Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος έχει μία ιδιαίτερη ιστορία ζωής, με το ποδόσφαιρο να παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του. Η ΠΑΕ ΠΑΟΚ πραγματοποίησε στην ανανεομένη ιστοσελίδα της ένα μεγάλο αφιέρωμα στη ζωή του έμπειρου φορ του "Δικεφάλου".

Αναλυτικά:

"Γεννήθηκε στο Ουζμπεκιστάν. Ως Ελληνας. Σε ηλικία οκτώ ετών ήρθε στην Ελλάδα. Ως Ρώσος. Βιαστικοί, λάθος χαρακτηρισμοί δίχως σημασία. Διότι, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος είναι ένας πολίτης του κόσμου. Με… όχημα το ποδόσφαιρο και μια βαλίτσα στο χέρι κινείται συνεχώς και συλλέγει τις εμπειρίες που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του

17.04.2015 Όλα είναι δρόμος. Ταξίδι. Μια συνεχής διαδικασία συλλογής εμπειριών που υποσυνείδητα διαμορφώνουν χαρακτήρα.

Εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1989 αρκετές οικογένειες ελληνικής καταγωγής ετοιμάζονταν ν΄αφήσουν πίσω τη ζωή όπως την ήξεραν. Ν’ αποχαιρετίσουν το Γκαγκάριν, το Ουζμπεκιστάν, τα σπίτια τους για χάρη της προοπτικής. Η πατρίδα τους καλούσε πίσω και δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στον πειρασμό. Ανάμεσα στους εκατοντάδες που στοίβαξαν τα προσωπικά τους αντικείμενα σε βαλίτσες και τις αναμνήσεις στην άκρη του μυαλού βρισκόταν ο Παύλος με τη Μαρία και τα τέσσερά τους παιδιά. Τον Δημήτρη, την Ζιναϊδα και τα μικρά δίδυμα, τον Αλέξανδρο και την Κερασιά. Η απόφαση ήταν δύσκολη, αλλά ειλημμένη. Η Ελλάδα, ο τόπος τους, ένας τόπος που γνώρισαν από μακριά και μέσα από διηγήσεις των παλιότερων, αφού άπαντες γεννήθηκαν στο Γκαγκάριν, τους περίμενε. Η σφυρίχτρα του τρένου δεν άφηνε περιθώρια για δεύτερες σκέψεις. Το μεγάλο ταξίδι είχε ξεκινήσει. Τα διεθνή φιλικά στην αλάνα της παλιάς γειτονιάς ανάμεσα στους Έλληνες, τους Ρώσους και τους Ουζμπέκους του Γκαγκάριν ανήκαν στο παρελθόν για τον οκτάχρονο Δημήτρη, ο οποίος δεν είχε ακριβώς καταλάβει πόσο επρόκειτο ν΄αλλάξει η ζωή του.

Επιστροφή στην πατρίδα Το ταξίδι, το τρένο, η μετακόμιση του φαινόταν σαν διακοπές. Μαζί του, άλλωστε, έρχονταν και τα φιλαράκια του. Ο Γιώργος, ο Ηλίας και οι περισσότεροι κολλητοί του, αφού η επιστροφή στις ρίζες ήταν ομαδική.

