Αναλυτικά τα όσα είπε ο Ζιλμπέρτο Σίλβα στο πρώτο μέρος της εκπομπής “Legend Stories”

Για τα παιδικά του χρόνια: “Από ό,τι μπορώ να θυμηθώ, όταν ήμουν παιδί είχα ελευθερία. Μπορούσα να παίζω με τους φίλους μου και με τις αδελφές μου. Προέρχομαι από ένα πολύ μικρό χωριό, το οποίο δεν υπάρχει πια. Με λυπεί πολύ αυτό. Ήμασταν ελεύθεροι να παίζουμε στους δρόμους. Παίζαμε ποδόσφαιρο, διασκεδάζαμε, πηγαίναμε στο σχολείο και κάναμε χαζομάρες. Παρά την οικονομική μας κατάσταση, που δεν ήταν καλή, γιατί προέρχομαι από φτωχή οικογένεια, ήμασταν πάντα ενωμένοι. Προσπαθούσαμε να βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Αυτό είναι ένα σημαντικό πράγμα που έμαθα από την οικογένειά μου. 

Περάσαμε μια περίοδο που δεν ήταν εύκολη. Ο πατέρας μου δούλευε σε εργοστάσιο επεξεργασίας ζαχαρότευτλων. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά. Οι συνθήκες δεν ήταν τέλειες. Η εταιρεία όμως μας παρείχε σπίτι για να μένουμε αν και δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Μοιραζόμουν ένα δωμάτιο με τις αδελφές μου. Η δυσκολότερη περίοδος ήταν όταν μετέθεσαν τον πατέρα μου. Έπρεπε να φύγουμε από το χωριό στο οποίο ζούσαμε. Με τα χρήματα που πήρε ο πατέρας μου, μας αγόρασε ένα μικρό σπίτι. 

Είχε σαλόνι, ένα υπνοδωμάτιο για τους γονείς μου, ένα ακόμα υπνοδωμάτιο και ένα μπάνιο. Δεν είχε κανονική κουζίνα. Μοιραζόμουν το υπνοδωμάτιο με τις τρεις αδελφές μου. Είχαμε όμως ένα μέρος να μείνουμε. Δεν παραπονιόμασταν, παρότι ήμασταν άβολα. Η όλη κατάσταση ήταν άβολη. Ήμασταν όμως όλοι μαζί. Τότε η μητέρα μου δεν είχε ακόμα πρόβλημα υγείας, το οποίο προέκυψε αργότερα. Προσπαθούσαμε να βελτιώσουμε την κατάσταση ”. 

Για τη νοσταλγία που αισθάνεται για τη Λαγκόα Ντα Πράτα: “ Όταν βρίσκομαι εδώ και μιλάω μαζί σας, όπως και πολλές άλλες φορές που είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε, όποτε μιλάω με δημοσιογράφους, όπου κι αν βρίσκομαι, σημείο αναφοράς μου είναι πάντα ο τόπος καταγωγής μου. 

Είναι τα θεμέλιά μου, εκεί είναι οι γονείς μου, οι φίλοι μου. Οι βάσεις της ζωής μου,τα πάντα βρίσκονται εκεί. Οι γονείς μου, οι αδελφές μου, οι συγγενείς μου ζουν ακόμα εκεί. Θα ήταν αδύνατο για εμένα να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο δουλεύοντας, χωρίς να θυμάμαι το παρελθόν μου. Θα ήταν αδύνατο ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου να το ξεχάσω, να το βάλω στην άκρη. Φυσικά και μου λείπει η Λαγκόα ντα Πράτα, όπως μου λείπουν και οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι συγγενείς μου. Πάντα όμως, θυμάμαι από πού προέρχομαι. Δεν το ξεχνάω ποτέ. Όταν κάποιος ξεχνάει από πού ξεκίνησε, αποπροσανατολίζεται. 

