Δεν έχουν περάσει καλά, καλά τρία χρόνια από τότε που η Κυρία Σεργκέιεβνα Αποστόλη, άλλοτε Ρωσίδα τενίστρια, μάλιστα Νο 194 του κόσμου, κόρη του πρώην Σοβιετικού ποδοσφαιριστή σε Ζενίτ, Σπάρτακ και Ντιναμό Μόσχας, Σεργκέι Σαλνίκοφ κυριολεχτικά «μπούκαρε» στο Ντουμπάι διακόπτοντας, μετά το νοκ- άουτ στον τελικό, πάντα από τον Τζόκοβιτς τη συνέντευξη Τύπου του γιού της.
Του πήρε το μικρόφωνο από το χέρι και τον ρώτησε εάν γνώριζε, πόσες μαμάδες βρέθηκαν πίσω από τις επιτυχημένες καριέρες μεγάλων τενιστών. Αποσβολωμένος και κόκκινος σαν ντομάτα, από ντροπή ο Στέφανος απλά κοιτούσε και άκουγε το μητρικό παραλήρημά της. «…ο Μαράτ Σαφίν, ο Ρούμπλεφ, η Μαρτίνα Χίνγκις, η Στέφι Γκραφ, η Τζένιφερ Καπριάτι, η Αράντσα Σάντσεθ Βικάριο…», ξεχνώντας και τον κατεξοχήν «μαμάκια» Άντι Μάρει που δεν πήγαινε ποτέ και πουθενά χωρίς εκείνη.
Ήταν η εποχή που ο Τσιτσιπάς έψαχνε απαντήσεις στις βαθυστόχαστες σκέψεις που ταλανίζουν (εδώ, κανονικά γελάμε, αλλά στο πληκτρολόγιό μας δεν βρίσκουμε το κατάλληλο Emoji), κάθε έφηβο της ηλικίας του. ‘Όπως, για παράδειγμα γιατί και η Αθήνα να μην αποκτήσει τη δική της αλυσίδα καταστημάτων Harrods. Η’ γιατί δεν λύνουμε το πρόβλημα του υποσιτισμού ταΐζοντας τους άστεγους με καρποφόρα δέντρα. Εύκολο, να το λες κυρίως όταν μένεις στο Μοντεκάρλο…
Ήταν η εποχή που το καθημερινό «τρολάρισμα» είχε ξεπεράσει, σε φήμη, το ταλέντο του. Ήταν όμως η στιγμή που κι ο ίδιος συνειδητοποίησε πως κάτι έπρεπε ν’ αλλάξει εάν ήθελαν, μία μέρα να τον θυμούνται όπως δεν έχουν ξεχάσει τους Μποργκ και ΜακΈνροε, τη μεγαλύτερη όλων, Μαρτίνα Ναβρατίλοβα ή τους Μπέκερ, Σάμπρας, Αγκάσι, Φέντερερ, Ναδάλ, Τζόκοβιτς. Εν ολίγοις, είχε έρθει η στιγμή του σταδιακού «απογαλακτισμού» από την ασφυκτική πίεση της μαμάς, αλλά και του μπαμπά Αποστόλη, ο οποίος παραμένει, μαζί με τον Μαρκ Φιλιππούση, στο προπονητικό του τιμ.
Προερχόμενοι, κι οι δύο από οικογένειες του αθλητισμού, λογικό ήταν να θέλουν για το παιδί τους (έχουν μαζί, τρία ακόμη, τον Πέτρο, τον Παύλο και την Ελισάβετ, επίσης όλοι τους τενίστες), το καλύτερο και κυρίως να πετύχει τον στόχο του. Και ομολογουμένως το πέτυχαν, γιατί δεν είναι μικρό πράγμα να είσαι μόλις 25 ετών, να έχεις ήδη παίξει σε δύο τελικούς Grand Slam ή να έχεις ήδη κερδίσει, μόνο από το τένις κοντά στα 25εκ. δολάρια.
