Μετά τη νίκη στα Χανιά, επιτρέψτε μου να σταθώ σε δύο απ' αυτά που θεωρώ εξαιρετικά σημαντικά και έχουν αμφότερα ως κοινό παρονομαστή τον Μίτσελ.
Το πρώτο έχει να κάνει με τις… χειρουργικές επεμβάσεις που πραγματοποιεί ο Ισπανός τεχνικός στη ροή των αγώνων, ανακατεύοντας την τράπουλα ακόμη και κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου. Ομολογώ ότι δε θυμάμαι κανένα άλλο προπονητή του Ολυμπιακού να πραγματοποιεί τόσο νωρίς αλλαγές στα παιχνίδια, όπως συμβαίνει με τον Μίτσελ. Ούτε ο Βαλβέρδε το έπραττε τόσο συχνά, ούτε πολύ περισσότερο ο Μπάγεβιτς.
Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βλέπεις έναν τεχνικό να παραδέχεται ουσιαστικά από την ανάπαυλα ότι το στρατηγικό πλάνο που σχεδίασε για να παρατάξει την ομάδα του στον αγωνιστικό χώρο αποδείχτηκε λανθασμένο. Οι περισσότεροι προπονητές διακρίνονται από έναν ιδιότυπο ποδοσφαιρικό εγωισμό, πιστεύουν ότι ανεξαρτήτως της εικόνας που εμφανίζει η ομάδα τους στο γήπεδο στο τέλος θα δικαιωθούν και συνήθως μοιράζουν χρονικά τις τρεις αλλαγές τους ανά δεκάλεπτο μετά το 65'. Μία στο δεκάλεπτο 65'-75', μία μέχρι το 85' και μία στο τέλος της κάθε αναμέτρησης.
Αυτό που συμβαίνει με τον Μίτσελ αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Στα Χανιά ο Ισπανός δε δίστασε να αλλάξει δύο παίκτες του από το ημίχρονο, βλέποντας την ομάδα του να μένει πίσω στο σκορ, ενώ πραγματοποίησε και την τρίτη του αλλαγή μόλις στο 65'. Θα αναρωτηθείτε «δε φοβήθηκε μήπως υπάρξει κανένας τραυματισμός ή κάποιο άλλο απρόοπτο στο τελευταίο ημίωρο;»…
Η απάντηση είναι προφανής: «Όχι». Και δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τον Ισπανό να επεμβαίνει τόσο δραστικά στην εξέλιξη ενός αγώνα, παίρνοντας το ανάλογο ρίσκο. Το ίδιο ακριβώς είχε πράξει και στο μοναδικό ακόμη φετινό παιχνίδι του Ολυμπιακού, στο οποίο οι «ερυθρόλευκοι» είχαν βρεθεί στο ημίχρονο πίσω στο σκορ. Κόντρα στον Ατρόμητο τη δεύτερη αγωνιστική, οι πρωταθλητές έχαναν 1-0 από τους Περιστεριώτες, ο Μίτσελ προχώρησε σε δύο επεμβάσεις στην εντεκάδα του στα αποδυτήρια (περνώντας Σαβιόλα και Φουστέρ στις θέσεις Φετφατζίδη και Σαλίνο) και η ομάδα του έφτασε στην ανατροπή, έχοντας τον Αργεντινό και τον Ισπανό μεγάλους πρωταγωνιστές. Όπως ακριβώς συνέβη και χθες με Τσόρι και Κάμπελ.
Μόλις τρεις αλλαγές μετά το 75'!
Εξαιρετικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η συνολική στατιστική προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει τον όρο «αλλαγή» στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ο Μίτσελ.
Ο Ολυμπιακός έχει δώσει μέχρι στιγμής δέκα επίσημα παιχνίδια σε πρωτάθλημα και Champions League και αν εξαιρέσει κανείς τη μοναδική αναγκαστική αλλαγή που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια πρώτου ημιχρόνου (λόγω τραυματισμού του Σαλίνο στην αναμέτρηση με την Ξάνθη) έχει δει τον προπονητή του να αξιοποιεί τη δεδομένη ισχύ του πάγκου του 29 φορές.
Από τις αλλαγές του Ισπανού, οι 13 έχουν πραγματοποιηθεί το τέταρτο 46'-60', άλλες 13 το διάστημα 61'-75' και μόλις 3 (!) στο τελευταίο τέταρτο των αγώνων.
Μου ήταν αδύνατο να αναζητήσω από χθες το βράδυ τις αντίστοιχες «επιδόσεις» του Μπάγεβιτς, για παράδειγμα, αλλά είμαι σίγουρος ότι τα αποτελέσματα του Ντούσκο θα ήταν ακριβώς τα… αντίστροφα. Η φιλοσοφία του ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή του Μίτσελ: Απόλυτη εμπιστοσύνη στον σχεδιασμό που έχει πραγματοποιηθεί καθ' όλη τη διάρκεια της εβδομάδας και επεμβάσεις στη ροή ενός αγώνα κατά κύριο λόγο μετά το 70'.
