Aν ένας ξένος με ρωτούσε τι μου χει μείνει από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας σήμερα που συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τη βραδιά της έναρξής του θα του έδινα να διαβάσει ένα προχθεσινό ρεπορτάζ του Γιάννη Παπαδόπουλου στην εφημερίδα «Καθημερινή». Σύμφωνα με αυτό «στα στέγαστρα του Ισπανού αρχιτέκτονα Σαντιάγο Καλατράβα στο Ολυμπιακό Στάδιο και στο Ποδηλατοδρόμιο μέχρι σήμερα δεν μπορούσαν καν να τοποθετηθούν σκαλωσιές για την συντήρηση τους. Δεν εκδίδονταν πολεοδομικές άδειες επισκευής από το 2006 και μετά, καθώς οι δύο μεταλλικές διάσημες κατασκευές του 2004 είναι αυθαίρετες».
Στο ρεπορτάζ που είχε πολλές λεπτομέρειες για την ιστορία των στεγάστρων από το 2004 και μετά δεν έλειπαν και οι συνηθισμένες αμήχανες δηλώσεις του Υφυπουργού Αθλητισμού κ. Ανδριανού που «αφού συμμετείχε σε σύσκεψη με παράγοντες του υπουργείου Πολιτισμού, του ΤΑΙΠΕΔ και της ΕΤΑΔ και έδωσε διευκρινήσεις για τα Ολυμπιακά Ακίνητα δήλωσε ότι «δεν τίθεται θέμα ασφάλειας των στεγάστρων του ΟΑΚΑ», παρότι «υπό την πίεση του χρόνου έγιναν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες εγκαταστάσεις χωρίς να τηρηθούν διαδικασίες για τη νομιμοποίησή τους». Νομίζω ότι με αυτό και μόνο κάποιος θα τα καταλάβαινε όλα. Και τι έγινε πριν τους Ολυμπιακούς και τι μετά και τι εκείνο το μακρινό πλέον καλοκαίρι.
Είναι πολλοί που νοσταλγούν το καλοκαίρι του 2004 βλέποντας στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων την πρωτεύουσα, όπως θα μπορούσε να είναι. Δεν τους κακίζω. Πρόκειται για ανθρώπους που πιθανότατα πιστεύουν δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί κάτι που σε μια βιτρίνα τους μοιάζει τέλειο πάνω τους είναι στενό, φαρδύ ή άχαρο. Η Αθήνα των Ολυμπιακών, όπως και η διοργάνωση των Ολυμπιακών, ήταν μια βιτρίνα που απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Δεν θα πω ότι ήταν μια ψευτιά: οι βιτρίνες δεν είναι απαραίτητα ψεύτικες. Άλλωστε το ψεύτικο και το φτιασιδωμένο δεν είναι ταυτόσημα. Ίσως ωστόσο, το δεύτερο να είναι χειρότερο.
Το καλοκαίρι του 2004 φτιασιδωθήκαμε και βάλαμε τα καλά μας γιατί μας κοίταζε ο κόσμος. Τα λάθη τα μεγάλα τα χαμε κάνει ως χώρα πριν και σε αυτά μερίδιο είχαν όλοι: δυο κυβερνήσεις που πελάγωσαν δίνοντας στην κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου τα κλειδιά της χώρας, ώστε να προετοιμάσει ένα πάρτι χωρίς επόμενη μέρα και χωρίς λογαριασμό, μια αντιπολίτευση που παγιδευμένη στις αγκυλώσεις της αδυνατούσε να κριτικάρει εποικοδομητικά κρυμμένη πίσω από μια βολικότατη άρνηση, ένας Τύπος που πουλώντας την ψυχή του και την κριτική του για φραγκοδίφραγκα μιλούσε για την προβολή της χώρας και το μεγάλο εθνικό στοίχημα, ξεχνώντας (;!) να υπενθυμίσει ότι ο μόνος κερδισμένος ήταν η γκανιότα των εργολάβων.
Από πίσω, πρώτη μούρη στο κάρο των πανηγυρτζήδων, οι πρόεδροι των αθλητικών ομοσπονδιών, που από το 1996 και μετά κολυμπούσαν στο χρήμα, προετοιμάζοντας το εθνικό θαύμα με κόστος αυτό να το διαδεχτεί το απόλυτο τίποτα. Μένοντας μακριά από όλα, τότε που λεφτά έπαιρνε κι ο τελευταίος αρθρογράφος των «Νέων της γαρδένιας», θυμάμαι όλο αυτό το συρφετό των αρχιτεκτόνων της Νέας Μεγάλης Ιδέας να προετοιμάζει τους Αγώνες, όχι απλά χωρίς κανένα σχέδιο, αλλά και με ένα αφόρητο άγχος που δεν άφηνε κανένα να σκεφτεί και να προγραμματίσει τίποτα πιο πολύ από ένα δεκαπενθήμερο φτιασιδωμένο παραμύθι.
