Για ελάχιστους όμως μπορεί να αποδοθεί με μία λέξη, η αξία τους. Ο Τζορτζ Μπεστ δεν υπήρξε απλά «καλός» ή «κορυφαίος» ή «σπουδαίος», ή «εξαιρετικός». Ήταν μοναδικός.
Οπως έγραφε και το τηλεγράφημα του σκάουτερ Μπομπ Μπίσοπ στον αείμνηστο Ματ Μπάσμπι μόλις είδε τον πιτσιρικά Τζορτζ σε ένα ματς στο Μπέλφαστ «βρήκα μία αληθινή ιδιοφυία». Οι υπερθετικοί βαθμοί των σκάουτερς για τα διάφορα ταλέντα που βλέπουν συνήθως είναι υπερβολικοί. Στην προκειμένη περίπτωση απλά αποτύπωναν την πραγματικότητα!
Οταν είχε μπει στο νοσοκομείο, για την τελευταία μάχη με τον θάνατο, σκέφτηκα πως στην ζωή του είχε τελικά τα πάντα. Τα πάντα; Όχι ακριβώς. Του έλειπε ένα πράγμα, η αυτοσυγκράτηση, ωστόσο ποιος είπε πως οι ήρωες μας οφείλουν να είναι ατσαλάκωτοι; Χωρίς αδυναμίες, χωρίς λάθη, χωρίς τα ανθρώπινα εκείνα συναισθήματα που γεννούν τα πάθη. Απλόχερα πάντως οι μοίρες του έδωσαν ταλέντο και ο ίδιος το εκμεταλλεύτηκε όταν έγινε ο πρώτος σούπερσταρ στην ιστορία του αθλήματος. Ποτέ όμως δεν έφτασε τον εαυτό του στα άκρα. Ολα τα έκανε τόσο απλά. Ή τουλάχιστον έμοιαζαν έτσι κάθε φορά που τον έβλεπες στο γήπεδο!
Ως ποδοσφαιριστής ήταν από εκείνη την προς εξαφάνιση πλέον- σπάνια ράτσα που παίζει με το κεφάλι ψηλά! Η εικόνα του την ώρα που κοντρόλαρε τη μπάλα, έργο τέχνης. Η τελευταία πινελιά που έμπαινε από έναν αρτίστα πάνω στον καλύτερο έργο του ήταν η ικανότητα του να κάνει το απρόβλεπτο. Στην εποχή της ασπρόμαυρης τηλεόρασης ο Μπέστ ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Προσέδιδε χρώμα σε αυτό που έβλεπες με την ανεξάντλητη παλέτα του. Οι καλλιτέχνες στο ποδόσφαιρο είναι λίγοι. Αυτός ήταν ένας από αυτούς.
Τον έμαθα, παιδάκι ακόμη, μέσα από τις μεταδόσεις της κρατικής τηλεόρασης κάθε Σάββατο απόγευμα. Μερικές φορές νόμιζες πως βαριόταν μέσα στο γήπεδο. Και επάνω που πίστευες πως δεν έπαιζε πια, έπαιρνε την μπάλα και έκανε το απίστευτο. Το αδιανόητο. Αυτό που χρειαζόσουν τρία ριπλέι για να αντιληφθείς.
Ο Μπεστ όμως αδίκησε τον εαυτό του. Γιατί ουσιαστικά ότι έκανε και για αυτά τον θυμόμαστε τα πέτυχε έως τα 26 του χρόνια! Αν το συνειδητοποιήσει κανείς μένει άλαλος! Από το 1974 ουσιαστικά η καριέρα του είχε τελειώσει. Το πικρό αντίο στο «Ολντ Τράφορντ» λίγο μετά την Πρωτοχρονιά συνοδεύτηκε από τον υποβιβασμό της ομάδας μόλις έξι χρόνια μετά τη μαγική νύχτα στο Γουέμπλει. Τότε που ο Μπεστ πήρε τημπάλα και περασε και τον τερματοφύλακα στην παράταση, βάζοντας τις βάσεις για να πάρει (με αντίπαλο τη Μπενφίκα) η ομάδα του το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών για αγγλικό σύλλογο. Ο Μπεστ σε ηλικία 16 ετών έκανε ήδη πράγματα και θάματα με τη φανέλα των «κόκκινων διαβόλων». Μέχρι την μέρα που πέταξε μαύρη πέτρα στο Μάνστεστερ κανείς δεν αμφισβητούσε πως ήταν ο μόνος Βρετανός που το όνομα του έμπαινε δίπλα στον Πελέ, τον Κρόιφ, τον Μπεκενμπαουερ. Αλλά πιθανότατα του έλειπε αυτό που κάνει κάποιους ηγέτες: η ικανότητα να βάζει τη λογική πάνω από το συναίσθημα. Αυτό δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του Μπεστ.
