Δεν χρειάστηκε τόσο πολύ. Η κατάρρευση άρχισε στις 9 Νοεμβρίου, όταν ο ΠΑΟΚ έχασε από τον ΠΑΟ. Εδώ να υπενθυμίσω κάτι. Πριν από το ματς είχαν υπάρξει οπαδοί του Παναθηναϊκού που έστελναν μηνύματα ο Παναθηναϊκός να πάει το ματς χαλαρά ώστε ο ΠΑΟΚ να διατηρήσει τη διαφορά από τον Ολυμπιακό και να πάρει το πρωτάθλημα. Οι αποφάσεις σε μια ομάδα δεν παίρνονται και δεν πρέπει να παίρνονται από το τι θέλει και τι λέει ο καθένας στα σάιτ και τα ραδιόφωνα. Ο Παναθηναϊκός κέρδισε το ματς με τον ΠΑΟΚ με 2-1. Φρέναρε την πορεία του ΠΑΟΚ, αλλά ξεκίνησε τη δική του καλή πορεία που σήμερα τον κάνει να έχει αμυδρές ελπίδες για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Σήμερα δεν θα υπάρξει κανένας που να πάρει τηλέφωνο το βράδυ και να πει: «Κώστα, θυμάσαι; Εγώ ήμουνα που έλεγα να χάσει ο Παναθηναϊκός από τον ΠΑΟΚ». Υπάρχει όμως και μια δικαιολογία. Αμφιβάλλω αν μπορούσε κάποιος να μαντέψει ότι ο ΠΑΟΚ μπορούσε να καταρρεύσει τόσο θεαματικά όπως μπόρεσε να το κάνει.
Το γιατί δεν είναι απλό να εξηγηθεί. Προφανώς κάτι συνεισέφεραν αλλά η αδρανοποίηση του Τζαβέλλα, του Κατσικά, του Τζανδάρη και του Σπυρόπουλου δεν είναι καθοριστική στην κατάρρευση του ΠΑΟΚ. Στα αριστερά, στη θέση του Τζαβέλλα και του Σπυρόπουλου παίζει ο Ρατς που είναι από τους καλύτερους παίκτες του ΠΑΟΚ, ο Κατσικάς στα 12 ματς που έπαιξε εφέτος δεν έσκισε και ο Τζανδάρης ήταν καλός, αλλά ποτέ καθοριστικός και στο φινάλε ο Αναστασιάδης τον καθιέρωσε.
Εάν το πρόβλημα της διοίκησης ήταν η αποφυγή ανάληψης ευθυνών από τον Αναστασιάδη, η απόφαση απομάκρυνσης είναι υπερβολική. Πρώτον θυμάμαι τον Αναστασιάδη να λέει έπειτα από ματς ότι η ήττα ήρθε από δική του αποκλειστικά ευθύνη. Δεύτερον, νομίζω ότι δεν υπάρχει κάποιο νόημα οι προπονητές να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις ήττες. Τις περισσότερες φορές γίνεται επιδεικτικά για να δείξουν στους φιλάθλους ότι είναι παλικάρια και βάζουν τον εαυτό τους ασπίδα στους παίκτες και όχι με τόση υποκρισία που δεν πείθει κανέναν. Οτι δεν τα πήγαινε καλά με παίκτες είμαι βέβαιος ότι ισχύει αλλά και όταν ο ΠΑΟΚ κέρδιζε, η συμπεριφορά του Αναστασιάδη δεν ήταν διαφορετική. Είναι ο μόνος πιθανόν προπονητής που δεν δίνει το χέρι σε παίκτη όταν βγαίνει σε αλλαγή. Αλλά από τη στιγμή που οι παίκτες ξέρουν ότι «αυτός έτσι είναι» παύει να τους ενδιαφέρει.
Το ότι «κάτι πρέπει να κάναμε και μια που δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο», που στο περίπου είπε ο Αγγελίδης, δεν είναι δίκαιο αλλά έχει νόημα. Είναι η λογική τού αφού δεν γίνεται να κάνουμε τον Ρικάρντο Κόστα να τρέξει πιο γρήγορα ώστε η ομάδα να παίζει ψηλά, διώχνουμε τον Αναστασιάδη.
