέλος της καριέρας του πανηγύρισε και ένα πρωτάθλημα με τους Celtics το 2008, δίνοντας βοήθειες στις μάχες κάτω τα καλάθια.

Πηγή: sport24.gr