Τότε έβλεπα το λογαριασμένο να μεγαλώνει, εν μέσω αυτάρεσκων μπράβο, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δέκα χρόνια αργότερα θα κληρονομούσαμε ως χώρα σκέπαστρα που δεν μπορούν να επισκευαστούν, ολυμπιακές εγκαταστάσεις που βρωμάνε και ζέχνουν, κι ένα αθλητισμό διαλυμένο, αφού αντί οι Ολυμπιακοί του 2004 να γίνουν το μεγάλο σημείο εκκίνησης, έγιναν το ταρατατζούμ του τέλους του. Αυτό ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 2004: όχι η αρχή, αλλά το τέλος, όχι το εφαλτήριο, αλλά η τρύπα, όχι το σημείο αναφοράς, αλλά μια ακόμα φούσκα – ίσως η μεγαλύτερη.
Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας προετοιμάστηκαν με άγχος και το άγχος είναι πάντα κακός σύμβουλος. Η τέλεσή τους έγινε για την πολιτική και αθλητική ηγεσία της εποχής συνώνυμο της επιτυχίας: αν το σκεφτείτε είναι τουλάχιστον αισχρό να ξοδεύεις δισεκατομμύρια ευρώ και να είσαι ευχαριστημένος μόνο και μόνο γιατί κάτι θα καταφέρεις να διοργανώσεις! Δεν προηγήθηκε της τέλεσής τους καμία αληθινή ιδέα που να αφορά τον αθλητισμό, τους διοργανώσαμε για να αποδείξουμε ότι μπορούμε να είμαστε καλοί οικοδεσπότες – πράγμα που όταν μιλάμε για τόσο μεγάλη διοργάνωση είναι λίγο. Ο ισπανικός αθλητισμός, μετά τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης εκτοξεύτηκε. Η Κορέα μετά τους Ολυμπιακούς της Σεούλ έγινε υπερδύναμη – η Ελλάδα ήδη τέσσερα χρόνια μετά τους δικούς της αγώνες και μολονότι η κρίση δεν μας είχε χτυπήσει την πόρτα ήταν ο συνηθισμένος κομπάρσος, που αυτάρεσκα καμάρωνε γιατί οι δικοί του αγώνες ήταν καταπληκτικοί, υπέροχοι, μοναδικοί, κι ας το είχε ο πλανήτης στο μεταξύ ξεχάσει, αφού κανείς ποτέ δεν θυμάται για καιρό νεόπλουτους οικοδεσπότες.
Τι θυμάμαι από το 2004; Ούτε τις τελετές του Παπαϊωάννου, όπου κάτω από το φουστάνι ή το βρακί (δεν θυμάμαι) της Μπιόργκ κρύψαμε την αμηχανία μας όσοι καταλαβαίναμε τι θα ακολουθήσει, ούτε τα μετάλλια πολλά από τα οποία τα βουτήξαμε στη συνέχεια σε ούρα ντοπαρισμένα χωρίς να τα καθαρίσουμε. Θυμάμαι πόσο γρήγορα εξαφανίστηκαν όλα για να μείνουν τα αυθαίρετα σκέπαστρα και τα ολυμπιακά ακίνητα που δεν μπορούμε ούτε καν να κατεδαφίσουμε, ώστε να μην θυμόμαστε πόσο μας στοίχισαν. Θυμάμαι πόσο γρήγορα εξαφανίστηκαν από την επικαιρότητα μας η Γιάννα και η οργανωτική επιτροπή των γλεντζέδων της, που στο τσακίρ κέφι μπορούσαν να βάλουν και φωτιά σε ένα πάρκο. Θυμάμαι πόσο γρήγορα χάθηκε κάθε διάθεση για απολογισμό, λογαριασμό, ανάλυση του κόστους, διάθεση να αποδοθούν ευθύνες εκεί που υπήρξαν σκάνδαλα ή υπερβάσεις.
Αυτά κι αν ήταν ολυμπιακά ρεκόρ που παραμένουν αξεπέραστα…
Πηγή: sport24.gr