Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο κόσμος τον υποδέχτηκε θριαμβευτικά. Τον παρέλαβαν απ’ το σταθμό του τρένου και τον συνόδευσαν μέχρι το γήπεδο του Πανελληνίου, στο Πεδίο του Άρεως. Ο Κωστής δεν πρόλαβε να χαρεί το θρίαμβό του. Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του, ξέσπασε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Χιλιάδες Έλληνες κατετάγησαν στο στρατό και ακόμη περισσότεροι ήρθαν ως εθελοντές. Κόσμος ερχόταν από την Αμερική, για να συμμετάσχει στον πατριωτικό αγώνα.
Από αυτή την προσπάθεια δεν μπορούσε να λείπει το αγαπημένο παιδί της Ελλάδας, ο χρυσός Ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας. Κατατάχτηκε αμέσως, με μεγάλο ζήλο. Δεν έβλεπε την ώρα να υπηρετήσει τη χώρα του.
Όμως οι ανώτεροί του δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή ενός ινδάλματος για το σύνολο του λαού. Του έκαναν συνεχώς συστάσεις να πάει στα μετόπισθεν, για να μείνει μακριά απ” τον κίνδυνο. Το 1916 θα διεξάγονταν πάλι Ολυμπιακοί Αγώνες και η ελληνική κυβέρνηση προόριζε τον Τσικλητήρα για άλλο ένα χρυσό μετάλλιο. Δεν μπορούσαν να θυσιάσουν ένα σπουδαίο ταλέντο και από τα ελάχιστα που είχε η Ελλάδα, στο πεδίο της μάχης. Οι εντολές έρχονταν από την αυτού εξοχότητα, τον Πρίγκιπα Νικόλαο.
Ο Κωστής δεν υπάκουσε. Ντρεπόταν να μείνει πίσω όταν τ΄ αδέλφια του ήταν στο μέτωπο. Ήθελε να πολεμήσει για την πατρίδα του και το φώναζε με κάθε τρόπο. Αρνήθηκε να γυρίσει στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφερε να πολεμήσει. Οι αξιωματικοί τον τοποθετούσαν πάντα μακριά απ” τη μάχη. Του ανέθεταν να συνοδεύει αιχμαλώτους και όποια άλλη δουλειά εξασφάλιζε την απουσία του απ” το μέτωπο. Η οικογένειά του ανησυχούσε και τον συμβούλευε να δεχτεί τις συστάσεις των αξιωματικών και να γυρίσει στην Αθήνα. Μέχρι και ο Μπενάκης, που ήταν φίλος της οικογένειας Τσικλητήρα, του είχε προτείνει να εργαστεί στις επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο, για να τον κρατήσει μακριά απ” τον πόλεμο.
Σε γράμμα προς τη μητέρα του, ο Κωστής εκμυστηρεύτηκε γι άλλη μια φορά, ότι ντρεπόταν να γυρίσει στην Αθήνα. Ο κόσμος τον αναγνώριζε και τον ρωτούσε γιατί δεν ήταν στο πεδίο της μάχης. Με σχετική ειρωνεία σχολίασε ότι οι ευχές της μητέρας του εισακούστηκαν, γιατί τον έκαναν λοχία σιτιστή και αυτό σήμαινε ότι θα έμενε μακριά απ” τον κίνδυνο. Διαβάστε το υπόλοιπο θέμα στο mixanitouxronou.gr