. Το ξέρω από πρώτο χέρι, καθώς για περίπου μια δεκαετία ήμουν ένας nak muay, ένας κικ μπόξερ στην Bangkok. Η γυναίκα μου δούλευε στο Τμήμα Διεθνούς Ανάπτυξης και όταν την έστειλαν στην Ταϊλάνδη τον Οκτώβριο του 2003, εγώ κατέληξα στο γυμναστήριο Rompo, έναν επαγγελματικό «στάβλο» μαχητών, στην καρδιά των σφαγείων της Bangkok. Ήταν η μόνη επιλογή που σκέφτηκα ώστε να μην φάω όλα τα χρήματά μου στο Queen Vic, το μπαρ της Βρετανικής Πρεσβείας.
Ήμουν ένας nak muay από τα 19 μου, μαθαίνοντας το Ολλανδικό στυλ στα γυμναστήρια του βροχερού Manchester, αλλά στην καρδιά της οργανωμένης και επαγγελματικής «σκηνής» της Bangkok, έπρεπε να ξεμάθω αυτά που μου είχε μάθει η δύση και να ρίξω τα κιλά που μου είχαν «χαρίσει» οι μπύρες. Μέσα στα οκτώ χρόνια, τους δέκα μήνες, τις τρεις εβδομάδες και τις πέντε μέρες που αφιέρωσα σε αυτήν, έμαθα πολλά για την «τέχνη των οκτώ άκρων» και για το πώς ζει ένας μαχητής «κομπάρσος» στην «σκηνή» του muay thai.
To γυμναστήριο Rompo στην κεντρική Bangkok ήταν μια βρωμερή, μολυσμένη ποντικότρυπα που καθόταν δίπλα στις φτωχογειτονιές της πόλης και το ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Ο έρωτας κρατάει ακόμα. Μαχητές από όλον τον κόσμο έρχονταν στο Rompo γιατί εκεί μπορούσαν να βρουν αγώνες στις μεγάλες σκηνές και έτσι να ζήσουν το όνειρό τους. Ήταν όμως και ένα «γυμναστήριο της μαφίας» στους κύκλους του muay thai.
To πρώτο μάθημα που έμαθα ήταν πως οι πιο σκληροί και δύσκολοι αντίπαλοι, ήταν αυτοί που βρίσκονταν έξω από το ρινγκ. Ένας από αυτούς ήταν ο Mr Pek, που οργάνωνε τους αγώνες τότε. Έχοντας υπάρξει μεγάλος αστέρας του αθλήματος στην δεκαετία του ‘70, με 114 αγώνες στο παλμαρέ του, είχε συνεχίσει να ασχολείται με το muay thai, αλλά πλέον έξω από το αγαπημένο του ρινγκ. Για όλους εμάς, ο Mr Pek ήταν στην κορυφή της πυραμίδας και από εκεί μας έκανε ό,τι ήθελε.
Ένας από τους «δυτικούς» μαχητές (ή farang) του Rompo οδηγήθηκε και εγκαταλείφθηκε στο Buriram, την «πόλη της ευτυχίας», επειδή είχε βγάλει νοκ άουτ έναν Ταϊλανδό μαχητή πάνω στον οποίο είχε στοιχηματίσει ο Mr Pek. Ένας τζογαδόρος αριστοκρατικών διαστάσεων, ο Mr Perk είχε γίνει έξω φρενών με το αποτέλεσμα (αν και ουσιαστικά είχε ποντάρει εναντίον δικού του μαχητή), και οδηγώντας τον «δυτικό» στην μέση του πουθενά, τον ανάγκασε να πάρει τον μακρύ δρόμο της επιστροφής μόνος του. Όσο για την αμοιβή του ως νικητής; Ούτε λόγος. Άλλος ένας νικητής που κατέληγε άφραγκος.
Ο τζόγος είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στο άθλημα, που μια έκθεση του 2013 πάνω στο muay thai σχετικά με το αν θα μπορούσε να γίνει κομμάτι των Ολυμπιακών αγώνων φιλοξένησε την άποψη ενός εκ των μελών της συντακτικής επιτροπής, ο οποίος διατύπωσε πως με την εμφανή έλλειψη ελέγχων κάθε είδους στον χώρο του muay thai, θα ήταν ουσιαστικά αδύνατον να γίνει ολυμπιακό άθλημα.
