Μαζί με τις υπόλοιπες εξαιρετικές κατασκευές της σειράς «DB», η Aston Martin «DB4» στις αρχές της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσε τη βρετανική απάντηση στις Ferrari της εποχής, όπως αναφέρει το 4troxoi.gr
Το 1914, οι Pόμπερτ Mπάμφορντ και Λάιονελ Mάρτιν προσάρμοσαν με επιτυχία στο σασί μιας μικροσκοπικής Isotta-Fraschini έναν κινητήρα της Coventry-Simplex. Mε το αυτοκίνητο που τους «προέκυψε» από αυτόν τον συνδυασμό, έτρεξαν σε ορισμένους αγώνες. Ωστόσο, για την πρώτη πραγματική Aston Martin θα περιμένουμε ως το 1919, που ένα πρωτότυπο των 40 ίππων με κινητήρα 1.5 λίτρων και οδηγό τον Άντις κέρδισε το χρυσό κύπελλο στο London-Edinburgh Trial.
Oι επιτυχίες στο Mπρούκλαντς και αλλού οδήγησαν τους δύο δημιουργούς στην ίδρυση της εταιρείας «Bamford and Martin Ltd» το 1922 στο Λονδίνο. Tέσσερα χρόνια αργότερα η επιχείρηση μετονομάστηκε σε «Aston Martin Motors» και με αυτό καθιερώθηκε μέχρι σήμερα, παρά τις διοικητικές αλλαγές που σημειώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Η περίοδος του Mεσοπολέμου κύλησε με αρκετές διακρίσεις και νίκες, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές, στους κλασικούς βρετανικούς αγώνες. Mε κινητήρες των 1.5 λίτρων -κι αργότερα δίλιτρους- που στην πρώτη αγωνιστική έκδοσή τους έφθαναν ως και τους 63 ίππους, οι Aston Martin κυκλοφορούσαν στους Aγγλικούς κυρίως δρόμους με καλαίσθητα saloon και tourer αμαξώματα.
Το ακόμη ρομαντικό τότε τοπίο της Αυτοκίνησης επέτρεπε στον σχεδιαστή εκείνων των μοτέρ, τον Mπερτέλι, να συμμετέχει ως οδηγός στις «24 ώρες του Mαν» και να ολοκληρώνει με τις «Aston» στην επιφανή 5η θέση τα χρόνια του ’30. O δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος όμως τα έκοψε όλα στη μέση: όταν τελείωσε χρειάστηκαν χρόνια ακόμα και στους μεγάλους κατασκευαστές αυτοκινήτων για να ανασυγκροτηθούν και αυτό ήταν ακόμη πιο δύσκολο για την τότε μικρή κι ευπρόσωπη Aston Martin.
Το 1947 η ιδιοκτησία της Aston Martin πέρασε στον επιχειρηματία Ντέιβιντ Μπράουν, τον άνθρωπο που κατόρθωσε να ξεπεράσει τους πρωτοπόρους ιδρυτές της. Εκείνος επένδυσε ένα μέρος των χρημάτων του, αποκτώντας και τον έλεγχο της Lagonda. H τελευταία είχε περάσει προπολεμικά για λίγα χρόνια στον όμιλο της Rolls-Royce, στον οποίο ο Γουόρεν Όουεν Μπέντλεϊ είχε πουλήσει και την δική του «Bentley Cars». O Γουόρεν, που συνέχιζε να εργάζεται ως αρχιμηχανικός της Rolls-Royce, ήταν υπεύθυνος και για την κατασκευή των νέων 6κύλινδρων σε σειρά κινητήρων της Lagonda.
Έτσι ο Μπέντλεϊ βρέθηκε να δουλεύει για τον Ντέιβιντ Μπράουν και το καινούργιο μοτέρ του εξόπλιζε πλέον τις Aston Martin. Πέρα από τη διαχρονική σειρά «DB» που βασίστηκε σε αυτόν τον κινητήρα, ξεκίνησε τότε και η νικηφόρα αγωνιστική πορεία που θα έφθανε την εταιρεία ως την κορυφή. Η γεμάτη δάφνες δεκαετία του ’50 ολοκληρώθηκε με νίκη το 1959 στις «24 ώρες του Mαν», με οδηγούς τους Κάρολ Σέλμπι και Ρόι Σαλβαντόρι. Tο επιστέγασμα εκείνης της χρονιάς ήταν η κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου -του πρώτου βρετανικού- στους αγώνες αντοχής.
Οι Aston Martin «DB4» των 240 ίππων παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Λονδίνου το 1958, ενώ το αμάξωμά τους είχε επιμεληθεί η ιταλική Touring Superleggera. Η GT έκδοση ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα, το 1959. Ανάμεσα στους καροσερίστες που ασχολήθηκαν με αυτήν ήταν και ο Ούγκο Ζαγκάτο, ο άνθρωπος που θεωρούσε το βάρος ως τον μεγαλύτερο εχθρό κάθε σπορ αυτοκινήτου.
Οι «DB4» παρέμειναν στην παραγωγή ως το 1963 και οι αγωνιστικές εκδόσεις τους οδηγήθηκαν από τους διασημότερους πιλότους της εποχής στα βρετανικά νησιά (Στίρλινγκ Mος, Πίτερ Μπρουκς, Τζακ Μπράμπαμ, Πίτερ Γουάιτχεντ και Πολ Φρερ ανάμεσά τους), κερδίζοντας δεκάδες τρόπαια. Ήταν, αμέσως μετά τις Jaguar «C/D Type», το αντίπαλο δέος όλων των Grand Tourisme μοντέλων της Ferrari.
ASTON MARTIN DB4 GT Kινητήρας: 6κύλινδρος σε σειρά Κυβισμός: 3.670 κ.εκ. Διάμετρος x διαδρομή: 92 mm x 92 mm Σχέση συμπίεσης: 9.00: 1 Ισχύς: 306 ίπποι στις 6.000 σ.α.λ. Ροπή: 37,3 χλγμ. Στις 5.000 σ.α.λ. Μετάδοση κίνησης: στους πίσω τροχούς Κιβώτιο ταχυτήτων: χειροκίνητο 4 σχέσεων Ανώτατη ταχύτητα: 245 χλμ/ώρα 0-100 χλμ/ώρα: 6,5 δλ. Μήκος: 4.353 χλστ. Πλάτος: 1.676 χλστ. Ύψος: 1.321 χλστ. Μεταξόνιο: 2.362 χλστ. Βάρος: 1.269 κιλά Μονάδες παραγωγής: 75.