Η απαραίτητη συνθήκη στην οικοδόμηση μεγάλων ομάδων, που θα έλεγα κιόλας ότι παίρνει δογματικές διαστάσεις, είναι η ασφάλεια στα γάντια ενός ικανού γκολκίπερ.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν και το παρόν του διεθνούς ποδοσφαίρου – με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις οι οποίες άλλωστε επιβεβαιώνουν και τον κανόνα – δεν θα συναντήσουμε πουθενά ομάδες με κύρος και ακτινοβολία, που δεν στηρίζονται στην παρουσία ενός σπουδαία τερματοφύλακα κάτω από τα γκολπόστ.
Τους καλύτερους πλάγιους μπακ, τους κορυφαίους στόπερ να διαθέτεις, το παιχνίδι σου να διακρίνεται για την εξαίρετη ανασταλτική λειτουργία του, με κυματοθραύστες περιωπής από τη μεσαία γραμμή, άμα ο τελευταίος παίκτης πίσω είναι πηγή κινδύνων… βράσε ρύζι.
Γιατί όπως και να το κάνουμε, μπάλα είναι, δεν παίζει μια ομάδα μόνη της, έχει αντιπάλους, που τι στο καλό, κάποιες φάσεις θα σου κάνουν έτσι κι αλλιώς.
Οπότε αν ό,τι πάει μέσα… γράφει, εξαιτίας της ανεπάρκειας του πορτιέρο, τότε πηγαίνουν στράφι όλα τ’ άλλα, η ψυχολογία πέφτει, η ανασφάλεια απορρέει, τα πόδια τρέμουν.
Δεν θα πάρω το παράδειγμα του Κοστάντσο – στη μοναδική τελείως αποτυχημένη μεταγραφική κίνηση των τελευταίων ετών - γιατί αυτός έγινε… ανέκδοτο και τα κατορθώματα του, διαφημιστικό spot. Θα πω για τον Μέγιερι, για τον Πάρντο π.χ., θα αναφερθώ φυσικά στον Αντώνη Νικοπολίδη, τον τελευταίο (προ Ρομπέρτο) εγγυητή της ασφάλειας της «ερυθρόλευκης» εστίας και πιο σύγχρονο από το μακρινό παρελθόν ενός Σαργκάνη, Κελεσίδη, Σάββα Θεοδωρίδη (που δεν τον πρόλαβα αλλά τον διάβασα στις χρυσές σελίδες του ποδοσφαίρου και της Εθνικής μας ομάδας).
Αξιόλογος, ταλέντο, ανερχόμενος τερματοφύλακας ο Ούγγρος. Βούτηξε με τον Βαλβέρδε μια βραδιά στο Ντόρτμουντ στα πολύ «βαθιά» το παλικάρι και κάθε άλλο παρά… πνίγηκε. Από τους καλούς τερματοφύλακες, επίσης, που πέρασαν από τον Ολυμπιακό ήταν ο Πάρντο. Ούτε αυτός όμως, ούτε κι ο νεαρός ο Μπάλαζ σε αφήνουν να… ησυχάσεις.
Μα συμπαίκτης του είσαι, μα προπονητικό επιτελείο στον πάγκο, μα θεατής στις εξέδρες ή στην τηλεόραση, ο τερματοφύλακας επιβάλλεται να αποπνέει εμπιστοσύνη.
Να στέλνει παραέξω από την εστία του, μηνύματα αυτοπεποίθησης, εγγύησης απόλυτης ασφάλειας.
Συνειρμικά να σκέφτεται ο καθένας, στον κάθε κίνδυνο που διαγράφεται στην περιοχή του ή στο ξαφνικό μακρινό σουτ, σε μια έμπνευση του αντιπάλου, ότι θα «καθαρίσει» τη φάση ο καλός του τερματοφύλακας.
Έχω «τέρμα», δηλαδή, δεν φοβάμαι τίποτα.