Έξω από το γήπεδο άλλωστε ήτα εξίσου ασυγκράτητος. Μοντέλο, επιχειρηματίας, με ακριβά αμάξια, με τις ωραιότερες γυναίκες πάντα δίπλα του. Τέσσερις Μις Κόσμος πέρασαν από το πλευρό του, με μία εξ αυτών να παραιτείται ακόμη και του τίτλου της για να μείνει κοντά του! Μόνιμα τον έβλεπες με μία σαμπάνια, μία μπίρα, ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και αυτό του έφαγε και το κεφάλι!
Κάποτε σε ένα εκρηκτικό μίγμα αλλαζονείας και χιούμορ υποστήριξε πως αν είχε γεννηθεί άσχημος κανείς δεν θα μιλούσε για τον Πελέ. Υπερβολικό; Μπορεί. Αλλά στα αλήθεια πιο ολοκληρωμένο παίκτη με τα δύο πόδια, μήπως δεν είδαμε τελικά ξανά;
Είχε φανατικούς φίλους όπως και εχθρούς για την προσωπικότητα του αλλά κανέναν που να μην παραδεχόταν την τεράστια αξία του με την μπάλα στα πόδια.
Σήμερα δεν θα ήταν απλά σούπερσταρ αν έπαιζε. Θα ήταν αληθινός Θεός! Το 1996 όταν στον ΣΠΟΡ FM έκανα μία εκπομπή για τα 40 χρόνια της Χρυσής Μπάλας, τον έψαχνα σχεδόν μία εβδομάδα μέχρι να μιλήσουμε. Το παράπονο του έκδηλο για το πόσο εύκολα κάποιος γίνεται σταρ στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. «Μία ντρίμπλα και όλοι τους προσκυνάνε. Αυτά τα έκανα εγώ κάθε εβδομάδα!» ήταν τα λόγια του. Ποιός διαφωνεί αλήθεια; Όταν ο Μπεστ ντρίμπλαρε έμοιαζε σαν να μην είχε γόνατα! Οι απότομες αλλαγές την κίνηση με στροφή...180 μοιρών που άφηναν τους δύσμοιρους αμυντικούς στήλη άλατος, η εκπληκτική επιτάχυνση με τη μπάλα, ήταν στοιχεία που τον έκαναν ξεχωριστό!
Τον γνώρισα πρώτη φορά το 1990 στο Λονδίνο. Είχα μάλιστα την ευκαιρία να είμαι ο μόνος Ελληνας δημοσιογράφος που παραχώρησε δύο συνεντεύξεις. Στην πρώτη που δημοσιεύτηκε τότε στην «ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ», η κουβέντα μαζί του μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό. Και θυμάμαι την ατάκα «Είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου όταν είμαι ξεμέθυστος. Αλλα επειδή όταν πίνω δεν θυμάμαι τίποτα είμαι βέβαιος πως γίνομαι ο χειρότερος μπάσταρδος!».
Όταν πέθανε, τέτοιες μέρες πριν επτά χρόνια, έγραφα στη SPORTDAY πως το να αναλύσεις με λέξεις αυτά που έβγαζε πάνω στο χορτάρι είναι ουτοπικό γιατί είναι φτωχό το λεξιλόγιο για να περιγράψει την χορευτική αρτιότητα του Κορτές, τη μαγική φωνή του Καρέρας, την ερμηνευτική ικανότητα του Σερ Αλεκ Γκίνες, την ιδιοφυή εικαστική αντίληψη της αρχιτεκτονικής του Γκαουντί. Αυτά δεν τα εξηγείς. Απλά τα απολαμβάνεις.
Ο Μπεστ υπήρξε ο έκπτωτος ʼγγελος του ποδοσφαίρου και η φλόγα του θρύλου που θα συνοδεύει για πάντα το όνομα του θα παραμείνει ασβεστη στο περασμα του χρόνου!
Πηγή: novasports.gr