Χάνει το δρόμο του, το στόχο του, αυτό που πραγματικά θέλει. Όταν χάνεις το δρόμο σου, ελλοχεύουν κίνδυνοι στον τρόπο που ζεις και που φέρεσαι στους ανθρώπους. Ξεχνάς το νόημα της ζωής σου. Προσπαθώ να απλοποιώ τη ζωή μου όσο περισσότερο μπορώ. Το να απλοποιείς τη ζωή, δεν είναι και τόσο εύκολο. Πάντα συναντάς δυσκολίες στη ζωή και πρέπει να βρίσκεις λύσεις. Κάποιες φορές έρχονται σε εσένα άνθρωποι με προβλήματα και προσπαθείς να τους βοηθήσεις. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο απλός μπορώ. Προσπαθώ να απλοποιώ τα πάντα και να ζω χωρίς να μετανιώνω. Προσπαθώ όμως να ζω σωστά, όπως μου έμαθαν οι γονείς μου όταν ήμουν παιδί. Οι γονείς μου, μου έλεγαν, "να αφήνεις πάντα τις πόρτες ανοιχτές". "Να φέρεσαι στους ανθρώπους με σεβασμό, για να σε σέβονται". Αυτό κάνω στη ζωή μου κι αυτό διδάσκω στα παιδιά μου. Αυτό εφάρμοζα και στο ποδόσφαιρο. 

Από όταν ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο, έχω ακούσει άπειρες απίστευτες ιστορίες για κάποιους ανθρώπους. Θέλω να πετύχω κάτι διαφορετικό. Δεν πιστεύω ότι είμαι καλύτερος από τους άλλους ή ότι οι άλλοι δεν είναι καλοί. Λόγω κάποιων περιπτώσεων ο κόσμος τείνει να κάνει γενικεύσεις. Πιστεύουν ότι το μόνο που νοιάζει τους ποδοσφαιριστές είναι τα λεφτά, η διασκέδαση, τα αμάξια. Εγώ όμως ήξερα από την αρχή ποιος ήμουν και δεν το ξέχασα ποτέ αυτό. Όταν ξέρεις ποιος είσαι ό,τι κι αν συμβεί στην καριέρα σου, καλό ή κακό, δεν αποπροσανατολίζεσαι. Δε χάνεις αυτό που έχεις μέσα σου. 

Για τη ...σχέση του με τη μπάλα: “Παλιά έλεγα ότι η μπάλα ήταν η πρώτη μου κοπέλα. Είναι αλήθεια. Ο,τι ακολούθησε στη ζωή μου, οφείλεται στην μπάλα, στο ποδόσφαιρο. Σέβομαι πάρα πολύ το ποδόσφαιρο. Όταν μιλάω για το ποδόσφαιρο, είμαι πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις μου. 

Πάντα όμως μιλάω με μεγάλο σεβασμό για αυτό. Ο,τι έγινα το οφείλω στο ποδόσφαιρο. Χρωστάω πολλά στο ποδόσφαιρο. Έπαιζα στους δρόμους, στο σχολείο με φίλους. Έπαιζα μόνος μου κλωτσώντας την μπάλα στον τοίχο. Προσποιούμουν ότι έπαιζα με κάποιον άλλο, αλλά έπαιζα μόνος μου. Ας πούμε, για παράδειγμα, επειδή δεν είχα πολλούς φίλους για να παίζω μπάλα, έπαιζα μόνος μου κάποιες φορές. 

Ήταν πολύ σπάνιο να έχω μπάλα. Δεν είχα κανονική μπάλα. Κάποιες φορές ο πατέρας μου έβρισκε καμιά μπάλα και μου την έφερνε. Όταν είχα όμως μπάλα έπαιζα μόνος μου, κλωτσώντας την στον τοίχο. Στο μυαλό μου όμως ήταν σαν να έπαιζα κανονικό αγώνα. Το δεξί μου πόδι ήταν η μία ομάδα, το αριστερό ήταν η άλλη. Ήταν, ας πούμε, η Ατλέτικο Μινέιρο και η Κρουζέιρο. Επειδή ήμουν οπαδός της Ατλέτικο Μινέιρο, μπορείτε να φανταστείτε ποιος κέρδιζε. Αυτά σκεφτόμουν όταν έπαιζα μόνος μου και όταν είχα την ευκαιρία να παίξω με φίλους”. 