Κάθε φιλοσοφία έχει τα καλά και τα κακά της. Όπως είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο να μένεις χωρίς αλλαγή μετά το 65' (όπως συνέβη στην περίπτωση του Ολυμπιακού χθες στα Χανιά), άλλο τόσο προβληματικό είναι να μην αξιοποιείς γρήγορα τους παίκτες που κάθονται στον πάγκο, ακόμη κι όταν το παιχνίδι μοιάζει να… στραβώνει για τα καλά. Προσωπικά συντάσσομαι με την στρατηγική του Μίτσελ, ειδικά όταν η ομάδα που εργάζεσαι διαθέτει ένα οπλοστάσιο όπως ο φετινός Ολυμπιακός. Ίσως απλά να μην πραγματοποιούσα τόσο γρήγορα και την τρίτη μου αλλαγή…
Όλα σχετίζονται από την οπτική γωνία που θα προσεγγίσει κανείς το ζήτημα: Άλλος θα πει ότι ο Μίτσελ αναγκάζεται να… διορθώσει τον Μίτσελ και τις λανθασμένες στρατηγικές προσεγγίσεις του στα περισσότερα παιχνίδια. Άλλος πάλι θα βγάλει το καπέλο στον Ισπανό που δε διστάζει να παραδεχτεί τα λάθη του και φροντίζει να τα διορθώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Όποια προσέγγιση κι αν επιχειρηθεί πάντως, το φετινό φαινόμενο με τις αλλαγές στον Ολυμπιακό, είναι κάτι περισσότερο από σπάνιο…
Ομάδα που δεν ξέρει να αμύνεται
Άλλο ένα στοιχείο που έχω την αίσθηση ότι είναι πλέον εύκολα διακριτό στο φετινό αγωνιστικό προφίλ του Ολυμπιακού, είναι ότι οι πρωταθλητές δε διαθέτουν στο ρεπερτόριό τους κάποιο πλάνο αξιόπιστης αμυντικής λειτουργίας.
Καλός και άγιος ο Ρομπέρτο, αλλά το γεγονός ότι ο Ισπανός πορτιέρο δεν έχει περάσει ακόμη ούτε ένα ξεκούραστο βράδυ, λέει πολλά για την αποτελεσματικότητα θωράκισης της «ερυθρόλευκης» οπισθοφυλακής.
Ο φετινός Ολυμπιακός μοιάζει να… γέρνει επικίνδυνα προς τα μπροστά. Το στοιχείο αυτό συμβάλλει τα μέγιστα στην παραγωγή θεάματος (βασικός στόχος που ζητήθηκε από τον Μίτσελ όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του) πλην όμως φαντάζει ιδιαίτερα ανησυχητικό ενόψει επισκέψεων σε δύσκολες έδρες όπως το «Ντα Λουζ», το «Παρκ ντε Πρενς», ή ακόμη και η Τούμπα. Το επισημαίνω τώρα που οι «ερυθρόλευκοι» πετούν φωτιές φτάνοντας σε παραγωγικότητα μέσο όρο τριών τερμάτων ανά αγώνα στη Superleague, γιατί επαναλαμβάνω ότι απεχθάνομαι την ασφάλεια του… μετά Χριστόν προφήτη.
Ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα που δε μαρκάρει σωστά στις στημένες φάσεις, μοιάζει ιδιαίτερα ευάλωτος στις γρήγορες αντεπιθέσεις (ιδιαίτερα μετά από δικά του στημένα στην αντίπαλη περιοχή), ενώ η πίεση στους αμυντικούς και η προσπάθεια «βραχυκυκλώματος» της επιθετικής λειτουργίας των αντιπάλων εξαρτάται από τη διάθεση παικτών όπως ο Μήτρογλου και ο Βάις που δεν… τρελαίνονται να συμμετέχουν στο παιχνίδι όταν δεν έχουν την μπάλα στα πόδια.
Και σε έδρες όπως το «Ντα Λουζ» αν δεν έχεις έντεκα καμικάζι στο γήπεδο, αν δε βρίσκεσαι σε αμυντική επαγρύπνηση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο και αν δεν «τρως σίδερα» στις στημένες φάσεις, συνήθως επιστρέφεις σπίτι σου με δυσάρεστες αναμνήσεις.
Υ.Γ. Αν βρισκόμουν στη θέση του Τάσου Παπάζογλου θα… κατέθετα μήνυση σε όποιον προπονητή επιχειρούσε ξανά στο μέλλον να με τοποθετήσει σε ρόλο ακραίου αμυντικού. Υπάρχουν και στο ποδόσφαιρο… βαρέα και ανθυγιεινά!
Πηγή: Goal