«Φύγαμε πολλοί μαζί τότε από το Ουζμπεκιστάν. Εκεί που μέναμε ήταν ουσιαστικά μια αποικία Ελλήνων Ποντίων. Ζούσαμε όλοι μαζί σε ένα τετράγωνο συγκρότημα κατοικιών που στη μέση είχε μια μεγάλη αλάνα, στην οποία παίζαμε ποδόσφαιρο. Οι περισσότεροι το εγκατέλειψαν. Θέλαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Έπρεπε να φύγουμε». Η διαδρομή από το Ουζμπεκιστάν ως την Ελλάδα ήταν κάπως διασκεδαστική, ολίγον βαρετή, οπωσδήποτε κουραστική κι αναμφίβολα επεισοδιακή, δεδομένου ότι η οικογένεια Παπαδόπουλου παραλίγο να χάσει τον πάτερ φαμίλια. Σε μία από τις πολλές στάσεις, ο Παύλος Παπαδόπουλος κατέβηκε να αγοράσει προμήθειες και παραλίγο να χάσει το τρένο. «Θυμάμαι το τρένο να έχει ξεκινήσει, τον πατέρα μου να τρέχει σαν τρελός για να προλάβει κι εμείς να έχουμε μείνει να τον κοιτάμε από τα παράθυρα. Ευτυχώς πρόλαβε και πήδηξε πάνω», διηγείται ο παίκτης του ΠΑΟΚ. Επιχείρηση προσαρμογή Οι κινηματογραφικές εμπειρίες σταματούν με την αποβίβαση. Εκεί αρχίζει η νέα προσαρμογή στην αληθινή ζωή. Το αρχικό πλάνο προέβλεπε εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη, όπου κατέβηκαν οι περισσότεροι Πόντιοι. Στην πορεία το σχέδιο άλλαξε. Η εξαμελής οικογένεια κατέβηκε στην Αθήνα κι εγκαταστάθηκε στο Αιγάλεω, εκεί όπου κάποιοι συγγενείς τούς φιλοξένησαν μέχρι ο οδηγός λεωφορείων Παύλος και η νηπιαγωγός Μαρία να βρουν δουλειά και να πατήσουν γερά στα πόδια τους. Η προσαρμογή ήταν δύσκολη.

«Με έβλεπαν διαφορετικά. Σαν ξένο. Δεν ήξερα καλά και τη γλώσσα κι ενώ είχα τελειώσει δύο τάξεις στη Ρωσία, αναγκάστηκα να ξεκινήσω πάλι από την αρχή, από την πρώτη, για να μάθω τα ελληνικά. Ως τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει την αλλαγή», λέει ο «Παπ». Αν και το σχολείο ποτέ δεν ήταν το δυνατό του σημείο, ο Δημήτρης ως μαχητής μπόρεσε ν’ αντεπεξέλθει στα πρώτα δύο δύσκολα χρόνια στο Αιγάλεω. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, ο πατέρας του βρήκε δουλειά και το 1991 η οικογένεια μετακόμισε σε δικό της σπίτι. Στα Ανω Λιόσια. Δίπλα στην αποικία των τσιγγάνων της περιοχής. Τι σημασία είχε; Εχοντας γεννηθεί στο Ουζμπεκιστάν ως Ελληνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα ως Ρώσοι ήξεραν να προσαρμοστούν στα δεδομένα και είχαν την οξυδέρκεια να μην ενοχλούνται από τη διαφορετικότητα. «Ηταν μια εμπειρία. Οι τσιγγάνοι δεν έχουν καμία σχέση με όσα λέγονται γι’ αυτούς. Δεν σε ενοχλούσαν αν δεν τους ενοχλούσες και σε σέβονταν αν τους σεβόσουν κι εσύ. Θυμάμαι ακόμα τα καλοκαίρια να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε με τσιγγάνικη μουσική». Το σκεπτικό των τσιγγάνων, άλλωστε, ταίριαζε με τη συμβουλή που του έδινε πάντα ο πατέρας του. «Μην πειράζεις ποτέ κανέναν, αλλά αν σε πειράξουν, πείραξέ τους κι εσύ». Και παρά τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, ο Δημήτρης δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Ηταν ένα ήσυχο παιδί που εκτονωνόταν μέσα από τον αθλητισμό. Από εκείνα τα παιδιά, τα οποία έφευγαν το πρωί από το σπίτι και ξεχνούσαν να γυρίσουν, μπαίνοντας στο σπίτι περπατώντας στ’ ακροδάκτυλα των ποδιών για να μην τους τα ψάλλουν οι γονείς τους.