Για τα πρώτα του ποδοσφαιρικά “βήματα”: “ Δε φανταζόμουν όμως ότι θα γινόμουν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Όταν ήμουν 12 ετών δούλευα με ταπετσαρίες. Επισκεύαζα καναπέδες, τέτοια πράγματα. Αυτή ήταν η δεύτερη δουλειά μου. Στην πρώτη μου δουλειά ήμουν 11 ετών. Δούλεψα μόνο για μία εβδομάδα, αλλά τη θεωρώ δουλειά, γιατί πληρώθηκα για αυτή. Ήταν σε φυτεία καφέ. Ήμουν 11 ετών. Ήθελα να δουλέψω, δε μου το ζήτησε ο πατέρας μου. Ήθελα να βγάζω δικά μου λεφτά. Όταν ήμουν 12 ετών δούλεψα στην εταιρεία με τις ταπετσαρίες, φτιάχνοντας καναπέδες. Αν μου ζητήσετε να το κάνω σήμερα, νομίζω ότι ακόμα μπορώ. 

Όταν πήγα στην Αμέρικα Μινέιρο ήμουν 16 ετών. Ήταν όμως πολύ δύσκολη εποχή.Δεν πληρωνόμουν και ήμουν πολύ νέος. Οι γονείς μου δεν είχαν την πολυτέλεια να μου δίνουν χρήματα κάθε μήνα, καθώς ο πατέρας μου ήταν ο μόνος στην οικογένεια που εργάζονταν. Φρόντιζε τη μητέρα μου και τις τρεις αδελφές μου. Μετά από πέντε μήνες επέστρεψα στο Λαγκόα ντα Πράτα. Ξεκίνησα να εργάζομαι σε εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής. Δούλεψα εκεί για δύο χρόνια και πέντε μήνες, για να είμαι ακριβής. Το να ξεκινήσω να δουλεύω ήταν δική μου απόφαση. Όταν ξεκίνησα στα 11 μου είχε πλάκα. Στην πρώτη μου δουλειά, δούλεψα για μία εβδομάδα. Αφηγούμαι την ιστορία στα παιδιά μου και γελάμε. Με το μισθό μου, αγόρασα μια ζωντανή κότα για τους γονείς μου. Ήθελα να τους αγοράσω κάτι. 

Ήταν μεγάλος μπελάς, γιατί έπρεπε να τη μεταφέρω με το λεωφορείο. Φαντάζεστε πώς έγινε το λεωφορείο. Ήμουν πάρα πολύ ντροπαλός και η κότα «χαλούσε» τον κόσμο. Δεν έχασα την αθωότητά μου, παρότι χρειάστηκε να δουλέψω, γιατί ήταν δική μου η απόφαση. Προσπαθούσα όσο μπορούσα, παράλληλα με τη δουλειά να πηγαίνω στο σχολείο, γιατί ήταν σημαντικό για εμένα. Συνέχισα να παίζω με τους φίλους μου στο δρόμο τα Σαββατοκύριακα και τα απογεύματα όταν δεν είχα διάβασμα. Δε νιώθω ότι έχασα την αθωότητά μου, γιατί έπαιζα πολύ. Έπαιζα ελεύθερα στους δρόμους, χωρίς να με απασχολούν θέματα ναρκωτικών ή συμμοριών. Ποτέ δε με απασχόλησαν. 