Το θέμα είναι ότι, από τότε που η μαμά δεν βρίσκεται πλέον τόσο πολύ δίπλα του, στα κορτς (και τον περιμένει σπίτι, μ’ ένα ζεστό πιάτο φαί, φυσικά στο… Μοντεκάρλο), ο Στέφανος δείχνει περισσότερος ώριμος, στη σκέψη του, αλλά κι απελευθερωμένος στο παιχνίδι του.
Γιατί ένας τενίστας είναι ένας πολύπλοκος συνδυασμός κεφαλιού- χεριών και ποδιών. Ένα γρανάζι όπου κι οι τρεις μηχανισμοί θα πρέπει να εγκλωβιστούν σωστά και να λειτουργήσουν με την ίδια ταχύτητα για να μεγαλώσουν και ν’ αποδώσουν μαζί. Κυρίως είναι θέμα κεφαλιού, γιατί από τότε που απελευθερώθηκε από πιεστικές σκέψεις, το σώμα του έγινε περισσότερο ανάλαφρο, το χέρι του υπακούει στις εντολές και το ρεβέρ του αγγίζει, σε τελειότητα το θεϊκό του Φέντερερ.
«Το οφείλω στη μητέρα μου. Τα πάντα οφείλω σ’ εκείνη. Ήταν πολύ επιθετική τενίστρια και σταδιακά μαθαίνω κι εγώ πώς να παίξω σωστά στο φιλέ. Να μην ενδιαφέρομαι για το ποιος είναι απέναντί μου, γιατί μόνο εγώ μπορώ να χάσω ή να κερδίσω το παιχνίδι», είπε πρόσφατα. Ας έλεγε, αν μπορούσε κάτι διαφορετικό…
Είναι ακόμη πιτσιρικάς, κι έχει όλη τη ζωή μπροστά του για να φτάσει στην κορυφή. Τον βοηθούν, εννοείται τα 193εκ. ύψους, κάτι σαν «φονικό» όπλο για ένα τενίστα γιατί τον βοηθάει στο αφοπλιστικά, δυνατό του σερβίς. Από εκεί και πέρα το χέρι θα πάει μόνο του, τα πόδια επίσης.
Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου, όχι μόνο να γίνει Νο 1, αλλά να παραμείνει, που είναι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα, στην κορυφή. Αρκεί να τα βρει και με τον μπαμπά Αποστόλη, τον οποίο, μία απολύει από το προπονητικό του τιμ, μία ξανά προσλαμβάνει. Μία, ακόμη, του πετάει, προς το μέρος του κι ένα μπαλάκι σ’ ένδειξη εκνευρισμού και διαμαρτυρίας για τις συνεχόμενες παρατηρήσεις που ακούει κατά τη διάρκεια ακόμη κι ενός αγώνα. Σε ποιόν, στον πατέρα του που κάποτε στην Κρήτη τον έσωσε από παραλίγο πνιγμό όταν τα ρεύματα αποδείχθηκαν δυνατότερα από τις κολυμβητικές του ικανότητες.
Μία σχέση δυνατή, αγάπης, σεβασμού, αλλά και καταπίεσης της όποιας, αγωνιστικής ελευθερίας, χάρη στην οποία όμως ο Τσιτσιπάς έγινε ό,τι είναι σήμερα. Το μόνο κομμάτι που λείπει για να συμπληρωθεί το παζλ είναι να βγάλει από το μυαλό του ότι δεν μπορεί να νικήσει τον Τζόκοβιτς. Τον οποίο έχει αντίθετα ήδη νικήσει δύο φορές, το ’18 στον Καναδά και το ’19 στη Σανγκάι.
«Ήττες από παίκτες σαν τον Τζόκοβιτς μπορεί να είναι μόνο κέρδος για έναν τενίστα», είπε μετά τον χαμένο τελικό της Μελβούρνης. Που για τον Τσιτσιπά ήταν ένα ακόμη, μάλιστα μεγάλο βήμα προς την ωρίμανση και τον οριστικό απογαλακτισμό.