Ότι υπήρξαν διεθνείς που, στην παράταση εναντίον της Κόστα Ρίκα, δεν έπαιζαν για να βάλει η ομάδα το γκολ, έπαιζαν για να γίνουν εκείνοι οι σκόρερ του μεγάλου γκολ.

Ο γελαστός, ευγενής, επικοινωνιακός Ρανιέρι, που καλά-καλά δεν ξέρει να προφέρει τα επώνυμα των παικτών, αποκόμισε την ίδια οσμή. Μόνο που αυτός, ο Ιταλός, δεν περίμενε τον τελευταίο αγώνα. Το είπε, διακριτικά…αλλά το είπε, μετά τον πρώτο. Είναι καλοί, αλλά «να δουλεύουν για τον συμπαίκτη τους».

Συνεπώς, η σύμπτωση επαναλήφθηκε! Εχει μικρή σημασία, ποιοι είναι οι παρτάκηδες. Ενδιαφέρει, ενδεχομένως, τους κουτσομπόληδες του καφενείου και τους μπαχαλάκηδες του διαδικτύου. Μείζονα σημασία, έχει το φαινόμενο αυτό καθαυτό. Εκτός κι αν δύο άνθρωποι, 60 ετών ο ένας, 63 ο άλλος, δεν ξέρουν τι βλέπουν…

Αν οι προηγούμενοι πήγαν την ομάδα εκεί που την πήγαν, ήταν επειδή υπήρξαν, περισσότερο από καλοί παίκτες, καλοί συμπαίκτες. Οι επίγονοι είναι, πιθανόν, καλύτεροι παίκτες. Καλοί συμπαίκτες, εκκρεμεί να το αποδείξουν. Ιδίως τώρα που δεν απέμεινε, στον κύκλο της ομάδας, τίποτα που να τη συνδέει με το πνεύμα-2004.

Μου προξένησε μια κάποια εντύπωση, μετά το 0-1 με τη Ρουμανία, ότι μονάχα ο Κονέ, μάλλον…κατ’ εξαίρεσιν, σκέφτηκε κι αναφέρθηκε στο παράδειγμα των προγόνων. Πάλι, όμως, δεν θα ‘πρεπε. Να μου κάνει εντύπωση. Περιρρέον κλίμα κατάντησε, ότι οι ήρωες της Πορτογαλίας είναι σχεδόν ένοχοι!

Γι’ αυτό, αφού πήγαν στην άκρη και οι τελευταίοι, πλέον δεν θέλουμε κανένα από δαύτους μες στα πόδια μας. Και δεν εννοώ, την πρώτη ομάδα. Εννοώ, ολόκληρη την πυραμίδα. Υπέβαλαν βιογραφικά για να προπονήσουν τις μικρές ομάδες ο Τσιάρτας, ο Κατεργιαννάκης, ο Γκούμας, ο Γιαννακόπουλος. Πόσοι προσλήφθηκαν; Κανείς.

Το «2004» έστρωσε το τραπέζι, όχι μόνο για τους μεταγενέστερους παίκτες, αλλά και για μια σειρά στελεχών της ομοσπονδίας, ατζέντηδων, ή/και δημοσιογράφων. Όταν βρίσκεις το τραπέζι στρωμένο, φυσικό είναι, όλα τα νομίζεις εύκολα. Κι όλα πιστεύεις πως τα ‘μαθες «με τη μία». Πολύ εύκολα.

Στα εύκολα, δεν αναπτύσσεται συμπαικτικότητα. Αναπτύσσεται ατομικότητα.

Πολύ περισσότερο, αναπτύσσεται ατομικότητα στην περίοδο που ολοκληρωτικά κυριαρχούν το μάνατζμεντ και τα facebook. Όχι συμπαίκτης, ο,τιδήποτε αρχίζει από «συν», είναι δυσεύρετο. Οσο δυσεύρετοι είναι, σήμερα, οι Λυμπερόπουλοι.

Στο μυαλό μου, ας συνέβη να λείπει το συγκεκριμένο 2004, ο Λυμπερόπουλος παραμένει ότι ήταν ο ιδανικός συμπαίκτης. Με τη μέγιστη συμβολή στην εδραίωση του spirit. Παραμένει, κι όχι μόνο στο δικό μου μυαλό. Στην πραγματικότητα το έβαλαν μες στο μυαλό μου, όταν κατά καιρούς ρωτούσα, διάφοροι συνοδοιπόροι του.

Εξίσου με τη συμπαικτικότητα, εκκρεμεί ν’ αποδειχθεί το χάρισμα των επόμενων, που παραλαμβάνουν τη σκυτάλη, στην ηγετικότητα. Ότι επιτυγχάνουν εξαιρετικά συμβόλαια σε σημαντικά κλαμπ, αυτό καθρεφτίζει την αθλητική ικανότητά τους. Leadership, είναι κάτι άλλο.

Για την ώρα, για τον επόμενο ένα μήνα, βολεύει σαν κρυψώνα ο Ρανιέρι. Οσο βόλευαν, πριν, οι «γερουσιαστές» που είχαν κατσικωθεί στην ομάδα και δεν άφηναν ζωτικό χώρο. Όμως, οι γερουσιαστές απήλθαν. Κι ο Ρανιέρι, όσο θα νιώθει ότι πιέζεται, νομοτελειακά θ’ αναπτύξει ανακλαστικά επιβίωσης. Και θ’ αναλάβει δράση.

Με φοβίζει, για το από κει και μετά, το αποσπασματικό. Αντί του συνεχούς και του συνεπούς. Το συνεχές και το συνεπές, τα είχε η ομάδα όλ’ αυτά τα χρόνια. Το αποσπασματικό θα ‘ναι να βγάζει κανα-δυο ξεσπάσματα θυμού, όποτε η πίεση εντείνεται. Κάποιες νίκες, στα Φερόε ή στο Μπέλφαστ.

Κι έπειτα, με την αποσυμπίεση, άλλη μία…Ρουμανία. Ως την επόμενη, πάλι, φάση έντασης. Με φοβίζει, εν ολίγοις, το να ράβουν ό,τι ξήλωσαν προτού ξηλώσουν ξανά ό,τι έραψαν. Κάπου ανάμεσα σε τέτοιες φάσεις παλινωδιών δε, το πιο πολύ που θα γίνουν, αν θέλετε αυτό που τους εύχομαι ποτέ να μη γίνουν, είναι…Πρίντεζης.

Προδίδει αδυναμία, ν’ ασχολείσαι μ’ εκείνους που «χαίρονται για την αποτυχία» σου. Δύναμη είναι, να στενοχωριούνται με την επιτυχία σου.

Πηγή: coppa.gr