Το πιθανότερο είναι, να μην μάθουμε ποτέ εάν τη νύχτα της 12ης Ιουνίου του ’94 ο Όρενταλ Τζέιμς Σίμπσον σκότωσε ή όχι την πρώην σύζυγό του, Νικόλ Μπράουν και τον Ρόναλντ Λάιν Γκόλντμαν: έναν σερβιτόρο, που απλώς βρέθηκε σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή.

 Αν και, το 2012, λίγο πριν εκτελεστεί, ο βαρυποινίτης Γκλεν Έντουαρντ Ρότζερς είχε ομολογήσει σε εγκληματολόγο πως είχε αναγκαστεί να τους δολοφονήσει εκείνος, εμμέσως, πλην, σαφώς ύστερα από εντολή του Ο. Τζέι. Τι είχε συμβεί; Ότι ο Σίμπσον είχε προσλάβει τον Ρότζερς για να ληστέψει κοσμήματα από το σπίτι της Νικόλ: και αν χρειαζόταν έπρεπε να την σκοτώσει, στην περίπτωση που γινόταν αντιληπτός. Μία στιγμή όμως: εάν υποθέσουμε πως έτσι έγιναν τα πράγματα, γιατί βρέθηκαν κηλίδες αίματος και του Ο. Τζέι στον τόπο του εγκλήματος;

 Αυτά ακριβώς ήταν τα ζητήματα που απασχόλησαν επί 253 ημέρες (από τον Νοέμβριο του ’94, έως τον Οκτώβριο του ’95), την αμερικανική δικαιοσύνη. Και ένας απ’ αυτούς ήταν και ο λόγος που ο Ο. Τζέι αθωώθηκε, λόγω αμφιβολιών από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.

 

 Ο δεύτερος ήταν ένα ζευγάρι ματωμένα γάντια, τα οποία φέρεται να χρησιμοποιήθηκαν για το διπλό έγκλημα τα οποία ωστόσο, όταν τα φόρεσε ο Σίμπσον, μες στην αίθουσα, κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης παρά ήταν μικρά για τα δικά του χέρια. Τα ισόβια ή την εκτέλεση τα γλίτωσε, χάρη στην εξυπνάδα του γνωστού ποινικολόγου Άλαν Ντέρζοβιτς (του ιδίου, που ύστερα από μερικά χρόνια αθώωσε και τον Μάικλ Τζάκσον από την κατηγορία για παιδεραστία), όχι όμως και την αποζημίωση στις οικογένειες των θυμάτων, στις οποίες καταδικάστηκε να πληρώσει 67εκ. δολάρια.

 Η δίκη του (περασμένου) αιώνα, που δίχασε την Αμερική είχε αποκτήσει ένα ακόμη μεγαλύτερο, τηλεοπτικό, δημοσιογραφικό και κοινωνικό ενδιαφέρον από τη στιγμή που ο Σίμπσον είχε προσπαθήσει να διαφύγει της σύλληψης καθηλώνοντας στους δέκτες τους περισσότερα από 75εκ. τηλεθεατές.

 Ήταν η 17η Ιουνίου του ’94 και το Nbc, βλέποντας ότι το «The Bronco Chase», η κινηματογραφική, πολύωρη καταδίωξη της αστυνομίας, ενός λευκού Φορντ Μπρόνκο στον αυτοκινητόδρομο του Λος Άντζελες έφερνε 300άρια και 400%  τηλεθέασης αναγκάστηκε να διακόψει, και τελικά να μην δείξει, ούτε το Χιούστον- Νικς, 5ο παιχνίδι των Nba Finals, ούτε και το Γερμανία- Βολιβία, πρεμιέρα του παγκοσμίου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου.

 Τα ισόβια, λοιπόν και την εκτέλεση, καλώς ή κακώς μπορεί να τα γλίτωσε, τη φυλακή όμως όχι. Γιατί το 2008 καταδικάστηκε σε 33 χρόνια για ένοπλη ληστεία, απαγωγή και κράτηση ομήρου όταν συνελήφθη στο «Cosmopolitan Hotel» του Λας Βέγκας, την ώρα που, μαζί με έναν σύνεργό του προσπαθούσαν να εισβάλλουν σε αίθουσα του ξενοδοχείου όπου φυλάσσονταν δικά του έπαθλα και κειμήλια καριέρας τα οποία θα δημοπρατούνταν την επομένη. Στις φυλακές της Νεβάντα παρέμεινε 12 χρόνια, μετά η ποινή μετατράπηκε σε κατ’ οίκων περιορισμού για λόγους υγείας, αφού ο καρκίνος είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του.

 

 Κρίμα, από τη μία που η ζωή του πήρε μία τόσο απότομη, πτωτική καμπή. Κι αυτό είναι που δίχασε περισσότερο τους Αμερικανούς: γιατί οι μισοί τον θυμούνταν ακόμη ως τον μεγαλύτερο running back στην Ιστορία της οβάλ μπάλας. Ικανό, από το ’68 έως και το ’79 να καταρρίψει, πρώτα με τη φανέλα των Μπάφαλο Μπιλς, ύστερα των Σαν Φρανσίσκο 49ers το ένα ρεκόρ, μετά το άλλο. Και όταν κρέμασε το κράνος του, να τα πηγαίνει μία χαρά και στο Χόλιγουντ, μετά ως τηλεσχολιαστής, αλλά και ως image maker πολλών εταιριών. Ενώ οι άλλοι μισοί, ως έναν στυγνό δολοφόνο. Τους σκότωσε όμως;

 Το βέβαιο είναι ότι τη Νικόλ Μπράουν, που πριν γίνει, το ’84, Κυρία Σίμπσον, αλλά και μητέρα των δύο από τα πέντε παιδιά του (δυστυχώς, η 2χρονη Άαρεν είχε πνιγεί στην πισίνα της βίλας του), δούλευε ως σερβιτόρα σε νάιτ κλαμπ, τη ζήλευε παθολογικά. Πιθανόν και να την χτυπούσε γιατί ήταν πολύ συχνές οι καταγγελίες της ενδοοικογενειακής βίας με αποτέλεσμα, το ’92 να καταθέσει αίτηση διαζυγίου.

 Βέβαιο είναι επίσης ότι το δεύτερο θύμα, του, ιδιαίτερα βίαιου εγκλήματος δεν διατηρούσε καμία ερωτική σχέση με τη Νικόλ: ήταν απλά ένας σερβιτόρος που βρέθηκε έξω από το σπίτι της για να της παραδώσει ένα ζευγάρι γυαλιά που είχε ξεχάσει, το τελευταίο βράδυ της ζωής της, στο τραπέζι του εστιατορίου όπου δειπνούσε με τη μητέρα της.

 Όπως βέβαιο είναι ότι, με τη βία, την παρανομία, αλλά και τις φυλακές ο Ο. Τζέι ήταν εξοικειωμένος από πιτσιρικάς: γιατί μεγάλωσε στον δρόμο, χωρίς μάνα και μ’ έναν πατέρα που, τη μισή του ζωή την έζησε ως σεφ, την άλλη μισή ως Drag Queen πεθαίνοντας, από Aids, μόνος και ξεχασμένος. Τους σκότωσε όμως; Πιθανώς ναι, πιθανώς όχι, αλλά να έδωσε την εντολή, το οποίο δεν αλλάζει ιδιαίτερα την απώλεια δύο ανθρώπων. Εξάλλου, μέχρι και η Δικαιοσύνη είχε τις αμφιβολίες της, ειδικά όταν φόρεσε ένα ζευγάρι ματωμένα γάντια, που δεν χωρούσαν στα χέρια του…