Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Για όσους διέπονται από μηδενιστική διάθεση και αφοριστική τάση για ό,τι συμβαίνει με (ή στον) Ολυμπιακό, το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να… τρώνε πελώριες μπουκιές παρά να λένε μεγάλες κουβέντες! Πολλά από τα λόγια τα παχιά από εκείνα που πασχίζουν να σηκώσουν μάταια το μπόι της αλεπούς, αφού όσο και να πηδήσει δεν τα φτάνει και τα κάνει κρεμαστάρια.

Μέσα σε ένα διήμερο η ΠΑΕ Ολυμπιακός, από «ξεχασμένους», αχρείαστους θα τους χαρακτηρίσω και όχι άχρηστους παίκτες – αφού από την ώρα που έχουν ζήτηση και κάνουν μεταγραφές μόνο του… πεταμού δεν τους λες – που θεωρητικά ανήκαν στο δυναμικό του συλλόγου, ουσιαστικά όμως αποτελούσαν ξένα σώματα για μακρύ χρονικό διάστημα, έβαλε στο ταμείο της κάτι παραπάνω από 3,5 εκατομμύρια ευρώ. Ο Ντοσεβί και ο Γιαταμπαρέ πουλήθηκαν σε Βέλγιο και Γερμανία αντίστοιχα, με τους πρωταθλητές να κάνουν απόσβεση των εκταμιεύσεων στις οποίες είχαν υποχρεωθεί όταν αποκτούσαν τους δύο Γάλλους ποδοσφαιριστές, παρότι φαινομενικά οι μεταγραφές τους είχαν οδηγηθεί σε «αστοχία υλικού». Ντοσεβί και Γιαταμπαρέ δεν έκαναν, δεν έπιασαν, δεν άρεσαν, δεν ικανοποίησαν όσο το επιζητούσαν οι επιθυμίες των ερυθρολεύκων, για τον Α ή Β λόγο τέλος πάντων δεν ήταν οι παίκτες που θα τους ανέβαζαν επίπεδο.

Ωστόσο η διοίκηση του Ολυμπιακού απέδειξε μέσω των δύο αυτών περιπτώσεων πόσο καλά, σωστά, οργανωμένα και υποδειγματικά διαχειρίζεται το μεταγραφικό σκέλος αρμοδιοτήτων της και το ανθρώπινο δυναμικό του ποδοσφαιρικού τμήματος της. Πρόκειται για αυστηρά επαγγελματικό management-marketing στις μεταγραφικές δραστηριότητες της, τομέας στον οποίο, χρόνο με το χρόνο σκαρφαλώνει με γεωμετρική πρόοδο στα υψηλότερα επίπεδα λειτουργίας των ευρωπαϊκών συλλόγων.

Του Μαρινάκη δεν γεννάνε και τα κοκόρια του, λοιπόν, υπό την έννοια που οι αντίζηλοί του επιχειρούν να διαμορφώσουν άποψη στην κοινή γνώμη, γιατί ο πρόεδρος του Ολυμπιακού δεν κάθεται, δεν κοιμάται και η τύχη του δουλεύει. Την έχουν δουλέψει την αγορά, αυτός και οι στενοί διοικητικοί συνεργάτες του στην πλατεία Αλεξάνδρας, εδώ και μια πενταετία, επενδύοντας χρήμα και χρόνο σε αγοραπωλησίες και επαφές, διαπροσωπικές σχέσεις με οτιδήποτε και όσους κινούνται στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού forum.

Δεν σηκώθηκε ένα ηλιόλουστο πρωινό ο Μαρινάκης και αναρωτήθηκε «πώς θα επιστρέψουμε ρευστό στα ταμεία της ΠΑΕ» και… ω του θαύματος η Βέρντερ έβγαλε δύο εκατομμύρια από το μπάτζετ της και άλλο ενάμιση η Σταντάρ Λιέγης για να αγοράσουν τους παίκτες που δεν χρειαζόταν ο Ολυμπιακός και τους πηγαινόφερνε δανεικούς από εδώ και από εκεί!

Δεν έγιναν με ένα νεύμα, με το κούνημα του δάχτυλου η μεταγραφή του Μήτρογλου με 15.000.000 και με άλλα τόσα του Μανωλά. Ούτε με 9 του Σάμαρη και 5 του Φέισα ή του Πάουλο Μασάντο και του Ντε Βινσέντι με πολύ καλά λεφτά οι μετακινήσεις του σε Ζάγκρεμπ και Λευκωσία.

Και ούτε επίσης, αύριο μεθαύριο, θα εισπράξει χρήματα ο Ολυμπιακός για πώληση του Μπενίτες, του Μαρτίνες, του Διαμαντάκου ή του Καραμάνου και του Τζανακάκη ή οποιουδήποτε άλλου από τους πολλούς παίκτες που ανήκουν τυπικά αλλά στην ουσία δεν είναι στο ερυθρόλευκο ρόστερ, καθαρά από τύχη, σύμπτωση ή… φάρδος.

Ακόμα και οι πολέμιοι των πρωταθλητών οφείλουν να παραδεχτούν κάποια στιγμή την πολυεπίπεδη διαφορά που τους χωρίζει από τον Ολυμπιακό. Πέρα από τον προφανή αγωνιστικό τομέα και την μονίμως καταγγελλόμενη αδιαφανή υπεροχή του…

Καλός, χρυσός και άγιος ο φετινός Τζίμι. Με τις επαναλαμβανόμενες ασίστ, την έμμεση και άμεση συμβολή του στην επίθεση και την παραγωγικότητα της ομάδας.

Ενθαρρυντικές και καλοδεχούμενες οι ελπιδοφόρες εμφανίσεις νεότερων παιδιών με προοπτική άμεσου ή απώτερου μέλλοντος, όπως η τελευταία του Σάσα Ζντιέλαρ στο Κύπελλο.

Ή η σταθερή και αποτελεσματική δράση των γαντιών του Στέφανου Καπίνο, που παρά την αγωνιστική απραξία του υπενθυμίζει πέρα από το ταλέντο που τον συνοδεύει και αυτό δεν αλλάζει, πόσο πλεόνασμα αυτοπεποίθησης και ετοιμότητας διαθέτει.

Το μεγάλο όμως, ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ του φετινού Ολυμπιακού εξακολουθεί να είναι ο ενορχηστρωτής Κώστας Φορτούνης. Αφού για όσους δεν ξέρουν, αυτό το μεστό, δημιουργικό, ηγετικό, φινετσάτο και αποτελεσματικό παιχνίδι του που βλέπουμε μέσα στα γήπεδα, στους αγώνες, είναι μια συνέχεια της επαγγελματικής συνέπειας του στις προπονήσεις όλους αυτούς τους μήνες από το καλοκαίρι και μετά.

Στο Ρέντη το λένε, το επαναλαμβάνουν και δεν χορταίνουν να τον απολαμβάνουν, ζώντας τον καθημερινά. Τυχαίο κι αυτό; Δε νομίζω.

Πηγή: sportit.gr