Στην περασμένη αγωνιστική υπήρχαν μερικές σκηνές σε ελληνικά γήπεδα που μου άρεσαν πάρα πολύ. Οι πρώτες ήταν οι αντιδράσεις του Μακ στην Τούμπα τις στιγμές που σκόραρε – έστειλε τη μπάλα. Ο Μακ στη φάση του γκολ φεύγει από θέση οφσάιντ, σκοράρει, πανηγυρίζει, καλά καλά δεν γυρίζει καν να κοιτάξει τον βοηθό, που λέει ο λόγος. Στο δεύτερο ξανασυμβαίνει το ίδιο κι όταν διαπιστώνει ότι ο βοηθός έχει σηκώσει τη σημαία (μάλλον λανθασμένα) ενίσταται και θυμώνει: κατά το Μακ, όταν ο Μακ σκοράρει, δεν υπάρχει ποτέ οφσάιντ.

Η δεύτερη εικόνα είναι η διαμαρτυρία του πάγκου της ΑΕΚ για ένα γκολ του Αρθο: με πρώτο τον σοβαρό Πογιέτ, όλοι συμφωνούν ότι δεν υπάρχει οφσάιντ – στην πραγματικότητα εκτός από τον Ισπανό που δεν καλύπτεται, δεν καλύπτονται και τρεις τέσσερις παίκτες της ΑΕΚ ακόμα – ευτυχώς η Ενωση κερδίζει 2-0 και οι διαμαρτυρίες (και του γηπέδου) είναι ελάχιστες. Η τρίτη εικόνα είναι αυτή του Μανιά να διαμαρτύρεται για το πέναλτι που έκανε στο ματς με τον Ολυμπιακό: ο φορ του ΠΑΣ έχει σηκώσει το χέρι σαν τροχονόμος, οι τριγύρω συμπαίκτες του τραβάνε τα μαλλιά τους, αλλά αυτός μοιάζει να ορκίζεται ότι δεν έκανε τίποτα. Όλα αυτά είναι αστεία, όσο οι πιο πολλές συζητήσεις για τη διαιτησία που γίνονται στην Ελλάδα κι όχι μόνο.

Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας
Πριν από λίγο καιρό θυμάμαι τον Μάρκο Σίλβα να διαμαρτύρεται από τον πάγκο για ένα γκολ που πέτυχε ο Πανθρακικός, θεωρώντας ότι ο σκόρερ είναι οφσάιντ: η φάση είναι καθαρή, αλλά ο εκνευρισμένος με την άμυνά του Ολυμπιακού Πορτογάλος αρνείται να δεχτεί ότι οι παίκτες του μπορεί να έκαναν ένα ακόμα λάθος. Ο Αντώνης Νικοπολίδης μου έλεγε ότι από τον πάγκο οριακά φαίνεται αν μια ομάδα έχει κερδίσει κόρνερ, αρκεί ο πάγκος να μην είναι χωμένος στη γη: αν είναι, δεν βλέπεις ούτε αυτό. Δεν υπάρχει απολύτως καμία δυνατότητα να δει κάποιος από τον πάγκο αν ένας παίκτης καλύπτεται και τις πιο πολλές φορές αυτή τη δυνατότητα δεν την έχει κι ο παίκτης που σε θέση οφσάιντ υποδεικνύεται – για τους συμπαίκτες του δεν το συζητάω καν.

Συνήθως επειδή η διαμαρτυρία υπάρχει ως ενδεχόμενο, οι ομάδες έχουν στον πάγκο κάποιον που παίρνει τηλέφωνο ένα κολλητό του για να μάθει αν υπάρχει ή όχι οφσάιντ. Μετά την απάντηση η διαμαρτυρία εκφράζεται από όλους: σαν χορός αρχαίας τραγωδίας όλοι σταυροκοπιούνται, τραβάνε τα μαλλιά τους κι απειλούν τον «τέταρτο» - οι χορογραφίες είναι συχνά καταπληκτικότερες από τις φάσεις.

Ξέρουν αν έχουν κάνει φάουλ
Από την άλλη δεν έχω ακόμα γνωρίσει ποδοσφαιριστή που δεν έχει επίγνωση της σκληρότητας του φάουλ που έχει κάνει: όλοι τη σαχλαμάρα την καταλαβαίνουν. Το ενδιαφέρον είναι γιατί διαμαρτύρονται. Ο λόγος είναι απλός: γιατί κανείς δεν έχασε κάτι, όταν το κάνει. Ούτε καν τη σοβαρότητά του. Ισα ίσα που βρίσκει πολλούς πρόθυμους να του δείξουν συμπόνια, ακόμα κι αν δεν έχει δίκιο.