«Τότε, βέβαια, είχαν άλλα θέματα και σοβαρότερα προβλήματα ν΄ασχοληθούν και την γλίτωνα», θυμάται. Ποδοσφαιρικά μαθήματα Η αγάπη του για τα σπορ και η ανάγκη δημιουργικής διοχέτευσης της ενέργειάς του τον οδήγησαν στις Ακαδημίες του Ακράτητου και όλα σιγά, σιγά πήραν το δρόμο τους. Υπό τις οδηγίες του Δημήτρη Τσάρου, ο μικρός «τσάρος» άρχισε να μεγαλώνει και να δείχνει τις δυνατότητές του. Σε ηλικία 16 ετών έγινε επαγγελματίας και άρχισε να παίρνει συμμετοχές, στα 18 του ήταν βασικός στη Γ’ Εθνική κι ένα χρόνο αργότερα από τους καλύτερους παίκτες της Β’ Εθνικής. Οι εμφανίσεις του επιβραβεύτηκαν με κλήση στην Εθνική Ελπίδων ως μέλος μιας φουρνιάς με συμπαίκτες τους Σαλπιγγίδη, Νάστο, Ταυλαρίδη, Βακουφτσή και οι εμφανίσεις του με το εθνόσημο στο στήθος επιβραβεύτηκαν με την απαρχή ενός νέου ταξιδιού. Στη Λεωφόρο η Ελλάδα νίκησε 3-1 κι απέκλεισε την Αγγλία, ο Δημήτρης σκόραρε και ήταν από τους καλύτερους παίκτες και τότε ήρθε η πρόταση από τη Μπέρνλι. Στα 19 του, δίχως να ξέρει γρι αγγλικά, δίχως εμπειρίες και βοήθεια πήρε την απόφαση να πακετάρει και πάλι. Με τη στήριξη των γονιών του και το κίνητρο ότι θα μπορούσε να τους βοηθήσει και οικονομικά. Η καθοριστική αγγλική εμπειρία Στην Αγγλία όλα ήταν δύσκολα. Από την ανάποδη οδήγηση – κομμάτι στο οποίο τον βοήθησε ο κ. Κέβιν, ο οδηγός που του διέθεσε η ομάδα, μέχρι την προσαρμογή στα νέα επαγγελματικά δεδομένα. Εμεινε ένα χρόνο με τη δεύτερη ομάδα προκειμένου να συνηθίσει το νέο στυλ παιχνιδιού κι έπειτα έκανε τα πρώτα του ματς. Δεν έμελλε να μείνει για πολύ στο σπίτι του στο Μάντσεστερ, όμως. Η Αγγλία δεν τον κάλυπτε.

«Ηταν όλα απολύτως επαγγελματικά, αλλά απουσίαζε το συναίσθημα. Σήμερα μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικό για τη μετέπειτα εξέλιξή μου ήταν το πέρασμα από την Αγγλία, ωστόσο, δεν κόλλησα εκεί», λέει. Τότε παρουσιάστηκε η προοπτική της Ντιναμό Κιέβου. Η βαλίτσα στο χέρι κι ο Δημήτρης στην Ουκρανία για συζητήσεις μιας νέας μεταγραφής. Αυτό το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Παναθηναϊκός πρόλαβε κι απέσπασε την υπογραφή του και δεν το μετάνιωσε. Η χρονιά της ζωής του Τη σεζόν 2003-04 ο «Παπ» πραγματοποίησε τα παιχνίδια τη ζωής του. Κέρδισε τα νταμπλ, κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας, πήγε στο Euro 2004 κι επέστρεψε τροπαιούχος. Όνειρο, το οποίο δεν τελείωσε στην Λισαβόνα.

Λίγο μετά την επιστροφή των θριαμβευτών στην Ελλάδα, ο Τάκης Φύσσας έχει (ξανα)σχεδιάσει το γάμο του. Ο Παπαδόπουλος δε θα μπορούσε να λείπει. Και δε θα ήθελε. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, την Αμαλία Κυπαρίσση. Παντρεύτηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2008 και ήταν εκείνη που συνταξίδευε μαζί του στις νέες ανά τον κόσμο περιπέτειές του. Ως γνήσιος νομάς ο Παπαδόπουλος μετά την αποχώρησή του από τον Παναθηναϊκό βρέθηκε στο Λέτσε, στο Ζάγκρεμπ, στο Βίγκο.

Συλλέκτης εμπειριών σε έναν δύσκολο χώρο, όπως αυτός του ποδοσφαίρου. Οι συνεχείς μετακινήσεις του κόστισαν στην αγωνιστική σταθερότητα. Το αναγνωρίζει τώρα που στέριωσε στην Ελλάδα, δίχως πάλι ν’ αποτινάξει τη συνήθεια των ανά χρόνο μεταγραφών. Είπαμε. Όλα είναι δρόμος και στο τέλος της ημέρας οι επιλογές και τα λάθη μας είναι αυτά που καθορίζουν το ποιοι είμαστε."