Ποτέ δε σταμάτησα να παίζω, παρά το γεγονός ότι δούλευα στο εργοστάσιο. Συνέχισα να παίζω, γιατί το εργοστάσιο είχε ερασιτεχνική ομάδα. Διοργανώναμε ερασιτεχνικούς αγώνες. Δε σταμάτησα ποτέ να παίζω. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, είχα πάντα ό,τι είχα μάθει στις προπονήσεις στην Αμέρικα Μινέιρο στους πέντε μήνες που ήμουν εκεί. Το μόνο που με απασχολούσε όμως εκείνη την εποχή ήταν να δουλέψω για να βοηθήσω τους γονείς μου, καθώς ζοριζόμασταν οικονομικά. Στα 19 μου, για να είμαι ακριβής, ήταν η τελευταία μου ευκαιρία.Το ήξερα. Ξέρετε όμως πώς έφτασα εκεί; Όταν άρχισα να δουλεύω στο εργοστάσιο, ο άνθρωπος που με βοήθησε να βρω τη δουλειά, μου είπε, "ξεκίνα στο εργοστάσιο και όσο θα είσαι εκεί θα σου βρω μια καλύτερη δουλειά για να μάθεις κάποιο επάγγελμα, του μηχανικού, ας πούμε". Η δουλειά αυτή όμως δεν ήρθε ποτέ. Και μετά άρχισα να βλέπω άλλους ανθρώπους να κάνουν τις δουλειές που δήθεν θα έκανα εγώ. Άρχισα να εκνευρίζομαι και τον ρώτησα, "τι θα γίνει με τη δουλειά;" Και πάντα είχε κάποια δικαιολογία. Ευτυχώς που δεν την πήρα τη δουλειά και η επιλογή του ποδοσφαίρου παρέμεινε ανοιχτή για εμένα”.

Για την επιστροφή του στην Αμέρικα Μινέιρο: “Αποφάσισα να επιστρέψω και να δοκιμάσω για τελευταία φορά. Ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία μου δοκιμή, γιατί ήμουν 19 ετών. Στο τέλος της χρονιάς θα γινόμουν 20 ετών και θα έπρεπε να γίνω επαγγελματίας για να συνεχίσω. Παράτησα τα πάντα, παράτησα το εργοστάσιο και γύρισα στην Αμέρικα Μινέιρο. Με ξαναπήραν πίσω. Με έδωσαν δανεικό για να μπορέσω να παίξω στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Μετά θα επέστρεφα στην ομάδα. Έπρεπε όμως πρώτα να αποδείξω ότι μπορούσα να συμμετάσχω στην ομάδα. Έπρεπε να κάνω ένα μήνα προετοιμασίας μόνος μου. Γυμναζόμουν το πρωί, έτρεχα μόνος μου τέσσερα πέντε χιλιόμετρα. Για προπόνηση έκανα ό,τι θεωρούσα εγώ σωστό. Δεν είχα καθοδήγηση. Το απόγευμα έκανα το ίδιο πρόγραμμα, επί ένα μήνα. Αυτή ήταν η ζωή μου. Έπρεπε να προετοιμαστώ σωματικά για να περάσω το τεστ. 

Αποφάσιζα ότι θα δοκίμαζα για μια τελευταία φορά. Δεν ήθελα να φτάσω στην ηλικία που είμαι τώρα και να σκέφτομαι "γιατί δεν προσπάθησα; Έπρεπε να είχα προσπαθήσει". Δεν ήθελα να προχωρήσω στη ζωή μου και να φτάσει κάποια στιγμή που θα το μετάνιωνα, γιατί δεν προσπάθησα. Αν προσπαθούσα και δεν τα κατάφερνα, θα είχα τουλάχιστον κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσα. Αν δεν κατάφερνα να γίνω ποδοσφαιριστής, δε θα με έτρωγε συνεχώς το ότι δεν προσπάθησα. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Όλα έγιναν γρήγορα, όσο γρήγορα περίμενα. Μετά από τέσσερις μήνες είχα επιστρέψει στην ομάδα Κ-20. Είκοσι χρονών ήμουν σε επαγγελματική ομάδα. Ο προπονητής των Κ-20 έφυγε από το σύλλογο και πήγε σε άλλο σύλλογο, σε επαγγελματική ομάδα. Όταν επέστρεψε στο σύλλογο, στην πρώτη ομάδα με πήρε μαζί του, για να προπονούμαι με τους επαγγελματίες. Έκανα προπόνηση όλη την εβδομάδα με την πρώτη ομάδα και κάθε Παρασκευή έκανα προπόνηση με την ομάδα των Κ-20 για τον αγώνα του Σαββάτου ή της Κυριακής.Κι αυτό συνέβη τέσσερις μήνες μετά από την επιστροφή μου στο σύλλογο. Είχα μείνει έκπληκτος, γιατί υπήρχαν άλλοι παίκτες πριν από εμένα που είχαν περάσει από τις ομάδες των Κ-16, των Κ-17.Και επέλεξε εμένα. Όταν επέστρεψα, αν μου έδιναν τα γάντια θα έπαιζα ως τερματοφύλακας. Δε με ενδιέφερε σε ποια θέση θα έπαιζα, αλλά να μείνω στην ομάδα. Μετά από δυόμισι χρόνια που είχα δουλέψει σε εργοστάσιο, είχα την ευκαιρία να επιστρέψω στην ομάδα. Θα συμμετείχα στην ομάδα. 