Είναι άλλωστε κάτι που καταλαβαίνεις γρήγορα από την στιγμή που μπαίνεις στην επαγγελματική πλευρά του αθλήματος. Ο χώρος είναι γεμάτος από κοιλαράδες και απατεωνίσκους με μουστάκια σαν του Fu Manchu, για τους οποίους είσαι απλά ένα αναλώσιμο προϊόν στην γραμμή παραγωγής μιας μεγάλης εγκληματικής επιχείρησης. Όλα είναι μια μπίζνα. Αν δεν παλεύει κάποιος, δεν βγαίνουν λεφτά
Και κάπως έτσι έφτασα στο δεύτερο μάθημα που έμαθα: όλοι οι αγώνες δεν είναι ίσοι. Τα επικίνδυνα ζευγαρώματα ανόμοιων αντιπάλων ήταν συχνό φαινόμενο. Οι περισσότεροι εκ των «ξένων» μαχητών όπως εγώ, συνήθως αντιμετωπίζαμε αντιπάλους που μας έριχναν 10 κιλά. Είναι ένα κλασσικό κόλπο. Ο προαγωγός των αγώνων σου προσέφερε έναν σημαντικό αγώνα στο στάδιο πυγμαχίας του Lumpinee (το Wimbledon των κικμπόξερ), αλλά με τον όρο να «ρίξεις» 5-10 κιλά, λόγω του ότι ο αντίπαλος ήταν σε πιο ελαφριά κατηγορία κιλών. Μετά από δύο εβδομάδες καλογερικής διατροφής και ζωής μέσα στην σάουνα, συναντούσες τον αντίπαλο σου, που ήταν στα ίδια κιλά με εσένα. Μόνο που μιλάμε για τα ίδια κιλά που είχες πριν δύο εβδομάδες. Ελάχιστοι από εμάς, καταφέραμε ποτέ να μετατρέψουμε τέτοια «στησίματα» με νίκες επιπέδου Ρόκι.
Οι Ταϊλανδοί από την άλλη, σπανίως ενδιαφέρονται για τα κιλά του αντιπάλου τους. Για εκείνους η ήττα και η νίκη δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η παρουσίαση της σωστής τεχνικής, το να δείξουν ότι είχαν καρδιά, το «αληθινό πνεύμα του μαχητή». Ποιητικές σκέψεις για κάποιους, αλλά ουσιαστικά ήταν ένα κάρο μαλακίες. Οι δίκαιοι αγώνες στο muay thai ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Είναι όμως οι Ταϊλανδοί καλύτεροι από τους δυτικούς; Γενικά, ναι. Έχουν γρηγορότερα πόδια και είναι καλύτεροι στο clinch (η διαδικασία της όρθιας πάλης, όπου χρησιμοποιούνται γονατιές και αγκωνιές, το σήμα κατατεθέν του muay thai). Οι δυτικοί όμως έχουν συνήθως καλύτερα χέρια και καλύτερη κίνηση με το κεφάλι (κάτι στο οποίο δεν δίνουν βάση οι Ταϊλανδοί καθότι θεωρούν ότι σε κάνει πιο ευάλωτο στο να δεχθείς γονατιά στο κεφάλι). Οι καιροί όμως αλλάζουν. Όλο και περισσότεροι «ξένοι» μαχητές από την Αγγλία, την Ιρλανδία, την Γαλλία, την Ρωσία, το Ισραήλ και το Ιράν έχουν αρχίσει και σημειώνουν επιτυχίες, κάτι που βέβαια δεν αρέσει στους Ταϊλανδούς.
Ακόμα κι έτσι όμως, οι δυτικοί κικ μπόξερ κοιτούν με δέος τον αριθμό αγώνων που δίνει ένας μέσος Ταϊλανδός μαχητής, μαθαίνοντας στη πορεία τον λόγο που προλαβαίνουν και συμμετέχουν σε τόσες πολλές αναμετρήσεις. Οι Ταϊλανδοί ξεκινούν να παλεύουν όταν ακόμα είναι παιδιά, καθώς οι περισσότεροι εκ των μαχητών πωλούνται σε γυμναστήρια σε μικρή ηλικία, ώστε να ξεχρεώσουν οι γονείς τους από δάνεια και χρέη από τζόγο. Δεν βγάζουν τίποτα και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παλέψουν. Είναι μια σκληρή σχέση εκμετάλλευσης. Είδα με τα μάτια μου ένα παιδί που δεν ξεπερνούσε τα 13, να μαστιγώνεται με ένα πλαστικό σχοινί, επειδή δεν υπάκουσε στις εντολές του κηδεμόνα-προαγωγού του.
