Oι Chicago Bulls του Michael Jordan κατάφεραν κάτι μοναδικό για τη σύγχρονη εποχή και τη μοντέρνα δομή του ΝΒΑ, όπως άλλωστε παρακολούθησες και στο The Last Dance. Κατέκτησαν 6 πρωταθλήματα σε 8 χρόνια, κάνοντας δύο three-peat. Κάτι μας λέει πως οι τίτλοι θα ήταν περισσότεροι αν ο Air δεν έκανε ένα διάλειμμα για να παίξει baseball, αλλά ακόμη και έτσι η ομάδα του Σικάγο συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες και πιο λαμπερές δυναστείες που είδαν ποτέ τα παρκέ.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φουρνιάς των τίτλων, από το διάστημα δηλαδή από το 1995 μέχρι και το 1998, η βάση τους ήταν πολύ συγκεκριμένη και ουσιαστικά ανίκητη, εντός και εκτός παρκέ. O Michael Jordan ασφαλώς ήταν το alpha male, έχοντας στο πλευρό του τον υπαρχηγό -που βοήθησε τα μέγιστα και στους τίτλους του 1991, του 1992 και του 1993- Scottie Pippen. Στον πάγκο υπήρχε ακόμη ο Phil Jackson μαζί με τον βοηθό και μέντορά του Tex Winter. Στη θέση του Horace Grant είχε έρθει ο κορυφαίος αμυντικός και ριμπάουντερ αλλά και θεότρελος Dennis Rodman. Υπήρχαν ακόμη ο ψηλός playmaker και ball stopper Ron Harper, που προσαρμόστηκε αμέσως και έπαιζε άψογα την τριγωνική επίθεση, ο κορυφαίος Ευρωπαίος παίκτης και ένας πραγματικός χορευτής των παρκέ, Toni Kukoc, ο εξαιρετικά αξιόπιστος Αυστραλός σέντερ Luc Longley και ο φονικός σουτέρ -όσο και ζόρικος, όπως αποδείχθηκε, τύπος- Steve Kerr. Ασφαλώς, το ρόστερ έφερε για ακόμη μία φορά την υπογραφή του General Manager Jerry Krause, ο οποίος είχε καταφέρει να ενδυναμώσει την ομάδα του πρώτου three-peat, βρίσκοντας τα τέλεια κομμάτια του παζλ τόσο για ένα νέο ράλι τίτλων όσο και για την ιδανική προσαρμογή στο μπάσκετ που άλλαζε.
Στις 14 Ιουνίου 1998, οι Chicago Bulls ολοκλήρωσαν το δεύτερο three-peat τους μέσα στην ίδια δεκαετία, κατακτώντας το 6ο πρωτάθλημα της ιστορίας τους. Μία εβδομάδα αργότερα, το πρώτο από τα βασικότερα κομμάτια του παζλ αποκολλήθηκε. Ο Phil Jackson αποτελούσε πια παρελθόν για τους Ταύρους - αν και ήταν αναμενόμενο. Ο Jerry Krause είχε ήδη καταστήσει σαφές πως αυτό θα συνέβαινε, ακόμη και "αν η ομάδα τερματίσει αήττητη". Ο αμφιλεγόμενος General Manager άλλωστε είχε προετοιμάσει το έδαφος για τον Tim Floyd ως αντικαταστάτη του Zen Master στον πάγκο. Μετά το The Last Dance άλλωστε όλοι έμαθαν και την περίφημη ιστορία για τον γάμο της κόρης του Krause, το καλοκαίρι του 1997, όπου προσκλήθηκαν άπαντες εκτός από τον Phil Jackson. Με τον coach των τίτλων να μη βρίσκεται πλέον στον πάγκο, αναμενόταν, λογικά, ένα ντόμινο εξελίξεων για την μπασκετική δυναστεία που είχε χτιστεί στο Σικάγο. Τα πράγματα όμως πάγωσαν για αρκετό καιρό εξαιτίας του περιβόητου lockout της σεζόν 1998-99.
Μετά από μήνες αναμονής ήρθε το ίσως μεγαλύτερο χτύπημα για την ομάδα αλλά και για την ίδια τη λίγκα: Μερικές ημέρες πριν βρεθεί λύση για την απεργία των παικτών, και πιο συγκεκριμένα στις 23 Ιανουαρίου του 1999, ο Michael Jordan ανακοίνωσε πως αποσύρεται. Το πλήγμα ήταν τεράστιο για όλους αν και υπήρχαν σαφείς ενδείξεις. Ο Air είχε δηλώσει αρκετές φορές on και off camera ότι λίγο-πολύ δεν γούσταρε να παίξει για άλλον προπονητή, κάτι που ασφαλώς ερχόταν σε αντιδιαστολή με την σχεδόν εμμονική μανία του Krause για rebuild της ομάδας. Στις 21 Ιανουαρίου του 1999, οι Bulls αποφάσισαν να αποδεσμεύσουν τον Dennis Rodman. Η επίσημη τοποθέτηση ήταν πως η εξωγηπεδική του ζωή δεν του επέτρεπε να είναι αυτός που πρέπει στο γήπεδο - κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ίσχυε.