Τρεις φορές πάνω από τα όρια της ελληνικής αγοράς
Ο Ρομπέρτο αυτό ακριβώς είναι. Η έκφραση, η αποτύπωση της απόλυτης σιγουριάς για τον Ολυμπιακό στο γήπεδο. Σταθερός διαχρονικά. Ποτέ του ύψους και του βάθους. Είτε μεμονωμένα, είτε μέσα στα παιχνίδια, ποτέ ο Ισπανός δεν αφήνει δείγματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
Ιδανικός σωματότυπος για τη θέση του, πανύψηλος, που με τα μακριά χέρια του σφαλίζει το τέρμα, θαυμάσια ρεφλέξ, κινητικός και «κατευθυντήριος» γκολκίπερ, με ενεργητικότητα και ζωντάνια για την άμυνα του.
Ένας πάρα πολύ ικανός τερματοφύλακας από τους καλύτερους που έχουν αγωνιστεί ποτέ στην Ελλάδα, στο πρωτάθλημα μας και για τον οποίο, προφανώς θα μιλήσουμε και για πολύ μεγάλη κλάση τα προσεχή χρόνια, όταν η πείρα θα συνοδέψει τα προσόντα και την αξία.
Προκειμένου να εξασφαλίσει ο Ολυμπιακός τη βεβαιότητα, την ησυχία και τη σιγουριά των μετόπισθεν για την επόμενη τετραετία με την «υπογραφή Ρομπέρτο», πέρα από το σκληρό διαπραγματευτικό αγώνα που έδωσε, απαιτήθηκε και μια μεγάλη υπέρβαση.
Η πειραϊκή διοίκηση έδωσε 6 εκατομμύρια στην Ατλέτικο Μαδρίτης, όταν τα «φυσιολογικά όρια» αγοράς γκολκίπερ για τον «κουμπαρά» της ελληνικής πραγματικότητας, άντε να αγγίζουν το πολύ-πολύ τα 2 εκατομμύρια ευρώ.
Αυτό για μένα οδηγεί - πέρα από το προφανές που επαναλαμβάνεται γιατί επιβεβαιώνεται συνεχώς μέσα από πολλά, ότι ο Ολυμπιακός έχει ξεφύγει προ πολλού από τα ελληνικά δεδομένα – σε ακόμα δύο συμπεράσματα τα οποία πιστώνονται προσωπικά στον Βαγγέλη Μαρινάκη:
-Έχει δρομολογήσει το πλάνο γιγάντωσης του συλλόγου σε αγωνιστικό επίπεδο, με στόχο την κατάκτηση μιας σταθερής θέσης στο «forum των εκλεκτών». Σαν αυτό το τουρνουά του καλοκαιριού στο οποίο προσκλήθηκε, βάζοντας το έμβλημα και το όνομα του δίπλα στην ελίτ της Ευρώπης. Εκεί που προφανώς ήδη ανήκει, αλλά και που θέλει να ισχυροποιήσει τη θέση του, παραμένοντας σταθερά σε βάθος χρόνου.
-Όποιον ποδοσφαιριστή θέλει, χρειάζεται πραγματικά η ομάδα, τον αποκτά ή τον κρατά. Άσχετα από το ποσό εκταμίευσης αλλά και από το σύνολο των απαιτούμενων ενεργειών για να ολοκληρωθεί ένα δύσκολο, εντυπωσιακό deal. Και, βεβαίως, η διαδρομή του Μαρινάκη την τελευταία τετραετία στον ιδιοκτησιακό θώκο της πειραϊκής ΠΑΕ έχει δείξει (και αποδείξει, αν αυτό είναι απαραίτητο για «εχθρούς» και «φίλους»…) ότι δεν φείδεται χρημάτων για να κάνει τον Ολυμπιακό ευρωπαϊκά μεγάλο, αφού στην Ελλάδα από καιρό παίζει άνευ αντιπάλου. Είτε έχουν γίνει τεράστιες συμφωνίες – για να προλάβω μερικούς… - σαν τούτες τις τελευταίες των Μήτρογλου και Βάις, που… γουρλώνεις μάτια, είτε όχι…