Σε αντίθεση με το ατύχημα με τη μηχανή, η συγκίνηση από τις επιτυχίες του Κεντέρη και της Θάνου δεν ήταν σκηνοθετημένη. Αυθεντική ήταν. Αλλά όχι ότι ήταν και ανόθευτη από αμφιβολίες ή και βεβαιότητες. Απλά προσπαθούσες να συγκινηθείς στο πέρα από την ντόπα. Στο ποσοστό της επιτυχίας που δεν ήταν ντόπα. Η Θάνου ας πούμε καλώς ή κακώς δεν ήταν κομήτης. Ήταν πάντα εκεί. Έστω και αν όντας εκεί, χρόνο με το χρόνο το πρόσωπό της άλλαζε, το κορμί της άλλαζε, η φωνή της άλλαζε. Αλλά αυτά ήταν και πασίδηλα και πασίγνωστα. Ιδίως στους πάσης λογής παράγοντες και στους πάσης λογής υπουργούς και γραμματείς που φωτογραφίζονταν και απένεμαν τίτλους, τιμές και οφίτσια στους νικητές. Ο Κεντέρης ας πούμε, όπου και αν οφειλόταν η επιτυχία του, δεν παύει να έγραψε Ιστορία. Σε ένα ποσοστό την έγραψε επειδή το δικαιούνταν. Σε ένα άλλο, μεγαλύτερο δεν το δικαιούνταν. Αλλά και ποιος το δικαιούνταν; Ποιος τρέχει καθαρός;

Το επιχείρημα αυτό λέει ταυτόχρονα αλήθεια και ψέματα. Λέει αλήθεια στο σκέλος που ο στίβος πέθανε στα χέρια της ντόπας, θάφτηκε στο χώμα της και η ανάστασή του έχει ανασταλεί για την εποχή που είτε θα πάψει εντελώς να μας νοιάζει και θα την απενοχοποιήσουμε πλήρως, είτε οι επικεφαλής και οι χορηγοί θα δουν ότι εμπορικά συμφέρει περισσότερο το τέλος της κοροϊδίας. Λέει ψέματα όμως στο σκέλος που υπονοεί ότι το ελληνικό θαύμα του στίβου ήταν μια δίκαιη πρωτιά σε έναν αγώνα μεταξύ εξίσου κατεργαρέων. Η πρωτιά μας ήταν σε επίπεδο τεχνογνωσίας. Εκεί πραγματικά διαπρέψαμε, εκεί τους αφήσαμε τους άλλους μίλια πίσω. Τεχνογνωσία που συνδυάστηκε με ένα αριστοτεχνικό κρυφτούλι στα non show, τεχνογνωσία που συνδυάστηκε δηλαδή με την εκμετάλλευση όλων των παραθύρων, ώστε τεχνικά να μην πιαστεί κανείς ντοπέ. Και τουλάχιστον σε αυτό η φράση του Τζέκου ήταν τόσο ειλικρινής όσο και εμβληματική: «Ντοπέ είναι όποιος πιάνεται ντοπέ». Και ο Κώστας και η Κατερίνα δεν πιάστηκαν ποτέ.

Ειλικρινά δεν θυμάμαι -και δεν έχει και έννοια να ψάξω στο google, γιατί δεν με νοιάζει κιόλας- αν πιάστηκε ποτέ ντοπέ η Χαλκιά. Αλλά η δήλωσή της περί DNA των Ελλήνων ήταν ακόμη εμβληματικότερη. Μιλώντας για αυθεντικές συγκινήσεις, όχι, τότε με τη Χαλκιά δεν είχα συγκινηθεί. Κοιτούσα το εξωτικό της θαύμα με δέος, δέος όμως εξωαθλητικό.

To καλοκαίρι του 2004 από το Euro ως την Τελετή Έναρξης όλα έμοιαζαν με ιδανικά. Η Ελλάδα μπορούσε να κάνει Ολυμπιακούς, η Ελλάδα είχε μεγαλώσει, η Ελλάδα είχε πιάσει κορυφές. Λιγότερο από έξι χρόνια μετά η Ελλάδα έπιασε πάτο ή στη χειρότερη εκδοχή ο πάτος έρχεται, κι ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή της κατηφόρας. Εκείνο το καλοκαίρι όμως, που όλα ήταν όμορφα πλην των νεκρών εργατών σε εργατικά ατυχήματα για χάρη της Ολυμπιάδας (τότε που τους μετανάστες τους χρειαζόμαστε δηλαδή) και πλην εκείνης της παράξενης μυρωδιάς κοκτέιλ από κάτουρα που δεν δόθηκαν ποτέ και λάδια στο δρόμο που έβγαζαν μηχανές έξω από την πορεία τους, υπήρξε και κάτι άλλο άσχημο, ίσως το ασχημότερο απ’ όλα.

Υπήρχες εσύ που είχες πληρώσει καλά λεφτά για να είσαι στον τελικό των 200 μέτρων, που είχες κλείσει το εισιτήριο από μήνες, που περίμενες μήνες τη στιγμή του θριάμβου και που σου την έπαιξαν οι ξένοι παγιδεύοντας τους δικούς μας (κάτι που μάλλον σε ένα επίπεδο είναι αλήθεια βέβαια) με αποτέλεσμα να είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις τα μαύρα Αμερικανάκια να συναγωνίζονται μεταξύ τους. Υπήρχες εσύ που γιούχαρες και δεν άφηνες τους δρομείς να τρέξουν. Σε είχαν εξαπατήσει, σου την είχαν φέρει, σε είχαν προδώσει. Τους το ανταπέδιδες. Είχες κάνει έναν τελικό κούρσας Ολυμπιακών Αγώνων, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός και ΠΑΟΚ - Άρης. Μα εσένα περίμενε η Ολυμπιάδα για να λεκιαστεί; Όχι. Το θέμα δεν είναι ο λεκές που της άφησες. Το θέμα είναι ο μέσα σου λεκές. Γιατί δεν γιούχαρες επειδή σε έπνιγε το δίκιο, αλλά επειδή σου είχαν πάρει το βάζο με το γλυκό απ’ το στόμα.

Πηγή: gazzetta.gr