Στον αγώνα της με την Κροατία πέρυσι τέτοια εποχή, η Ελλάδα ήθελε μόνο νίκη για να τερματίσει πρώτη στον όμιλο και να πάρει απευθείας το εισιτήριο για την τελική φάση του Euro 2012. Παρότι το παιχνίδι εκείνο είχε ουσιαστικά χαρακτήρα τελικού και δεν έδινε άλλη ευκαιρία, στο «Γ. Καραϊσκάκης» εμφανίστηκαν λιγότεροι από 15.000 φίλαθλοι.
Πανηγύρισαν μεν τη νίκη - μισή πρόκριση, αλλά η εικόνα ενός μισοάδειου γηπέδου σε ένα τόσο κρίσιμο ματς, δικαίως γέννησε προβληματισμούς και προκάλεσε αναπόφευκτες συγκρίσεις. Λίγους μήνες αργότερα, στο ίδιο γήπεδο εμφανίστηκαν σχεδόν διπλάσιοι θεατές, σε ένα ματς ρουτίνας, όχι ιδιαίτερα κρίσιμο, όχι εμπορικό, κόντρα σε ένα αδύναμο αντίπαλο με άσημους παίκτες. Από μισοάδειο, το ίδιο ποτήρι έμοιαζε σχεδόν γεμάτο κι αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη σε δύσκολες εποχές, που οι Ελληνες φίλαθλοι μοιάζει να απομακρύνονται από τα γήπεδα.
Είναι πρόωρο να πει κανείς ότι η Εθνική δημιούργησε το δικό της κοινό και βρέξει - χιονίσει, θα έχει στο εξής την έμπρακτη (και όχι φιλολογική) υποστήριξη των φιλάθλων.
Αλλωστε, σχετικά πρόσφατο και κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό είναι το σκηνικό που επικρατούσε τους πρώτους μήνες μετά την κατάκτηση του Euro 2004: ντελίριο και τεράστιες ουρές για ένα εισιτήριο, αλλά με την πρώτη τουφεκιά της επόμενης αποτυχίας, ο κόσμος σκόρπισε το ίδιο γρήγορα όσο είχε μαζευτεί. Η δεξαμενή μίκρυνε αισθητά και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να ξαναδούμε πολύ κόσμο σε αγώνα της Εθνικής στην Αθήνα.
Η επιστροφή των φιλάθλων στο γήπεδο και το νέο ενδιαφέρον που δείχνουν για την Εθνική, δεν είναι κάτι που της χαρίστηκε: κερδήθηκε με το σπαθί του Φερνάντο Σάντος και των παικτών του. Τα καλά αποτελέσματα και οι επιτυχίες παίζουν σημαντικό ρόλο αλλά δεν αρκούν από μόνα τους για την αναστροφή του κλίματος. Το ίδιο σημαντικό είναι η αίσθηση ότι αυτή η ομάδα δεν έχει πληγωθεί από τις ουκ ολίγες παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου και ότι το αγωνιστικό της ταβάνι είναι πολύ ψηλότερο απ' όσα έχουμε δει έως τώρα. Στηρίζεται κυρίως σε νέα παιδιά που έχουν μακρινό ορίζοντα και όλο το μέλλον μπροστά τους.
Στη μετά Euro 2004 εποχή, καλά αποτελέσματα και αξιοσημείωτες επιτυχίες υπήρχαν και επί των ημερών του Οτο Ρεχάγκελ. Δεν ήταν, όμως, διακριτά τα δύο παραπάνω στοιχεία που δείχνουν να συγκινούν τον κόσμο. Παρότι η Εθνική μας απείχε και τότε αρκετά από το νοσηρό βιότοπο του ελληνικού ποδοσφαίρου, οι εσωτερικές ισορροπίες είχαν διαταραχθεί όπως φάνηκε από τις αποχωρήσεις βασικών της παικτών χωρίς να υπάρχει προφανής αγωνιστική αιτία. Αν και ο Γερμανός ξεκίνησε μια σταδιακή και ήπια ανανέωση, στα μάτια του κόσμου η Εθνική παρέμενε ένα κλειστό κλαμπ όπου ήταν δύσκολο να μπει ένας παίκτης και εξίσου δύσκολο να βγει, ανεξάρτητα από την αγωνιστική του κατάσταση. Τα αποτελέσματα ήταν καλά (προκρίσεις στην τελική φάση του Εuro 2008 και του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2010), αλλά η ομάδα έμοιαζε να είναι πιο κοντά στη γραμμή του τερματισμού παρά στην αφετηρία μιας νέας εποχής.
Οπως και να 'χει, ο Ρεχάγκελ άφησε τον πήχυ πολύ ψηλά και η διαδοχή του θα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση για οποιονδήποτε προπονητή. Παρά τις δυσκολίες που γεννά κάθε μεταβατική περίοδος, ο Φερνάντο Σάντος κατάφερε να δημιουργήσει ένα αξιόμαχο σύνολο που στηρίχθηκε μεν σε ορισμένους έμπειρους παίκτες, αλλά την πραγματική του δύναμη την οφείλει κυρίως στη νέα γενιά. Στα ματς με τη Λεττονία και τη Λιθουανία, οι μόνοι παίκτες άνω των 30, ήταν οι 32χρονοι Κατσουράνης και Γκέκας. Αν και κάποιους από τους υπόλοιπους (Σαμαράς, Τοροσίδης, Τζιόλης, Σπυρόπουλος) τους θυμόμαστε χρόνια στην πρώτη γραμμή, έχουν καιρό ακόμα μέχρι να φτάσουν τα πρώτα... άντα! Δίπλα τους έφτασε με φόρα μια νέα φουρνιά με πολλούς ποιοτικούς παίκτες λίγο πάνω ή κάτω από είκοσι χρόνων, που στην πλειονότητά τους έχουν ήδη παραστάσεις από ποδοσφαιρικούς κόσμους πολύ καλύτερους από τον δικό μας. Το μέλλον φαντάζει λαμπερό και οι φίλαθλοι δείχνουν ότι αρχίζουν πια να το πιστεύουν.
Πηγή: Καθημερινή