Ο Βελάσκο, λοιπόν είναι ο άνθρωπος, προπονητής, δάσκαλος, ψυχολόγος, αλλά και φαινόμενο του φιλέ, που αφού κατέκτησε τα πάντα ως ομοσπονδιακός τεχνικός της εθνικής βόλεϊ των ανδρών, παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, Κύπελλα και World League, οδήγησε την εθνική γυναικών σ’ εκείνο το πολυπόθητο χρυσό που είχε χάσει το ’96, στην Ατλάντα από την Ολλανδία.

 Γεννημένος πριν από 72 χρόνια στη Λα Πλάτα, πολιτογραφημένος Ιταλός από το ’92 ο «γκουρού» του παγκόσμιου βόλεϊ έχει μία εντελώς δική του μέθοδος, αλλά και φιλοσοφία για να φτάνει στην επιτυχία. Και η πλάκα είναι, ότι δεν έχει να κάνει ούτε με σκληρές προπονήσεις, ούτε με βουνά από τακτικές. Αλλά με λόγια, φράσεις, τσιτάτα και μεταφορές. Με λέξεις, που στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά και την ψυχή του όποιου αθλητή μεταμορφώνοντάς τον σε «υπεράνθρωπο», ακόμη και στην περίπτωση που, η Μαμά Φύση δεν τον είχε προικίσει ούτε με ιδιαίτερο χάρισμα, ούτε και ταλέντο. Είναι, εν ολίγοις ένας «mental coach» που ενισχύει, μέσω του διαλόγου την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση. Που έχει ήδη κερδίσει, πριν καν η μπάλα αναπηδήσει στο παρκέ.

 «Οι νικητές βρίσκουν πάντα λύσεις, ενώ οι χαμένοι ψάχνουν μονίμως για άλλοθι». «Όποιος κερδίζει γιορτάζει, όποιος χάνει εξηγεί», αλλά και η φράση «Οι νικητές έχουν το βλέμμα τη τίγρης, ενώ οι χαμένοι της αγελάδας», είναι μερικά από τα πιστεύω του πάνω στα οποία έχτισε τον μύθο του, αλλά και τη μία επιτυχία, μετά την άλλη.

 

 Ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘70 ως απλός δάσκαλος, φυσικής αγωγής του μίνι- βόλεϊ της Φέρο Καρίλ, μία από τις δεκάδες συνοικίες του Μπουένος Άιρες. Εν μέσω μίας από τις πλέον σκοτεινές, έως τραγικές περιόδους που βίωσε ποτέ η Αργεντινή. Την περίοδο της δικτατορίας του στρατηγού Βιντέλα, που μαζί με τον ναύαρχο Μασέρα διέταζαν τη σύλληψη κάθε αντιφρονούντος και μετά τα βασανιστήρια, την πλήρη νάρκωσή τους, τη μεταφορά σε στρατιωτικά αεροπλάνα απ’ όπου ύστερα, πετούσαν τα σχεδόν άψυχα κορμιά τους στον Ωκεανό εξαφανίζοντάς τα, εξ’ ου και οι «Desaparecidos», μία για πάντα από προσώπου γης. Ο αδελφός του, Ραούλ είχε σωθεί στο παρά τρίχα: δυστυχώς όμως, άλλα παιδιά και κοινοί φίλοι του Χούλιο δεν γλίτωσαν από τις αποκαλούμενες «πτήσεις του θανάτου».

 Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (’83), ο Βελάσκο δοκίμασε την τύχη του στην Ιταλία θριαμβεύοντας όπου και να εργάστηκε, όσο μικρές και αν ήταν, σε σχέση με το Μπουένος Άιρες οι κωμοπόλεις (Γιέζι, Μοντικιάρι) ή οι πόλεις (Μόντενα, Πιατσέντσα). Πανηγύρισε τα πάντα και με την εθνική των ανδρών (πλην του ολυμπιακού μεταλλίου), αλλά μετέπειτα και στις αντίστοιχες της Ισπανίας, της Αργεντινής, μέχρι και του Ιράν απαντώντας, με τον δικό του τρόπο σε όσους τον συμβούλευαν να προσέχει το, σκληρό, θεοκρατικό καθεστώς των Αγιατολάχ. «Η πολιτική δεν έχει καμία σχέση με τον αθλητισμό. Μία εθνική ομάδα αντιπροσωπεύει τη χώρα και όχι την κυβέρνηση».

 Μετά το’ ριξε στο… ποδόσφαιρο και εργάστηκε, πάντα ως «mental coach» στη Λάτσιο, την Ίντερ, τη Μίλαν, αλλά και τη Μόντενα. Αλλά η αγάπη του για το βόλεϊ ήταν τέτοια που επέστρεψε στα παρκέ συνεχίζοντας να κερδίζει και να διδάσκει τα μότο του. «Φαινόμενο γίνεσαι όταν νομίζεις ότι έχεις ένα μοναδικό ταλέντο, και εργάζεσαι σκληρά σαν να μην το είχες». «Δεν μπορώ να λέω ψέματα, πως όλα θα πάνε καλά: αλλά θα προτιμήσω να πω πως όλα θα πάνε, όπως μόνο εμείς θα επιτρέψουμε να πάνε». «Στους νέους θα πω ένα πράγμα: προσπαθήστε να κερδίσετε όσο περισσότερο γίνεται: αλλά να μην πιστέψετε ποτέ όσους λένε πως, ο κόσμος  χωρίζεται σε νικητές και χαμένους»…