Κεντράροντας τον φακό
Θέλω να προσέξετε κάτι την επόμενη φορά που θα δείτε φάσεις διαμαρτυρίας: ολοένα και πιο συχνά, ο διαμαρτυρόμενος, αφού κοιτάξει τον διαιτητή ή τον αντίπαλο που εμπλέκεται, κάποια στιγμή θα ρίξει κι ένα βλέμμα στην κάμερα! Κάνω πάνω από είκοσι χρόνια εκπομπές στην τηλεόραση κι όμως δεν υπάρχει ούτε μια εκπομπή, που να μην κοιτάξω την κάμερα λάθος – συμβαίνει γιατί το μυαλό μου το έχω σε κάποιες στιγμές αλλού. Κι όμως οι ποδοσφαιριστές στον ελάχιστο χρόνο που η κάμερα είναι πάνω τους έχουν ολοένα και συχνότερα την συνήθεια να την κεντράρουν, γνωρίζοντας που βρίσκεται! Πρόκειται για ένστικτο; Δύσκολο να το πεις.

Για μένα οι πιο πολλοί έχουν πάρει περισσότερο σοβαρά το ρόλο του σόουμαν από αυτό του ποδοσφαιριστή: οι διαμαρτυρίες, ειδικά για φάσεις ανόητες, είναι πολύ συχνά (αν όχι και πάντα…) αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς καθόλου αυθόρμητης. Αν το πλήθος γουστάρει διαμαρτυρία, ο ποδοσφαιριστής ή ο προπονητής νοιώθει ότι οφείλει να διαμαρτύρεται: το απαιτεί η δουλειά, ο ρόλος.

Το καταπληκτικό παράδοξο
Είναι κοινωνιολογικά πολύ ενδιαφέρον ότι η θεατρικότητα στην συμπεριφορά επιτρέπεται στον ποδοσφαιριστή από τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο που θα θύμωνε αν ανάλογα καραγκιοζιλίκια γίνονταν στο χώρο εργασίας του: έχουμε μάθει να συγχωρούμε στους παίκτες τόσο πολλά, που δεν μας χαλάει και να μας κοροϊδεύουν και λιγάκι, παριστάνοντας τους αδικημένους, τους αμέτοχους στη φάση, τους πονεμένους. Αυτό το είδος της ανοχής γεννά πολλά από τα εντός αγωνιστικών χώρων στραβά. Όταν ο παίκτης κερδίσει με το σπαθί του το ρόλο του σκληρού πχ μπορεί να κλωτσάει τον αντίπαλο όσο θέλει – δείτε το κλωτσίδι των παικτών της Ατλέτικο στο ματς με τη Μπαρτσελόνα.

Επίσης αν ο παίκτης βουτάει, κλαίει και γκρινιάζει μπορεί να το κάνει πάντα, αρκεί να παίζει σε μια συμπαθητική σε μας ομάδα. Τις προάλλες είχα πει ότι αξίζει ένα μπράβο ο Ιντέγιε που δεν εκβίασε το πέναλτι στο ματς του Ολυμπιακού με την Ξάνθη: ένας καλός συνάδερφος μου είπε ότι δεν έχω δίκιο, ότι ο παίκτης όφειλε να πέσει και στο φινάλε ας αποφάσιζε ο διαιτητής. Προσέξτε το καταπληκτικό παράδοξο: ζητάμε από ένα παίκτη να παρασύρει ένα διαιτητή, αλλά αν αυτό συμβεί μας φταίει ο διαιτητής γιατί έπρεπε να κάνει καλύτερη αξιολόγηση. Σαν να κατηγορείς τον αστυνόμο που δεν πιάνει τον κλέφτη, αλλά να θεωρείς λογικό και πρέπων ότι κάποιος κλέβει. Ακόμα χειρότερο: να θεωρείς ότι η κλεψιά είναι μέρος του ρόλου!

Κάπου υπάρχει ένα λάθος
Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε ως σπορ μικρών λόρδων και κατέληξε σόου ηθοποιών – υπεράνω κριτικής. Οποιος έφτιαξε τους κανόνες του ποδοσφαίρου δεν το έκανε λαμβάνοντας υπόψην του την πιθανότητα κάποιος να τους εκμεταλλεύεται: οι κανόνες αποτελούν ένα τρόπο ώστε να μπαίνει τάξη στο παιγνίδι, όταν κάποιος παρεκτρέπεται. Εμείς (και οι ποδοσφαιριστές και οι προπονητές) θεωρούμε την παρεκτροπή κανόνα. Αν κάποιος δεν την αντιλαμβάνεται, φταίει πιο πολύ από αυτόν που την επιδιώκει. Κάπου υπάρχει ένα λάθος νομίζω…

Πηγή: Novasports.gr