Το ερώτημα αν ο ΠΑΟΚ μπορούσε να πάει καλύτερα με άλλον προπονητή, όπως πάντα μπορεί να απαντηθεί μόνο υποθετικά. Το πιθανότερο είναι ότι κάπως έτσι θα πήγαινε μόνο με πιο ομαλή πορεία. Δηλαδή δεν θα είχε πάει τόσο καλά στην αρχή και τόσο άσχημα στο τέλος.
Ιδια λογική
Πριν από 15 μήνες ο υπουργός Πολιτισμού Τάκης Κουράκης, τότε υπεύθυνος του τμήματος Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωνε ότι όταν το κόμμα θα γίνει κυβέρνηση θα καταργήσει τις παρελάσεις. Αντίθετα με την υπόσχεσή του, όχι μόνο δεν τις καταργεί αλλά σύμφωνα τουλάχιστον με τον Πάνο Καμμένο η παρέλαση της 25ης Μαρτίου θα είναι ένα θέαμα που δεν έχει ξαναπαρουσιαστεί. Μετά δηλαδή την παρέλαση τρεις μπάντες του στρατού δεν θα αποχωρήσουν. Θα παραμείνουν στο Σύνταγμα και θα παίξουν γνωστά εμβατήρια, αλλά και δημοτικά τραγούδια ενώ σωματεία χορού από όλη την Ελλάδα θα χορεύουν παραδοσιακούς χορούς.
Το κύριο χαρακτηριστικό της χούντας ήταν να προσπαθεί να επιβάλει την αισθητική της. Να βάζει δηλαδή τα μπαλέτα της Δώρας Στράτου να χορεύουν το πρωί με τα σαντούρια και τα κλαρίνα στον Λουμπαρδιάρη απέναντι από την Ακρόπολη ή να σκηνοθετεί ακόμα μεγαλύτερα θεάματα. Το 1970 στην Πολεμική Αρετή των Ελλήνων στο Καλλιμάρμαρο η δικτατορία έπαιρνε φαντάρους, έντυνε τους μισούς αρχαίους Ελληνες και τους μισούς Πέρσες και μετά παίζανε τη Μάχη του Μαραθώνα. Κάθε φαντάρος ήλπιζε ότι θα τον πάρουν στη μεριά των Ελλήνων ώστε να μη βρεθεί με τους Πέρσες που τις τρώγανε κανονικά. Και επάνω στις κερκίδες του Καλλιμάρμαρου το κοινό χειροκροτούσε την αναμενόμενη ελληνική νίκη. Οπως το κοινό χειροκροτεί τον κάθε ισχυρό μέχρι που να έρθει ο επόμενος, να χειροκροτεί εκείνον και να δηλώνει αντιστασιακό.
Σήμερα βέβαια μπορούμε να το κάνουμε αλλιώς. Να ντυθούν οι μισοί Αντιμνημονιακές Δυνάμεις και οι άλλοι μισοί Μνημονιακοί και να γίνει μάχη. Μετά να γίνει ο χορός με τις μπάντες του στρατού για να γιορτάσει ο λαός τη νίκη. Η λογική όμως παραμένει η ίδια. Ο λαός που χειροκροτεί τους πραγματικούς Ελληνες και οι άλλοι που δεν χορεύουνε στο πλάι να είναι οι ύποπτοι. Τότε ότι ήταν κομουνιστές τώρα ότι είναι Γερμανοτσολιάδες. Παραφράζοντας το πασίγνωστο κλισέ που λάτρευε η αριστερά «Γιατί δεν γελάς, ρε;» τώρα στο Σύνταγμα θα είναι: «Γιατί δεν χορεύεις, ρε;». Μόνο που τώρα δεν θα ενοχλεί αφού αυτά ενοχλούν όταν τα ακούς και όχι όταν τα λες.
Πηγή: SportDay