Την πρώτη σεζόν ήμουν κεντρικός αμυντικός. Ήταν υπέροχο. Ήταν σαν να άνοιξε η πόρτα του ποδοσφαίρου για εμένα. Πριν από την Αμέρικα Μινέιρο, είχα περάσει από δοκιμαστικά στην Ατλέτικο Μινέιρο και δεν πήγε καλά. Είχε πάρα πολλά άτομα στα δοκιμαστικά. Η διάρκεια των δοκιμαστικών ήταν μία εβδομάδα και ήμασταν περίπου 500 παιδιά ή περισσότερα. Μας χώριζαν σε δύο ομάδες και παίζαμε για δύο δεκαπεντάλεπτα. Μετά σού έλεγαν "έλα ξανά αύριο" ή "μην έρθεις". Έφτασα μέχρι την τελευταία ημέρα. Και την τελευταία ημέρα, που είχαν μείνει δύο ομάδες, επέλεξαν παίκτες που είχαν γεννηθεί το 1977. Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία για να μπω στην Κ-17. Δε με επέλεξαν και πήγα στην Αμέρικα Μινέιρο. Άνοιξε μια πόρτα για εμένα, παρόλο που συνέβησαν πολλά μετά. Οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές. Ακούγαμε διάφορες ιστορίες από τους παίκτες της Ατλέτικο, για τις συνθήκες των προπονήσεων και για τις οικονομικές συνθήκες. Ήταν όμως μια ευκαιρία. Έπρεπε να δουλέψουμε σκληρά, για να βγει κάτι θετικό από τις θυσίες μας. Δεν γκρινιάζαμε ποτέ. 

Ξέραμε ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες. Αν θέλεις να πετύχεις όμως κάτι, πρέπει να κάνεις αυτό που σου αντιστοιχεί. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Στην ομάδα είχαμε πολύ καλούς παίκτες και ήμασταν φίλοι. Με πολλούς από αυτούς έχω επαφές μέχρι σήμερα. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι, και παραμένουμε φίλοι εδώ και 20 χρόνια. Ακόμα μιλάμε. Ήμουν λίγο μπερδεμένος στην αρχή.Πριν υπογράψω στην Ατλέτικο Μινέιρο, ενδιαφέρθηκε για εμένα η Κρουζέιρο. Ο μάνατζερ που είχα τότε, μου τηλεφώνησε μια μέρα και μου είπε: "σε θέλει η Κρουζέιρο. Θέλεις να πας;" Είπα, "ναι, φυσικά". Ήταν μια ευκαιρία να πάω σε έναν σύλλογο, με πολύ δυνατή ομάδα, όχι μόνο στην πολιτεία, αλλά στη Βραζιλία. Είπα, "ναι, γιατί όχι;" Πήγαμε εκεί, αλλά είχα ακόμα συμβόλαιο με την Αμέρικα Μινέιρο. 

