Μία συζήτηση που γινόταν από τα τέλη της δεκαετίας του '70 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν και είχαν ολοκληρωθεί τέσσερις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Τότε, υποστηριζόταν, πως ο απόφοιτος Λυκείου είχε περισσότερες γνώσεις από τους συνομίληκούς του σε χώρες με πολύ καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα. Οταν, όμως τελείωνε το πανεπιστήμιο, βρισκόταν πολύ πίσω.
Την αναλογία αυτής της παρατήρησης τη συναντώ συχνά στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Στις μικρές ηλικίες όπου το ταλέντο έχει προβάδισμα, υπάρχουν διακρίσεις, υπάρχουν επιτυχίες. Μόλις η εφηβεία μείνει πίσω από την τελευταία στροφή και περιμένεις το μπουμπούκι να ανοίξει σε ένα όμορφο τριαντάφυλλο, είτε μαραίνεται είτε ανοίγει σε ένα τριαντάφυλλο συνηθισμένο ή και προβληματικό. Πολύ σπάνια, μία φουρνιά από τα φυτώρια έδινε κάτι ενδιαφέρον, κάτι όμορφο. Ίσως γιατί οι άνθρωποι θέλουν περισσότερη προσοχή από τα λουλούδια. Έχουν πιο πολλές ανάγκες. Χρειάζονται καθοδήγηση. Μπορούν να αυτενεργούν. Μαθαίνουν. Κάνουν λάθη.
Σε ό,τι αφορά στους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, δεν είχαμε ούτε τη γνώση, ούτε τις εμπειρίες, ούτε τις παραστάσεις, ούτε τα μέσα, αλλά πολλές φορές ούτε και τους κατάλληλους ανθρώπους, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξέλιξή τους. Δεν είχαμε ούτε το σχέδιο σε κεντρικό επίπεδο, αλλά ούτε και οι ομάδες είχαν την πρόθεση να βοηθήσουν και να «επενδύσουν» στα νέα παιδιά. Κάτι, όμως αλλάζει. Και πρώτα από όλα στο ζήτημα των ανθρώπων που ασχολούνται με τα νέα παιδιά.
Νέοι άνθρωποι, όπως ο Τσάνας, που τους αρέσει η δουλειά τους, που ενημερώνονται για τις εξελίξεις, που έχουν όρεξη και ικανότητες, που δεν γκρινιάζουν για τις ελλείψεις ψάχνοντας δικαιολογίες, που επιδεικνύουν αυτή την αρετή την οποία οι Αγγλοσάξωνες ονομάζουν comittment, ένα είδος προσωπικής ηθικής δέσμευσης στον σκοπό που υπηρετούν. Η εντύπωσή μου είναι πως όσο ξεπηδάει μία νέα γενιά Ελλήνων προπονητών που ενημερώνεται περισσότερο, που ταξιδεύει, που αποκτά παραστάσεις έξω από τη χώρα, που γνωρίζει ξένες γλώσσες, εν ολίγοις μία γενιά ανθρώπων που σπάνε τον κύκλο της εσωστρέφειας και οι οποίοι την ίδια στιγμή, σε μία παράλληλη διαδικασία στην οποία θα συμμετέχουν, θα βλέπουν να παράγεται μία νέα γενιά Ελλήνων ποδοσφαιριστών, τόσο πιο συχνά θα βλέπουμε μία σταθερή παρουσία Εθνικών ομάδων σε υψηλό επίπεδο. Με μία προϋπόθεση. Να δίδονται οι ευκαιρίες σε εκείνους που έχουν ικανότητες, χαρακτήρα και θέληση να δώσουν έργο. Και να μπορεί κάποιος να τους αξιολογήσει σωστά.
Οι «τίτλοι» και το περιβάλλον
Η παρομοίωση των ταλέντων με τα τριαντάφυλλα ίσως να μην είναι και απόλυτα επιτυχημένη, αλλά φτιάχνει ωραίες ιστορίες. Ο κηπουρός κύριος Τσανς, τον οποίο υποδύθηκε ο Πίτερ Σέλερς μοναδικά στην ταινία του Χολ Ασμπι «Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς», μιλώντας για τριανταφυλλιές και χάρη στην ομοιότητά του με τον πρωθυπουργό, πήρε τη θέση του και κανείς δεν το πήρε είδηση, μέχρι την καταστροφή.
Ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες εξέλιξης ενός ταλαντούχου ποδοσφαιριστή, είναι το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο Νίκος Σαργκάνης που μέσα από την ακαδημία του έρχεται καθημερινά σε επαφή με νέα παιδιά, έλεγε στο ραδιόφωνο του NovaΣΠΟΡ FM ότι πολλά παιδιά που πηγαίνουν στις ακαδημίες κάνουν τρεις προπονήσεις. Μία όσο βρίσκονται στην ακαδημία και άλλες δύο. Μία πριν και μία μετά όταν οι γονείς τους, μεταφέρουν πάνω τους τα απωθημένα τους ή το όνειρό τους να τα κάνουν επαγγελματίες εκατομμυρίων.
Αποτέλεσμα; Σκοτώνουν τη σχέση των παιδιών με το παιχνίδι, καθώς καταλήγουν να το αντιμετωπίζουν σαν έναν ακόμη καταναγκασμό. Ποιο; Το παιχνίδι. Αυτό που λογικά θα έπρεπε να τους ευχαριστεί και να τους απελευθερώνει. Φυσικά, εκτός από τον ρόλο που διαδραματίζει το στενό περιβάλλον, καθοριστική είναι και η συμπεριφορά των Μedia. Η υπερβολή στην προβολή μιάς επιτυχίας με πηχυαίους τίτλους έχει πολύ συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα, που θα είχε μία λελογισμένη ενθάρρυνση και η αναγνώριση της προσπάθειας.
Η πρόκληση για τις ομάδες
Δεν το κρύβω ότι ο συχνός χαρακτηρισμός των ταλαντούχων ποδοσφαιριστών ως «επενδύσεις», με ενοχλεί κάπως, γιατί δείχνει μία εμπορευματική προσέγγιση της ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμη πιο ενοχλητικό γίνεται όταν διαπιστώνεις πως οι ομάδες ούτε αυτό είναι σε θέση να κάνουν, ακόμη και με τους όρους της οικονομικής πραγματικότητας που επέβαλε η εμπορευματοποίηση του παιχνιδιού. Στρέφονται στα ταλέντα από ανάγκη, νομίζουν ότι μπορούν να τα «πουλήσουν» για επταψήφια ποσά, δεν έχουν ιδέα πώς θα μπορούσαν να τα βοηθήσουν να εξελιχθούν σαν ποδοσφαιριστές και σαν άνθρωποι. Δεν «επενδύουν», χρόνο, χρήμα και εκπαίδευση. Φτάχνουν, σε συνεργασία με τα Μedia ένα πλασματικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον και επιδιώκουν να το εξαργυρώσουν με τέτοιο τρόπο που θα τους αποφέρει, πραγματικά και όχι πλασματικά κέρδη. Από αυτά που βάζουμε στην τράπεζα. Αλλά δυστυχώς, εκείνο που μένει είναι κάτι ξεχασμένα πρωτοσέλιδα.
Πηγή: Sportday