Την ίδια ακριβώς ημέρα, το front office των Ταύρων έστειλε τον Steve Kerr στους San Antonio Spurs, σε ένα μάλλον κακό για τους ίδιους trade. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα στις 28 Ιανουαρίου 1999, όταν ο αμέσως σημαντικότερος μετά τον Jordan παίκτης της ομάδας, Scottie Pippen, έγινε ανταλλαγή στους Houston Rockets για τον Roy Rogers και ένα pick δευτέρου γύρου για το draft του 2000.
Ο Pippen είχε βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο φημών και άβολων καταστάσεων, ειδικά κατά τη σεζόν 1997-98, εξαιτίας της επιθυμίας του να υπογράψει ένα καλύτερο συμβόλαιο και την επίμονης άρνησης της ομάδας να του το προσφέρει. 24 ώρες μετά, παρελθόν αποτέλεσε και ο Luc Longley. Κάνοντας έναν γρήγορο απολογισμό, ελάχιστες ημέρες αφού ο κορυφαίος παίκτης όλων των εποχών αποσύρθηκε, οι Bulls έχασαν 4 παίκτες-κλειδιά για το δεύτερο three-peat.
Ναι, ήταν παίκτες σε προχωρημένη ηλικία και στο τέλος των συμβολαίων τους αλλά αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δεν είχαν και τίποτα να προσφέρουν ακόμη. Άλλωστε, οι ίδιοι είναι που μαζί με τον MJ κυριάρχησαν για ακόμη μία φορά λίγους μήνες πριν.
Στην πορεία, ο Pippen έκανε μερικές ακόμη καλές χρονιές στους Rockets και τους Blazers, ο Kerr κατέκτησε τέταρτο σερί τίτλο με τους Spurs, ο Longley ήταν βασικός σε όσες ομάδες αγωνίστηκε και ο Dennis Rodman συνέχισε να είναι ο Dennis Rodman. Τα πράγματα θα ήταν ok, αν οι Bulls εξακολουθούσαν να έχουν ένα ανταγωνιστικό ρόστερ.
Ο Tim Floyd ήταν πια προπονητής και τα κλειδιά της ομάδας δόθηκαν στους Harper και Kukoc. Το πραγματικό πρόβλημα όμως ήταν πως δεν υπήρχε πια κανείς για παίξει το ρόλο του go-to-guy (ούτε καν ο Pippen) και ασφαλώς τα ανταλλάγματα και οι αντικαταστάτες που επίλεξε ο Krause και οι συνεργάτες του ήταν πολύ κατώτερα των προσδοκιών. Στην ομάδα ήρθαν -αντί των όσων έφυγαν- οι Roy Rogers, Bubba Wells, Martin Müürsepp, Chuck Person και Mark Bryant, μαζί με ένα draft pick πρώτου γύρου το 1999 (Ron Artest), ένα πρώτου γύρου του 2000 (Dalibor Bagaric) και ένα δευτέρου γύρου του 2000 (Jake Voskuhl).
Από αυτούς μόνο οι Artest, Bryant, Bagaric και Voskuhl έπαιξαν για τους Bulls και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1998-99 παίχτηκαν μόλις 50 ματς κανονικής σεζόν στο ΝΒΑ λόγω του lockout και ευτυχώς για τους Ταύρους, οι οποίοι παρουσιάστηκαν κάτι παραπάνω από κακοί, σημειώνοντας ρεκόρ 13 νικών και 37 ηττών.
Σε έναν αγώνα εναντίον του Μαϊάμι μάλιστα έβαλαν μόλις 49 πόντους, χάνοντας με διαφορά 33. Η ομάδα περιείχε μόνο ρολίστες με τύπους όπως οι Randy Brown και Dickey Simpkins (και οι δύο στην ομάδα του τελευταίου τίτλου) να βρίσκονται ξαφνικά από την άκρη του πάγκου στην αρχική πεντάδα. Η μόνη νέα προσθήκη που έδειχνε να μπορεί να προσφέρει κάτι ήταν ο σουτέρ Brent Barry, που ήρθε από τους Miami Heat.
