Η τελευταία αναφορά του Κλαούντιο Ρανιέρι στην σύντομη ελληνική θητεία του, αυτό το “ήμουν ράκος μετά την Ελλάδα” που δήλωσε παραμονές του αγώνα της Λέστερ με την Λίβερπουλ επικαιροποίησε τη συζήτηση σχετικά με το αν θα μπορούσε ή όχι να γίνει αποτελεσματικός για την ελληνική Εθνική ομάδα.

Σε αυτή την ερώτηση είχε σχετικά πρόσφατα απαντήσει με τον δημόσιο λόγο του ο Ιταλός προπονητής, όταν είχε χαρακτηρίσει λάθος την επιλογή του να αποδεχθεί την πρόταση της ελληνικής ομοσπονδίας με το σχόλιο “ δεν μου πηγαίνει ο ρόλος και η φύση της δουλειάς του Ομοσπονδιακού προπονητή”, εξηγώντας ότι “πιάστηκε αδιάβαστος” επειδή δεν μπορούσε προηγουμένως να φανταστεί το μέγεθος της διαφοράς στη φύση της δουλειάς του ομοσπονδιακού προπονητή συγκριτικά με αυτή του προπονητή συλλόγου.

Για αυτή τη χαοτική διαφορά μου είχε μιλήσει πολύ ο Φερνάντο Σάντος στον πρώτο του καιρό ως ομοσπονδιακός της Ελλάδας. Μετά από 23 χρόνια καριέρας σε πάγκους ο Πορτογάλος θα μπορούσε να υποθέτει ότι τα έχει δει όλα. Γι' αυτό και είχε σοκαριστεί μπροστά στο μέγεθος της διαφοράς στη φύση της μιας δουλειάς από την άλλη. Ακριβώς επειδή επρόκειτο για άλλη δουλειά. Ενας προπονητής μαθημένος να χρησιμοποιεί μεθόδους που βασίζονταν στην σταθερά της καθημερινής επαφής με τους ποδοσφαιριστές έπρεπε να αλλάξει τρόπους, τακτική, μεθόδους προκειμένου να καταφέρει να γίνει κατανοητός, μεταδοτικός και τελικά αποτελεσματικός σε μια δουλειά των δύο – τριών προπονήσεων πριν από ένα επίσημο παιχνίδι. Μέσα σε διάστημα λίγων μηνών ο Σάντος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένας προπονητής δεν μπορεί να βάλει σε μια εθνική ομάδα τη σφραγίδα του αν δεν έχει την ευκαιρία τουλάχιστον μιας θερινής προετοιμασίας πριν από μια μεγάλη διοργάνωση. Αυτή την ευκαιρία ο Ρανιέρι στην Ελλάδα δεν την είχε ποτέ. Αφενός επειδή ανέλαβε μετά από το πέρας μιας μεγάλης διοργάνωσης και αφετέρου επειδή, λόγω εθνικής απειρίας, δεν είχε εκτιμήσει ως σημαντική την ευκαιρία μιας πρώτης ολιγοήμερης γνωριμίας και – κυρίως – ενός φιλικού αγώνα προτού μπει στην φάση των επίσημων παιχνιδιών για την προκριματική φάση του Euro.

Ο Ρανιέρι θα είχε ήδη ξεχαστεί από όλους τους Ελληνες αν δεν ήταν αυτή, η άκρως υπερβατική πορεία που διαγράφει με την Λέστερ, την οποία κρατά μέχρι και σήμερα στην κορυφή της Premier League. “Δεν σας έκανε ο Ιταλός, ε;”, είναι ένα από τα σλόγκαν στα καφενεία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι ας απαντά στην πραγματικότητα πρώτος ο ίδιος ο Ρανιέρι στην ερώτηση αυτή, τόσο με τον δημόσιο λόγο του όσο και με τα όσα κάνει και δεν κάνει στο πρώτο πεντάμηνο της ζωής του στο Λέστερ ότι ναι, δεν έκανε για την Εθνική Ελλάδας. Σκέψου:


* Η βασική ιδέα του “Ελληνα” Ρανιέρι ήταν να προσπαθήσει να κάνει η Ελλάδα παιχνίδι κατοχής, να απλώνεται στο αντίπαλο μισό και να επιδιώκει ανοιχτό παιχνίδι, με περισσότερους παίκτες μπροστά από τη σέντρα. Η βασική ιδέα του “Αγγλου”Ρανιέρι στο παιχνίδι της Λέστερ είναι η “μένουμε πίσω, αμυνόμαστε σωστά και σκληρά και ψάχνουμε τα γκολ στην κόντρα”, όπως αποδεικνύουν ο μέσος όρος κατοχής της μπάλας (43%), η μέση ακρίβεια στις μεταβιβάσεις (69%), τα σουτ ανά παιχνίδι (13.4), που είναι οι χαμηλότερες στατιστικές επιδόσεις οποιασδήποτε ομάδας από αυτές που βρίσκονται στο top5 των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων.