Υπάρχει ένα ξεκάθαρο πράγμα που ισχύει σε αυτήν την ιστορία. Οι προαγωγοί-παραγωγοί των αγώνων, τουλάχιστον με βάση τα όσα έζησα εγώ, είναι ψεύτες και απατεώνες που δεν δίνουν δεκάρα για τους νεαρούς μαχητές της κάθε αγωνιστικής κάρτας, εκτός και αν είναι πρωταθλητές. Είχα βρεθεί κάποτε αντιμέτωπος με ένα «ξοφλημένο μαχητή», σε έναν «εύκολο αγώνα» που μου είχε κλείσει ένας αδίστακτος προαγωγός από την Αυστραλία. Δεκαπέντε λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα, ενημερώθηκα πως ο αντίπαλός μου ήταν ο “Jaradorn the Rocket”, ένας πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής που είχε στο οπλοστάσιο του μια φαρμακερή γυριστή κλωτσιά. Έχασα με τεχνικό νοκ άουτ στο 123ο δευτερόλεπτο του πρώτου γύρου. Ευτυχώς που στην γωνιά μου είχα τον Tomas Nowak, τον τότε πρωταθλητή βαρέων βαρών και τουλάχιστον πληρώθηκα τον αγώνα. Δεν συμβαίνει συχνά στην Bangkok αυτό.
Το να βρίσκεις τους τρόπους να ξεπερνάς τα εμπόδια που έβρισκες έξω από το ρινγκ βέβαια, δεν σημαίνει ότι μπορούσες να ξεχάσεις το τι γινόταν μέσα σε αυτό. Ο μόνος τρόπος να πάρεις νίκη απέναντι σε Ταϊλανδό μαχητή ήταν να τον βγάλεις νοκ αουτ. Αν η νίκη σου δεν ήταν τόσο εμφανής, οι κριτές στην καλύτερη περίπτωση έβγαζαν τον αγώνα ισόπαλο. Αλλά αν έστω και έτσι, κατάφερες να κερδίσεις έναν παγκόσμιο τίτλο, υπήρχε κι εκεί τρικλοποδιά, καθώς σου ζητούσαν να πληρώσεις για να λάβεις την ζώνη σου. Σε μια περίπτωση που θυμάμαι, το κόστος της ζώνης ήταν στα 25000 Baht και η αμοιβή για την νίκη ήταν 23000 Baht. Κοινώς, έβγαζες και από την τσέπη σου.
Είτε το πιστεύετε όμως είτε όχι, η εκπαίδευση ήταν πιο δύσκολη από του αγώνες. Έπρεπε να μπορείς να τρέξεις 10 χιλιόμετρα πέντε φορές την εβδομάδα και να εξασκείσαι στο muay thai πέντε με έξι φορές την εβδομάδα. Το πολύ να μπορούσες να ξεκουραστείς για δύο ημέρες, πριν αρχίσει να σου φωνάζει κάποιος από τους εκπαιδευτές. Οι τραυματισμοί; Άφθονοι και άσχημοι. Τεράστιες μελανιές στα καλάμια σου, διασείσεις και αναρίθμητα σημάδια στο μέτωπό σου από τις ανάποδες αγκωνιές που έτρωγες. Στην διάρκεια της ενασχόλησής μου έχασα τρία δόντια, εξάρθρωσα το σαγόνι μου, έφαγα τραυματισμό στο γόνατο που με κράτησε έξω για σχεδόν έναν χρόνο και έμπλεξα με αρκετές μολύνσεις στα μάτια από όλες εκείνες τις ιδρωμένες ώρες όρθιας πάλης.
Άξιζε τελικά; Η αλήθεια είναι πως ακόμα σκέφτομαι όλη αυτή την περίοδο που πέρασα στο γυμναστήριο Rompo με αγάπη και νοσταλγία, αλλά αν θέλω να είμαι ειλικρινής, το muay thai, όπως άλλωστε και το επαγγελματικό μποξ στην δύση, είναι ένα άθλημα που ό,τι και να κάνεις, μάλλον χαμένος θα βγεις. Κανείς δεν νοιάζεται για τους μαχητές, δεν έχει πολύ χρήμα και μπορεί να φύγεις από αυτό κουβαλώντας τραυματισμούς που θα σε κυνηγάνε για μια ζωή. Βέβαια δεν το κάνεις για το χρήμα. Το κάνεις για την δόξα. Και όταν πια τελειώσεις, αυτήν παίρνεις μαζί σου. Άντε ίσως και την χαρά μιας περιστασιακής νίκης.
ΠΗΓΗ: vice.com