Ολοι οι προπονητές συμβαίνει να έχουν παιδιά και αποπαίδια ή για να το πω πιο κομψά ποδοσφαιριστές στους οποίους στηρίζονται (και κατ ανάγκη τους στηρίζουν) και ποδοσφαιριστές που τους εμπιστεύονται λιγότερο (και που κατ ανάγκη τους δίνουν και λιγότερες ευκαιρίες). Είναι φυσιολογικό και λογικό γιατί όλοι οι προπονητές έχουν συνήθως πιο πολλούς παίκτες από αυτούς που πραγματικά χρειάζονται. Δεν είναι όμως ούτε φυσιολογικό, ούτε λογικό αυτό που συμβαίνει με τον Τούντορ και τον Μπερμπάτοφ. 

Κι όμως θέσεις υπήρχαν 

Όταν ήρθε ο Μπερμπάτοφ στην Ελλάδα δεν υπήρχε άνθρωπος που να μπορούσε να φανταστεί αυτό που ακολούθησε. Οι αισιόδοξοι μιλούσαν για σημαντική πιθανότητα να δούμε τον Βούλγαρο πρώτο σκόρερ στο πρωτάθλημα. Οι περισσότερο σκεπτικιστές, όσοι πχ στέκονταν στην ηλικία του, έλεγαν ότι ναι μεν τα πιο καλά του χρόνια πέρασαν (και πέρασαν σε ομάδες πολύ μεγάλες), αλλά σίγουρα θα βοηθήσει. Θυμίζω ότι ο ΠΑΟΚ είχε μόλις χάσει τον Λούκας, χωρίς στη θέση του να έχει αποκτήσει κάποιον άλλο, και ότι στο ξεκίνημα της σεζόν ο Αθανασιάδης είχε και προβλήματα μετά τον τραυματισμό του στα Γιάννινα. Ο ΠΑΟΚ, που έπαιζε εκείνο τον καιρό 3-4-1-2 είχε θέσεις στην ενδεκάδα του για τον Βούλγαρο που μπορεί να παίξει και στην κορυφή της επίθεσης, αλλά και πίσω από τους φορ, αν χρειαστεί. Κι όμως παρά τον ντόρο που έκανε η απόκτησή του, που ενθουσίασε τον κόσμο του ΠΑΟΚ, ο Τούντορ ευκαιρίες του έδωσε ευθύς εξ αρχής ελάχιστες.  

Ερχονταν από ίδιες σεζόν 

Μου άρεσε από τον Σεπτέμβριο που ο Βούλγαρος αποκτήθηκε από τον ΠΑΟΚ, να συγκρίνω την περίπτωσή του με εκείνη ενός άλλου 34χρονου που ήρθε κάποτε στην Ελλάδα: αναφέρομαι στον Ντάρκο Κοβάσεβιτς που το καλοκαίρι του 2007 υπέγραψε για τον Ολυμπιακό δίνοντας στους Ερυθρόλευκους πάρα πολλά. Πριν υπογράψει στον Ολυμπιακό ο Κοβάσεβιτς στην τελευταία του χρονιά στη Ρεάλ Σοσιεδάδ είχε αγωνιστεί σε 31 ματς του ισπανικού πρωταθλήματος και είχε πετύχει 3 γκολ: στα πιο πολλά από αυτά δεν ήταν βασικός. Ο Μπερμπάτοφ από την πλευρά του, πριν υπογράψει για τον ΠΑΟΚ, είχε παίξει με τη φανέλα της Μονακό 26 ματς στο γαλλικό πρωτάθλημα και 9 στο Τσάμπιονς λιγκ και είχε πετύχει 8 γκολ: κι αυτός δεν ήταν πάντα στο αρχικό σχήμα. Οι δυο παίκτες ήρθαν στην Ελλάδα μετά από αρκετά όμοιες χρονιές και είχαν και όμοιους τραυματισμούς πριν υπογράψουν για τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ: κάτι μικροθλάσεις, αποτέλεσμα περισσότερο της καταπόνησης και λιγότερο της ηλικίας. Όλα τα άλλα, όμως, είναι ολότελα διαφορετικά.     

