Κανένας Ρεχάγκελ δεν μπήκε μια μέρα στα γραφεία της ΕΠΟ και είπε «Από σήμερα είμαι προπονητής» και ανέλαβε την Ελλάδα. Αυτοπροτάθηκε για προπονητής της Ελλάδας και προσλήφθηκε μαζί με τον Τοπαλίδη. Και όταν ο Ρεχάγκελ στράβωσε με τον Γεωργάτο σε μια από τις πρώτες συναντήσεις και τον έδιωξε, ο Γκαγκάτσης δεν του είπε να τον κρατήσει. Ο Γκαγκάτσης που λένε ότι την πρώτη φορά που πήγε να συναντήσει τον Κόκκαλη στο γραφείο του κοντοστάθηκε στην πόρτα γιατί πήγε να λιποθυμήσει. Αυτός ο Γκαγκάτσης δεν δίστασε να δυσαρεστήσει τον Κόκκαλη όταν ο Ρεχάγκελ πίστεψε ότι ο Γεωργάτος του χαλούσε την ατμόσφαιρα στην Εθνική.
Το ίδιο και ο Σοφοκλής Πιλάβιος που είτε είχε το πάνω χέρι ο Κόκκαλης, είτε είχε τα κόζια ο Πατέρας, άφησε την Εθνική έξω από κάθε νταραβέρι και όταν έφυγε ο Γκαγκάτσης στη θέση του πήρε ό,τι καλύτερο υπήρχε, τον Φερνάντο Σάντος. Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε με τον Γιώργο Σαρρή. Η Εθνική ποτέ δεν μπλέχτηκε στις κόντρες με τον Γιάννη Αλαφούζο και τον Παναθηναϊκό. Ούτε ο Φύσσας και ο Βόκολος άλλαξαν για να μπουν πρώην παίκτες του Ολυμπιακού.
Φυσικά οι προπονητές βοήθησαν διαλέγοντας τους καλύτερους παίκτες. Όχι μόνο τους παίκτες που έπαιζαν την καλύτερη μπάλα, αλλά τους παίκτες με τον καλύτερο χαρακτήρα ή έστω αυτούς που δεν χάλαγαν την ατμόσφαιρα της Εθνικής. Αλλά για να το καταφέρνουν αυτό οι προπονητές χρειάστηκε οι πρόεδροι και τεχνικοί διευθυντές της ΕΠΟ να αντισταθούν σε πιέσεις των ομάδων και του οπαδικού Τύπου. Χρειάστηκε να βρίσκουν λεφτά ακόμα και τις εποχές που δεν υπήρχαν για να ικανοποιούν την κάθε επιθυμία του ομοσπονδιακού προπονητή. Αν ο Ρεχάγκελ πίστευε ότι η προετοιμασία έπρεπε να γινόταν στη Γερμανία, εκεί θα γινόταν και αν πίστευε ότι η Εθνική θα έπρεπε να πάει σε σπα που οι τιμές του θα τρόμαζαν και την Αγγλία, εκεί θα πήγαινε.
Οι πρόεδροι της ΕΠΟ φυσικά και έκαναν λάθη με την Εθνική. Ειδικά ο Γκαγκάτσης που είναι ο πατέρας της μοντέρνας Εθνικής, μετά την κατάκτηση του Euro ξέφυγε. Με το εθνόσημο βγήκε κάθε μορφής κακόγουστο αντικείμενο, κάθε απλοϊκό παιχνίδι και το -ο Θεός να το κάνει- μάρκετινγκ έφτασε στο σημείο να γυρνάει το Κύπελλο από πόλη σε πόλη με κάθε έναν που ήθελε να φωτογραφηθεί να το κρατάει, να πληρώνει ένα δεκάρικο. Ο φίλαθλος για να δει την Εθνική στο Καραϊσκάκη έπρεπε να αγοράζει πακέτο εισιτηρίων των τριών αγώνων. Από τους παπάδες με τα μετάλλια στο Καλλιμάρμαρο, μέχρι τα φιλικά για να τελειώσει το συμβόλαιο με τον Πασχάλη Παπαδόπουλο ανά τρεις ημέρες με αφρικανικές ομάδες στην Ξάνθη η Εθνική στη μετά Euro εποχή αντιμετωπίστηκε σαν αγελάδα που θα βγάζει πάντα γάλα. Μέχρι που σταμάτησε να βγάζει. Πανηγυρίζουμε, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στο ματς με τους Ρουμάνους στο Καραϊσκάκη τα εισιτήρια δεν εξαντλήθηκαν, την ίδια στιγμή που οι Ρουμάνοι είχαν εξαντλήσει τα δικά τους σε γήπεδο 55 χιλιάδων θέσεων. Η τωρινή λοιπόν πρόκριση μπορεί να γίνει αφετηρία για μια νέα αρχή.