To υπόλοιπο ρόστερ; Ακόμη και ο πιο ενημερωμένος fan του NBA θα δυσκολευτεί πολύ να αναγνωρίσει περισσότερους από 2-3 παίκτες. Όλη αυτή η κατάσταση ωστόσο έδωσε στους Bulls το νο.1 pick της επόμενης χρονιάς στο draft - επίλεξαν τον θηριώδη power forward του Duke, Elton Brand καθώς και στο νο.16 τον Ron Artest. Τον Σεπτέμβριο του 1999 όμως οι Harper και Kukoc έγιναν ανταλλαγή. Πλέον δεν υπήρχε καμία απολύτως σύνδεση με τους θρυλικούς Bulls του 1998.
Ο Jerry Krause το είπε και το έκανε. Ολικο rebuild. Το μόνο θετικό ήταν πως οι Bulls είχαν πια στη διάθεσή τους 6 draft picks, οπότε θα μπορούσε να πει κάποιος ότι διέθεταν την ευκαιρία να στήσουν εξαρχής μία νεανική ομάδα με ταλέντο, προσπαθώντας παράλληλα να πείσουν ανερχόμενους σούπερ σταρ όπως οι Tracy McGrady και Eddie Jones. Δεν κατάφεραν να πάρουν κανέναν από τους δύο - ειδικά ο McGrady είχε πάει στο Σικάγο για συζητήσεις και όλοι τον υποδέχτηκαν λες και είναι ο νέος Jordan. Τελικά, υπέγραψαν και οι δύο για ομάδες της πολιτείας καταγωγής τους, Φλόριντα.
Είχε απομείνει το draft ωστόσο. Το περίφημα κακό draft του 2000. To βράδυ της 28ης Ιουνίου 2000, ο Krause είχε μπόλικη δουλειά. Διάλεξε αρχικά τον πρώην παίκτη του Tim Floyd στην Iowa Marcus Fizer στο νο.4 -παρότι αυτός έπαιζε στην ίδια θέση με τον Elton Brand. Με το pick που είχε εξασφαλίσει από το trade του Toni Kukoc, επίλεξε τον Jamal Crawford, που ήταν μεν ικανότατος από τότε αλλά σε καμία περίπτωση αυτός που αργότερα εξελίχθηκε στον κορυφαίο 6ο παίκτη του πρωταθλήματος.
Ακολούθησαν οι Dalibor Bagaric (νο. 24), A.J. Guyton (νο.32), Jake Voskuhl (νο.33) και Khalid El-Amin (νο.34). Προφανώς και όχι οι καλύτερες δυνατές επιλογές, με τους Bulls να έχουν ρεκόρ 15-67 την σεζόν 2000-01, όντας η μάλλον χειρότερη ομάδα στο ΝΒΑ. Αυτό βέβαια τους έδωσε την ευκαιρία για το νο.2 και το νο.4 στο επόμενο draft, έπειτα και από την ανταλλαγή του Brand στους Clippers. Με αυτά επίλεξαν τον σέντερ Tyson Chandler και τον επίσης σέντερ Eddy Curry. Θα μπορούσαν να έχουν πάρει τον Paul Gasol αλλά ο Krause απλά τον προσπέρασε, βλέποντας στα πρόσωπα των Chandler και Curry το δίδυμο ψηλών που θα κυριαρχούσε στη λίγκα τις επόμενες δεκαετίες. Όπως πιθανότατα γνωρίζεις, αυτό απείχε πολύ, μα πάρα πολύ, από την πραγματικότητα. Για να κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα ακολούθησαν και κάποιες δηλώσεις του GM των Ταύρων λίγες ημέρες μετά τις επιλογές του στη λοταρία.
"Αρκετά με τον Jordan. Δεν είναι πλέον εδώ και πρέπει να χτίσω μία ισχυρή, νεανική ομάδα" ανέφερε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του, πιστεύοντας πως μαζί και με τους Brand Miller, Ron Mercer και Eddie Robinson έχει κατασκευάσει μία ομάδα που μπορεί να είναι ανταγωνιστική. Οι Bulls παρέμειναν φρικτοί στον αγωνιστικό χώρο και έτσι το front office, τον Ιανουάριο του 2001, έδωσε σε ανταλλαγή τους Artest, Mercer και Miller στους Indiana Pacers για τους Jalen Rose, Travis Best, Norman Richardson και ένα pick δεύτερου γύρου. Αποτέλεσμα; 21 συνολικά νίκες στο τέλος της σεζόν.
