Για τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί να μοιάζει μ’ ένα αδιάφορο, έως μικρό ή παράδοξο θαύμα, αλλά για την πραγματικότητα του μαγευτικού Αρχιπελάγους, βυθισμένου στον Ειρηνικό είναι απλά η φυσιολογική εξέλιξη μίας πρωτοφανούς λατρείας, προς την οβάλ μπάλα που ξεκίνησε στα τέλη του ‘800 χωρίς να γνωρίζει ότι, ο κόσμος, στα υπόλοιπα μέρη του πλανήτη ήδη πανηγύριζε και μία αντίστοιχη, στρογγυλή.
Αυτήν όμως την, οβάλ, μπάλα έμαθαν και αυτήν αγάπησαν. Μάλιστα με τέτοιο πάθος και σχεδόν τόση μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια που από τους 950.000 κατοίκους των 108 νησιών (τα υπόλοιπα 224 του Αρχιπελάγους είναι ακατοίκητα), εκτιμάται ότι το 10% παίζει αποκλειστικά και μόνο ράγκμπι και ας είναι, οι εξειδικευμένες εγκαταστάσεις ελάχιστες, έως ανύπαρκτες. Παίζουν το ίδιο, και κυρίως με το ίδιο πάθος σε πάρκα, στις παραλίες, στα δάση, στο δρόμο, σε οποιοδήποτε ανοικτό χώρο τους επιτρέπεται να τρέξουν και να διασκεδάζουν πετώντας τη μπάλα, πρώτα προς τα πίσω και μετά κλωτσώντας την προς τα μπροστά, όπως εξάλλου επιβάλλουν και οι κανόνες ενός άγνωστου, στην Ελλάδα, ωστόσο λαοφιλούς στον υπόλοιπο κόσμο από το μακρινό 1823.
Από τότε δηλαδή που, κατά τη διάρκεια… ποδοσφαιρικού αγώνα, στο προαύλιο ενός αυστηρού και πρότυπου, ιδιωτικού σχολείου στην ομώνυμη αγγλική πόλη Rugby, πάνω, κάτω 20χλμ. ανατολικά του Κόβεντρι, ο μαθητής Ουϊλιαμ Ουέμπ Έλις ξαφνικά βαρέθηκε να κλωτσάει μία μπάλα, την έπιασε με τα χέρια και επιτάχυνε προς το αντίπαλο τέρμα. Ο ίδιος βέβαια, ανέκαθεν αρνήθηκε την «πατρότητα» του αθλήματος, το κατά λάθος εύρημά του ωστόσο έγινε αποδεχτό με τέτοιο ενθουσιασμό που ο τότε διευθυντής έδωσε άμεσα εντολή να φιλοτεχνηθεί ένα άγαλμα, μ’ έναν νεαρό που κρατάει στα χέρια του μία οβάλ μπάλα και που ακόμη και σήμερα κοσμεί την είσοδο του εμβληματικού Rugby School.
Έκτοτε, όπως συνέβη εξάλλου και με το ποδόσφαιρο οι Βρετανοί, κυρίως ναυτικοί απ’ όποιο λιμάνι και να περνούσαν προσπαθούσαν να διαδώσουν την κουλτούρα των νέων αθλημάτων, είτε μέσω μίας στρογγυλής, είτε μίας οβάλ μπάλας. Στις περισσότερες, ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστό ποια επικράτησε, στις πλέον απομακρυσμένες όμως, όπως στα Φίτζι, η οβάλ είχε την τιμητική της.
Κι εδώ που τα «λέμε», δικαίως, γιατί ειδικά σ’ εκείνη την κουκκίδα γης η πλειοψηφία των κατοίκων ασχολούνταν με το ψάρεμα ή την καλλιέργεια οπότε, γι’ αυτούς μία μπάλα, ανεξαρτήτου σχήματος αντιπροσώπευε τον μοναδικό τρόπο διασκέδασης. Ίσως και το κατεξοχήν φάρμακο- βάλσαμο για να ξεχάσουν την πείνα, τη φτώχεια, τα τέσσερα πραξικοπήματα που βίωσε η χώρα από το 1987, όταν κηρύχθηκε επισήμων «Δημοκρατία» και που αντιθέτως ανθούσε οικονομικά, χάρη στα πολυτελή, τουριστικά της resorts έως και το ’70 όταν ανεξαρτητοποιήθηκε από τη «Μαμά» Μεγάλη Βρετανία.
Σήμερα η κατάσταση είναι δύσκολη, έως ανυπόφορη. Εκτιμάται ότι το 34% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Τα resorts παραμένουν, αλλά δεν είναι για τους ντόπιους, παρά μόνο για τους πλούσιους τουρίστες. Και έτσι, αναγκαστικά ή και αναπόφευκτα το βάρος της εθνικής υπερηφάνειας θα πέσει πάνω από μία οβάλ μπάλα, που ανεξάρτητα από το εάν θα καταφέρει ή όχι να προκριθεί ανάμεσα στις οκτώ καλύτερες ομάδες του κόσμου έχει ήδη πανηγυρίσει δύο χρυσά, ολυμπιακά μετάλλια στο «Rugby 7», το ’16 και το ’21. Και για τα Φίτζι, το να κερδίζεις υπερδυνάμεις όπως τους Νεοζηλανδούς «All Blacks» ή τη «μαμά- Αγγλία» δεν ήταν παρά ένα μικρό, μεγάλο θαύμα.