Η προσφορά του Ντάρκο 

Παρότι και ο Κοβάσεβιτς είχε χάσει μέρος της προετοιμασίας, ο Λεμονής τον έριξε στα βαθιά αμέσως χρίζοντας τον βασικό στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο. Ο Σέρβος δεν ήταν καλός και πολλοί είχαν ειρωνευτεί την απόδοσή του: ο Λούα Λούα, που είχε τρελάνει τότε τον βαρύ Ενακαρίρε, ήταν πολύ καλύτερος. Όμως ο τότε προπονητής του Ολυμπιακού πέτυχε με το καλημέρα κάτι βασικό: έδειξε στον Ντάρκο ότι σε αυτόν βασίζεται κι αυτόν υπολογίζει. Παρά το μέτριο ντεμπούτο του τον ξαναχρησιμοποίησε βασικό την επόμενη αγωνιστική κόντρα στον ΟΦΗ κι αυτός πέτυχε δυο γκολ: ασήμαντα για το τελικό αποτέλεσμα (που ήταν 6-2), αλλά σημαντικότητα για την ψυχολογία του. Ο Κοβάσεβιτς δεν βρέθηκε σε ένα Ολυμπιακό χωρίς επιθετικές λύσεις: μολονότι ο Λεμονής έπαιζε συνήθως με ένα φορ, (αφού στο πλάι υπήρχαν ο Γκαλέτι και ο Τζόρτζεβιτς, που δεν έβγαιναν από την ομάδα ποτέ και λογικά), στο ρόστερ υπήρχαν και ο Λουα Λουα, και οι νεοφερμένοι  (κι ακόμα πολλά υποσχόμενοι) Νούνιες και Σίσιτς και φυσικά και ο νεαρός τότε Κώστας Μήτρογλου, που διεκδικούσε το χρόνο του και είχε παίξει βασικός σε 11 ματς. Κι όμως ο Κοβάσεβιτς στα 34 του πρόσφερε τα μέγιστα, έβαλε 17 γκολ στο πρωτάθλημα και ήταν και βασικός πρωταγωνιστής στο καλό Τσάμπιονς λιγκ που έκανε τότε ο Ολυμπιακός μολονότι έρχονταν συχνά από τον πάγκο. Με τον Μπερμπάτοφ δεν έχει γίνει τίποτα από αυτά. 

Καψώνι τεράστιο άνευ λόγου 

Ο Τούντορ δεν περίμενε ένα παίκτη σαν το Βούλγαρο κι αυτό εύκολα το καταλαβαίνει κανείς. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή ασχολήθηκε κυρίως με το πώς θα τον φέρει στα κιλά του και το ότι δεν τον έκανε αμέσως βασικό κάπως εξηγείται. Αυτό που δεν εξηγείται είναι η μετέπειτα δυσπιστία του προπονητή: ο Τούντορ χρησιμοποίησε ως βασικό τον Βούλγαρο στο πρωτάθλημα σε τρία όλα κι όλα ματς! Το κορυφαίο καψώνι του το έκανε στα μέσα Δεκεμβρίου: τον χρησιμοποιεί στη βασική ενδεκάδα κόντρα στην Ντόρτμουντ και μολονότι ο ΠΑΟΚ κερδίζει, στο ματς με το Λεβαδειακό που ακολουθεί τον αφήνει στον πάγκο και του δίνει όλο κι όλο ένα σκάρτο εικοσάλεπτο! Η όλη χρησιμοποίηση του θυμίζει όχι ποδοσφαιριστή με εμπειρίες, αλλά 20χρονο που πρέπει να καταλάβει τη δυσκολία της Σουπερλίγκας: ο Μπερμπάτοφ έχει μπει ως αλλαγή για να παίξει δεκαπεντάλεπτα και εικοσάλεπτα επτά φορές και ο νεαρός Μυστακίδης έξι. Μάλιστα ο Μπερμπάτοφ δεν έχει παίξει βασικός ούτε στα εύκολα ματς του κυπέλλου που έπαιξε ο ΠΑΟΚ: κι εκεί η παρουσία του είναι ελάχιστη. 

Κι όταν παίζει τι κάνει;

Κάποιος θα πει ότι κι όταν παίζει δεν κάνει κάτι το εξαιρετικό: ας πούμε ότι είναι έτσι. Πως όμως να το κάνει; Ένα σέντερ φορ με μπόι πάνω από 1,90 δεν μπορεί να μπει στο γήπεδο και να κάνει ντρίπλες για να δείξει πόση μπάλα ξέρει: παίκτης ρυθμού είναι ο Μπερμπάτοφ, που αυτό που ξέρει είναι κυρίως να σκοράρει. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρχικά, όταν πάλευε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τούντορ ακόμα και στο ελάχιστο που αγωνίζονταν κάτι έκανε: βοήθησε στο να γυρίσει το ματς με την ΑΕΚ, ήταν ο βασικός λόγος που ο ΠΑΟΚ κέρδισε τον Ατρόμητο – ακόμα και κόντρα στον Ολυμπιακό το καλό ημίχρονο του ΠΑΟΚ (το δεύτερο) συνδυάζεται με τη δική του παρουσία. Όταν κατάλαβε ότι δύσκολα θα παίξει βασικός φανερά ξενέρωσε. 

Ενας χωρισμός προτιμότερος

Δεν υπάρχουν παίκτες που να μπορούν να προσφέρουν χωρίς να αγωνίζονται. Αν ο Τούντορ δεν έχει σκοπό να τον χρησιμοποιήσει ως βασικό σε συνεχόμενα παιγνίδια ένας χωρισμός είναι πάντα προτιμότερος από μια σχέση ρουτίνας. Ασε που μια έκρηξη του Βούλγαρου μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα που κανείς δεν φαντάζεται…               

Πηγή: novasports.gr