Γεγονός είναι ότι υπήρξε ένας πολύ μεγάλος πυγμάχος. Παγκόσμιος πρωταθλητής σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, στην Welter, στα ελαφριά και τα μεσαία βάρη. Όπως γεγονός είναι επίσης ότι υπήρξε μαύρος και bisexual, δηλαδή του άρεσαν και οι άνδρες, αλλά και οι γυναίκες, ένα διπλό, «θανάσιμο» αμάρτημα για την πουριτανική, αρτηριοσκληρωτική, έως ρατσιστική Αμερική του ’60.

 Γεννημένος το ’38 στις, αμερικανικές -γιατί υπάρχουν και οι βρετανικές- Παρθένες Νήσους, ο Έμιλι Αλφόνς Γκρίφιθ αναγκάστηκε από πολύ μικρός να παίξει μπουνιές με τις προκαταλήψεις και την κοινωνική υποκρισία. Από τότε ακόμη που, με τη μάνα του, γιατί πατέρα δεν γνώρισε ποτέ μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη στην αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο. Πιτσιρικάς, ο Γκρίφιθ έβγαζε το χαρτζιλίκι του σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε καπέλα για Κυρίες, ένα αξεσουάρ που ερωτεύτηκε σε τέτοιο βαθμό που κάποια στιγμή άρχισε και να τα σχεδιάζει μόνος του. Παράλληλα όμως, τα υπόλοιπα αγόρια τον κορόιδευαν, και συχνά, πυκνά τον χτυπούσαν και για να γλιτώσει, μία και καλή από το λεγόμενο bulling το έριξε, αναγκαστικά στην πυγμαχία.

 

 Με τα γάντια στα χέρια έπαιξε από το ’55 έως και το ’77, σε 112 επαγγελματικά matches, με 85 νίκες, 24 ήττες, 2 ισοπαλίες και ένα No Contest. Αντιμετώπισε τους μεγαλύτερους της εποχής, από τον Μοντσόν, στους Μπενβενούτι, Ρούμπιν «Hurricane» Κάρτερ, Μπρίσκο, Ντουράν, Λόπεθ, Τάιγκερ, Νάπολες, Αντουοφέρμο. Κατέκτησε, ξανά έχασε, ξανά κατέκτησε και ξανά έχασε τον παγκόσμιο τίτλο σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, όμως η καριέρα του, αλλά και η ζωή του θα σημαδεύονταν για πάντα από τη τραγωδία του «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν».

 Ήταν η «καταραμένη» 24η Μαρτίου του ’62, στο κατάμεστο και φημισμένο Νεοϋορκέζικο πολυχώρο, με τις τηλεοπτικές κάμερες του Abc έτοιμες και «οπλισμένες» ν’ απαθανατίσουν σε απευθείας σύνδεση το big match για την παγκόσμια ζώνη των Welters, με τον Μπένι «The Kid» Πάρετ. Τον Κουβανό, κάτοχο του τίτλου ο οποίος, πριν τον αγώνα εξαπέλυσε μία άνευ προηγουμένου επίθεση σε βάρος του Γκρίφιθ, όχι μόνο λεκτική («Maricon! Maricon!»), αλλά και σωματική, είτε φτύνοντάς τον, είτε πιάνοντάς του, επίτηδες, με απαξιωτικό τρόπο τον πισινό.      

 Για τους 11, από τους 15 γύρους ο Γκρίφιθ ούτε ψάρωσε, ούτε και ενέδωσε στις προκλήσεις, αλλά στον 12ο ξαφνικά ξέσπασε, βγήκε εκτός εαυτού και μ’ ένα καταιγιστικό συνδυασμό, ακατάπαυστων χτυπημάτων ξάπλωσε -για πάντα- τον αντίπαλό του. Οι θεατές άρχισαν να του πετάνε αντικείμενα, το ρινγκ μετατράπηκε σε αρένα, ο Γκρίφιθ φυγαδεύτηκε και δεν πρόλαβε να πανηγυρίσει τον τίτλο του, την ώρα που ο Πάρετ μεταφερόταν, αναίσθητος στο νοσοκομείο. Μόλις πληροφορήθηκε για την κατάσταση του Κουβανού έτρεξε αμέσως να τον επισκεφθεί, αλλά δεν τον άφησαν να τον δει γιατί είχε ήδη πέσει σε κώμα, από το οποίο δεν θα ξυπνούσε ποτέ του, εν τέλει φεύγοντας από τη ζωή εννέα μέρες αργότερα. Ο Γκρίφιθ συνελήφθη, του απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες της ανθρωποκτονίας, αλλά με παρέμβαση του τότε κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Νέλσον Ροκφέλερ το δικαστήριο αναγνώρισε τους θανάσιμους κινδύνους ενός αγώνα μποξ απαλλάσσοντάς τον πλήρως.

 

 Από εκείνη την ημέρα όμως, ο Γκρίφιθ δεν θα ήταν πλέον ο ίδιος. Η τραγωδία τον στιγμάτισε, τόσο σε αθλητικό, όσο σε προσωπικό επίπεδο. Έπεσε σε κατάθλιψη, το έριξε στο ποτό, παράτησε τη γυναίκα του, Σάντι Ντόναστοργκ, την οποία του επέβαλλαν με το ζόρι και με την οποία, έτσι κι αλλιώς μοιράζονταν μόνο το ίδιο κρεβάτι, για ύπνο και άρχισε να επισκέπτεται καθημερινά γκέι μπαρς. Ένα βράδυ του ’92, βγαίνοντας έξω από ένα απ’ αυτά, τον περίμενε μία συμμορία τριάντα, μπορεί και σαράντα συγκεκριμένων, ομοφοβικών πεποιθήσεων που με λοστούς και σιδερογροθιές τον σακάτεψε στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο για 4 μήνες.

 Το 2005 προέβη σε αυτό που λέμε σήμερα «outing», παραδεχόμενος τη διαφορετικότητά του και οκτώ χρόνια αργότερα έφυγε από τη ζωή, μόνος, πάμφτωχος και, ευτυχώς, που λέει ο λόγος με προχωρημένη dementia. Για να μην θυμάται ούτε ποιος ήταν, ούτε ότι σκότωσε κατά λάθος έναν άνδρα, ούτε ότι ερωτεύτηκε άλλους και καταδικάστηκε από μία σκληρή, και αρτηριοσκληρωτική κοινωνία…