Η κριτική στον Krause είχε γίνει πια εντονότερη από ποτέ. Ένα από τα βασικότερα θέματα -όπως αποδείχθηκε αργότερα- δεν ήταν η επιλογή των παικτών αλλά το timing αυτών. Για παράδειγμα, ο Ron Artest εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους αμυντικούς του ΝΒΑ και κέρδισε πρωτάθλημα στη συνέχεια, όπως και ο Tyson Chandler. Οι Elton Brand και Brand Miller έπαιξαν πολλά χρόνια σε υψηλό επίπεδο και έγιναν All-Stars. Όλοι όμως με φανέλες άλλων ομάδων.
Ο Krause ουσιαστικά είχε κάνει καλές επιλογές αλλά σε λάθος χρόνο. Ο ίδιος πάντως αποφάσισε να ρίξει μία από τις τελευταίες του ζαριές στο draft του 2002, αφού προηγουμένως αντικατέστησε τον coach Floyd με τον παλιό παίκτη της ομάδας του πρώτου three-peat, Bill Cartwright. Στις 26 Ιουνίου 2002, δεν μπόρεσε να πάρει τον Yao Ming που κατέληξε στο Χιούστον, έκανε όμως την αμέσως καλύτερη επιλογή, με τον playmaker του Duke Jay Williams - έναν εξαιρετικά χαρισματικό άσο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας πιο γρήγορος και επιθετικός Chris Paul.
Παράλληλα, η ομάδα απέκτησε και τον βετεράνο Charles Oakley, που πριν 14 χρόνια είχε γίνει ανταλλαγή για να βρεθεί στους Ταύρους ο Cartwright. Η βελτίωση ήταν προφανής, οι νεαροί άρχισαν να παίζουν όλο και καλύτερα και οι Bulls ξεκίνησαν να νικούν, χωρίς βέβαια να μπαίνουν για μία ακόμη χρονιά στα play-offs. Τότε είναι που τους χτύπησε αλύπητα η μοίρα.
Στις 23 Ιουνίου του 2003, η Yamaha YZF-R6 που οδηγούσε ο Jay Williams ανετράπη με μεγάλη ταχύτητα στη γωνία Belmont και Honore, στο Roscoe Village του Σικάγο. Ο 22χρονος τότε Williams -ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν φορούσε κράνος, δεν είχε δίπλωμα και παραβίαζε και όρο του συμβολαίου του που του απαγόρευε να οδηγά μοτοσυκλέτα- έσπασε και τα δύο του πόδια. Το αποτέλεσμα ήταν να μην παίξει ποτέ ξανά μπάσκετ. Λίγo καιρό αργότερα, ο Jerry Krause απολύθηκε και τη θέση του πήρε ένας ακόμη σημαντικός πρώην παίκτης των Bulls, o John Paxson. Ο Paxson ήταν ίσως ο μοναδικός που προσπάθησε με επιτυχία να βάλει μία τάξη και να κάνει σωστές επιλογές.
Μεταξύ άλλων έφερε τον Scott Skiles ως προπονητή και φτιάχνοντας έναν πολύ ενδιαφέροντα πυρήνα παικτών με τους Kirk Hinrich, Ben Gordon, Luol Deng, Chris Duhon και Andrés Nocioni, έβαλε ξανά την ομάδα σε τροχιά play-offs. Μέχρι το 2009 που παρέμεινε στο πόστο του, ο Paxson εμπλούτισε τους Bulls με τους Joakim Noah και Derrick Rose (ο οποίος έμοιαζε ως ο άνθρωπος πάνω στον οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί ολόκληρο το franchise για επιστροφή στους τίτλους, μέχρι φυσικά να τον τσακίσουν οι τραυματισμοί), προτού αναβαθμιστεί σε αντιπρόεδρο του οργανισμού. Για την ιστορία, τον περασμένο Απρίλιο, προσελήφθη για το ρόλο αυτό ο Λιθουανός Arturas Karnisovas, με τον John Paxson να γίνεται Senior Advisor of Basketball Operations.
Jerry Reinsdorf, Jerry Krause, John Paxson και όλοι οι υπόλοιποι executives που εργάστηκαν στους Bulls προσπάθησαν κάτι που εκ των πραγμάτων ήταν απίθανο να συμβεί. Να κάνουν rebuild σε μία από τις καλύτερες, συναρπαστικότερες και πιο νικήτριες ομάδες όλων των εποχών. Aυτό έμοιαζε καταδικασμένο εξ' αρχής. Άλλωστε, δεν μπορείς να έχεις διαρκώς στο ρόστερ σου τον καλύτερο παίκτη που έπαιξε ποτέ το παιχνίδι.
ΠΗΓΗ: Esquire.com.gr