* Ο “Αγγλος” Ρανιέρι επέλεξε, σοφά όπως αποδεικνύεται, το περασμένο καλοκαίρι, στην αρχή του με την Λέστερ να μην πειράξει πολλά στην ομάδα που παρέλαβε από τον Νάιτζελ Πίρσον. Σε αντίθεση με την επιλογή που έκανε ως Ομοσπονδιακός της Ελλάδας, που “ξεπάστρεψε” την ομάδα του προκατόχου του, του Φερνάντο Σάντος, όπως του υπέδειξαν τότε η ομοσπονδία και ο ατζέντης που τον έφερε, ο Ρανιέρι επέλεξε στο Λέστερ να συντηρήσει την ομάδα του προκατόχου του και να επιχειρήσει μέσα από τον χρόνο, κι όσο γνώριζε περισσότερο τους ποδοσφαιριστές και τις δυνατότητές τους, να την εξελίξει με δικές του επιρροές. Κι αυτό το έκανε αφού προηγουμένως απαλλάχθηκε από τον εκνευρισμό της εκκίνησης, και ηρέμησε χάρη στα πρώτα θετικά αποτελέσματα της περσινής συνταγής.

Η Λέστερ του Ρανιέρι δεν είναι μια όμορφη στο μάτι ομάδα. Εκτός από πρωτοπόρος όμως είναι και η ομάδα με τα περισσότερα γκολ στην Premier League (την έπιασε μόλις χθες η Σίτι) χάρη στις εξωπραγματικές επιδόσεις των Τζέιμι Βάρντι και Ριγιάντ Μαχρέζ, δηλαδή του πρώτου και του δεύτερου σκόρερ της κατηγορίας. Στην αρχή ήταν απλώς μια ομάδα που εντυπωσίαζε με την αποτελεσματικότητα του σχεδίου να καταστρέφει το ποδόσφαιρο του αντιπάλου της και να αντεπιτίθεται με υψηλά ποσοστά ευστοχίας. Στα τελευταία παιχνίδια όμως εμφάνισε και νέα στοιχεία, που την έκαναν πιο ελκυστική στο μάτι. Αρχισε να τρέχει ασταμάτητα στο τερέν (“οι ποδοσφαιριστές μου είναι σαν τον Φόρεστ Γκαμπ, δεν σταματούν να τρέχουν”, έφτασε να πει ο Ρανιέρι) και να κάνει επιθετική άμυνα με συνέπεια να ξαφνιάζει ακόμη και αντιπάλους του υψηλότερου επιπέδου στο πρωτάθλημα. Εκανε περισσότερους τους τρόπους εκδήλωσης των επιθέσεών της, και κυρίως τελειοποίησε το συνδυαστικό ποδόσφαιρό της χάρη και στην επιλογή του προπονητή να κρατά σταθερό το βασικό σχήμα με συνέπεια η ομάδα του να αυξάνει τη συνοχή της και να βελτιώνει τους αυτοματισμούς της.

Με την μέχρι σήμερα πορεία της η Λέστερ λειτουργεί σαν απόδειξη ότι ο Ιταλός μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικός και σιδερώνει το τσαλακωμένο, λόγω Ελλάδας, προφίλ του προπονητή της. Είναι άλλωστε στη φύση του επαγγέλματος αυτό: αλλού είσαι αποτελεσματικός, αλλού όχι. Η ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Ρανιέρι στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 16 μηνών τεκμηριώνει αυτόν τον ισχυρισμό. Ναι, δεν της έκανε, έτσι όπως και ο ίδιος τα 'κανε με την βοήθεια της ομοσπονδίας, της Ελλάδας ο Ρανιέρι. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα της έκανε και της Λέστερ. Και κυρίως δεν σημαίνει ότι δεν ήταν καλός προπονητής. Απλώς δεν ήταν ο κατάλληλος.

Απευθυνόμενος σε ένα κοινό που δεν παρακολουθούσε και δεν μελετούσε την ζωή της ελληνικής Εθνικής ομάδας, τώρα που η μετοχή του έχει κάνει απανωτά limit up, ο Ρανιέρι προσπάθησε να τινάξει από πάνω του τον ελληνικό λεκέ της απόλυσης σε τέσσερις μήνες με το απλουστευμένο “οι ποδοσφαιριστές που είχα ήταν καλοί, αλλά εάν δεν έχεις χρόνο να τους μιλήσεις, τότε απλώς, έρχονται παίζουν και μετά πάνε σπίτια τους. Και μετά από αυτό ήρθε το «ο Ρανιέρι δεν είναι καλός, πήγαινε σπίτι σου». Μετά από αυτό όμως ήρθε ένας άλλος προπονητής και τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ήρθε και άλλος και ήταν και αυτός χειρότερος. Για τα στατιστικά, γνωρίζω ότι απολύθηκα και μετά δεν υπήρξε κανείς καλύτερος από εμένα”. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει στην ελληνική Εθνική στην μετά Ρανιέρι εποχή είναι μια επιβεβαίωση της βασικής διαπίστωσης που έκαναν όλοι όσοι παρακολουθούν την Ελλάδα από την στιγμή της πρόσληψης του Ιταλού: δεν ήταν ζήτημα προπονητή. Την μεγάλη ζημιά την έκανε η ομοσπονδία με την επιλογή της να ξεπατώσει την προηγούμενη Εθνική και να τον στείλει, τον Ιταλό, αδιάβαστο και άγνωστο μεταξύ αγνώστων. Και ακριβώς επειδή η ζημιά ήταν μεγάλη, δεν αρκεί ένας προπονητής για να λύσει το πρόβλημα. Και η Ελλάδα συνεχίζει να ταλαιπωρείται όσο θα μένει στα χέρια αυτών που την κατέστρεψαν.

Πηγή: gazzetta.gr