Όχι για να σωθεί το ποδόσφαιρο και τα σχετικά παπαροκλισέ, που λέγονται μετά από κάθε μεγάλη επιτυχία και αυτοί που τα λένε αλλά και τα ακούνε δεν έχουν ιδέα τι σημαίνουν, αλλά αυτή τη φορά να μην το ξεφτιλίσουμε. Όχι νέος ύμνος της Εθνικής σε ρυθμό σάμπα σε σύνθεση Μίκη Θεοδωράκη, όχι νοίκιασμα αεροπλάνων για να πάει τζάμπα στη Βραζιλία ο κάθε χαρούμενος φουστανελάς, όχι το καρακιτσαριό των προηγούμενων επιτυχιών.
Πες το όμως ρε χρυσόστομε!
Ένας Έλληνας έχει δικαίωμα να στεναχωριέται για την πρόκριση της Εθνικής στο Μουντιάλ; Χίλια τοις εκατό και μπορώ να σκεφτώ ένα κάρο λόγους. Παραδείγματος χάρη, να είσαι γυναίκα και να σκέφτεσαι ότι ο δικός σου και οι φίλοι του θα κολλάνε μπροστά στην τηλεόραση το καλοκαίρι. Και αν χωρίς την Ελλάδα σήκωνε και λίγη μουρμούρα «γιατί δεν πάμε σινεμά;», με την Εθνική στη Βραζιλία η αποχή γίνεται προδοσία. Υπάρχει ένα κομμάτι του ανδρικού πληθυσμού που δεν ενδιαφέρεται για το ποδόσφαιρο. Να έχεις όλους να μιλάνε μήνες για κάτι που δεν σε κόφτει είναι βαρετό. Υπάρχουν στην πολιτική αυτοί που θέλουν ο κόσμος να νιώθει δυστυχισμένος και να ασχολείται με την τρόικα, το μνημόνιο και τα σχετικά. Ζημιά, λοιπόν, αφού η πρόκριση «αποσπά την προσοχή του λαού από τα πραγματικά προβλήματα».
Επίσης υπάρχουν πολλοί -εδώ βάλτε με μέσα- που γουστάρουν το ποδόσφαιρο, χαίρονται για την πρόκριση γιατί δεν θα δουν ενδιαφέροντα ματς, αλλά για την μπάλα που έπαιξε στα περισσότερα ματς η Εθνική. Οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτό που ισχύει για ένα ματς Αιγάλεω - Ιωνικού ισχύει και με το Ελλάδα - Λιχτενστάιν. Αν η μπάλα δεν βλέπεται, όσο βαριέσαι στο πρώτο, βαριέσαι και στο δεύτερο. Και όλοι οι προηγούμενοι θα σου το πουν -λίγο πολύ- φόρα παρτίδα. Εκτός από μία κατηγορία. Αυτούς που στεναχωρήθηκαν από τη νίκη, επειδή μια ήττα και αποκλεισμός της Εθνικής θα ήταν ιδανική ευκαιρία για επίθεση στη διοίκηση της ΕΠΟ.
Το οποίο ούτε και αυτό πιστεύω ότι είναι κακό, φτάνει να έχεις τα κοχόνες να το πεις. Να πεις ότι για να κοπανήσω τον Σαρρή και τη διοίκησή του δεν με συμφέρει να κερδίζει η Εθνική. Πες το όμως, ρε χρυσόστομε! Όπως και για τον Σαρρή. Πες το, ρε πρόεδρε, ποιους εννοείς και άσε τα κλισέ με τους κονδυλοφόρους.
Εμφανίσεις όπως στα δύο ματς είναι υπεραρκετές για να σταματήσουν κάθε γκρίνια. Φυσικά κρύβουν τον κίνδυνο να μαζέψει η Εθνική καμιά πεντάρα και η διοίκηση της ΕΠΟ να τα ακούσει, αλλά όσοι αγαπούν το ποδόσφαιρο θέλουν να βλέπουν ποδόσφαιρο. Όπως αυτό που έπαιξε η Εθνική με τη Ρουμανία.
Πηγή: SportDay