Ήμουν νέος. Δεν καταλάβαινα πολλά από γραφειοκρατία. Υπέγραψα προσύμφωνο μαζί τους. Το συμβόλαιό μου έληγε τον Δεκέμβριο και θα ξεκινούσα τον Ιανουάριο, αν δεν κάνω λάθος. Ξαφνικά κυκλοφόρησε η είδηση ότι υπέγραψα προσύμφωνο με την Κρουζέιρο. Άρχισαν να μου τηλεφωνούν δημοσιογράφοι από τις εφημερίδες. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Άρχισα να ανησυχώ πολύ. Φοβήθηκα με αυτή την κατάσταση, γιατί δεν το περίμενα όλο αυτό. Και τότε μου τηλεφώνησε ο πρόεδρος της Αμέρικα Μινέιρο. Δεν ήθελα να του μιλήσω, αλλά έπρεπε να του μιλήσω. Μου εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν ήθελαν να με πουλήσουν στην Κρουζέιρο. Μπορούσαν να το κάνουν, αλλά δεν ήθελαν. Όταν η Κρουζέιρο έμαθε ότι ενδιαφερόταν για εμένα η Ατλέτικο, τότε μπήκε στο παιχνίδι, για να με πάρει από την Ατλέτικο λόγω της αντιπαλότητάς τους. Στο τέλος πήρα την απόφασή μου, αλλά η υπόθεση ήταν αρκετά περίπλοκη. Πήγαμε στα δικαστήρια. Τελικώς πήγα στην Ατλέτικο Μινέιρο και συνεργαστήκαμε πολύ καλά. Η αρχή όμως ήταν αρκετά περίπλοκη και με μπέρδεψε πολύ. 

Με έκανε επιφυλακτικό με τους οπαδούς στην αρχή, γιατί πίστευαν ότι δεν ήθελα να πάω στην ομάδα τους. Δε με άκουγαν. Λίγα χρόνια αργότερα τούς εξήγησα τι ακριβώς είχε συμβεί. Όλα ήταν εντάξει όμως. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Ήταν λίγο περίπλοκα στην αρχή. Μετά μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω στην εθνική και τα πάντα άλλαξαν. 

Για την πρώτη περίοδο που αγωνίστηκε στην Ατλέτικο Μινέιρο: “ Στην αρχή δεν έπαιξα πολύ, γιατί τραυματίστηκα. Είχα δύο σημαντικούς τραυματισμούς στην Ατλέτικο Μινέιρο. Κάταγμα από κόπωση στη δεξιά κνήμη. Την πρώτη χρονιά τα πήγαινα καλά. Έπαιζα στο κέντρο της άμυνας μαζί με τον Κλαούντιο Κασάπα. Και ξαφνικά έπαθα κάταγμα από κόπωση. Αυτό έγινε το 2000 και μετά δεν έπαιξα πολλά παιχνίδια εκείνη τη σεζόν. Το 2001 επέστρεψα μετά από τρεις μήνες. Ξεκίνησα τις προπονήσεις και ξανάπαθα κάταγμα. Σταμάτησα ξανά για θεραπεία. Ο γιατρός ήθελε να χειρουργήσει το πόδι μου, αλλά δε δέχτηκα. Ήταν πολύ επιθετική θεραπεία για εμένα τέτοιου είδους επέμβαση. Όταν επέστρεψα, προπονητής ήταν ο Λεβίρ Κούλπι. Ήταν η περίοδος προετοιμασίας για τη σεζόν 2001-1002. Ήθελα να παίξω στο κέντρο της άμυνας, γιατί ένιωθα άνετα εκεί. 

Είχα παίξει κάμποσες φορές εναντίον του όταν ήμουν στην Αμέρικα. Εκείνος ήταν προπονητής της Κρουζέιρο και πάντα τους κερδίζαμε. Με έβαλε να παίξω αμυντικό χαφ. Τα πράγματα πήγαν καλά. Άρχισα να βελτιώνομαι. Η ομάδα έπαιζε πολύ καλό ποδόσφαιρο. Εκείνη τη χρονιά χάσαμε μια πολύ καλή ευκαιρία να στεφθούμε πρωταθλητές Βραζιλίας. Ως αποτέλεσμα όμως εκείνης της καλής χρονιάς, κλήθηκα στην εθνική ομάδα τον Νοέμβριο. Ήταν η πρώτη μου κλήση. Η μετακίνησή μου από την Ατλέτικο Μινέιρο στην Ευρώπη, ήταν η φυσική εξέλιξη”

Για τη μεταγραφή του στην Άρσεναλ: “ Υπήρξαν κι άλλοι σύλλογοι που με ήθελαν, όπως η Φενερμπαχτσέ, η Βέρντερ Βρέμης. Νομίζω ότι ήταν μία ακόμα, η Βιγιαρεάλ, αν δεν κάνω λάθος. Τελικά όμως πήγα στην Αρσεναλ. Πιστεύω ότι ήταν πολύ καλή απόφαση. Όχι μόνο για εμένα, αλλά και για το σύλλογο. Για το σύλλογο για οικονομικούς λόγους και για εμένα γιατί θα έπαιζα στο πιο δυνατό πρωτάθλημα που υπήρχε. Παρά το γεγονός ότι μόλις είχα κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο με τη Βραζιλία, η μετακίνησή μου στην Αρσεναλ ήταν η αφετηρία της καριέρας μου.

Είχα φτάσει σε αυτό το επίπεδο κι έπρεπε να κάνω μια νέα αρχή από αυτό το επίπεδο, γιατί άλλαζα περιβάλλον. Διαφορετικός πολιτισμός, διαφορετικό στιλ παιχνιδιού. Δε μιλούσα τη γλώσσα. Έπρεπε να ξεχάσω ό,τι είχα πετύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να ξεχάσω το Παγκόσμιο Κύπελλο και να κάνω μια νέα αρχή.Να ξεκινήσω από το μηδέν. Έπρεπε να μάθω τη γλώσσα, να καταλάβω πώς λειτουργούσε το αγγλικό παιχνίδι. Να κατανοήσω το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμουν. Προσαρμόστηκα πολύ γρήγορα. Δεν πήγα στην Αρσεναλ σκεπτόμενος: "θέλω να γίνω το αστέρι της ομάδας". Ήμουν αρκετά ταπεινός και ήξερα ότι έπρεπε να μάθω από τον κόσμο που είχα γύρω μου. Από τον προπονητή μου, από τους συμπαίκτες μου, από τον γραμματέα, από τον κηπουρό, από τον φύλακα. Με αυτή τη νοοτροπία πήγα στην Αγγλία.

Με βοήθησε πολύ, γιατί έτσι έμαθα πολλά πράγματα. Ήταν μια ομαλή διαδικασία. Όχι εύκολη, αλλά ομαλή. Έμαθα και κατανόησα πράγματα και προσαρμόστηκα γρήγορα στο νέο περιβάλλον. Θυμάμαι την άφιξή μου στο καλοκαιρινό καμπ προετοιμασίας στην Αυστρία. Με συνόδευε ο Ντέιβιντ Ντιν, ο αντιπρόεδρος της Αρσεναλ. Πήγε στη Βραζιλία και με έφερε μαζί του στην Αγγλία. Στην Αυστρία, για το καμπ προετοιμασίας. Θυμάμαι όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, ο πρώτος παίκτης που είδα ήταν ο Ρέι Πάρλουρ. Ο Ρέι δε μου έδωσε μεγάλη προσοχή. Μου είπε "χαίρω πολύ", εγώ δεν ήξερα αγγλικά. Άρχισα να προπονούμαι όμως και να κατανοώ διάφορα. Στην αρχή φυσικά τα πάντα καινούργια για εσένα. Άρχισα να ρουφάω σαν σφουγγάρι τα πάντα γύρω μου και να γνωρίζω τους ανθρώπους, τα ονόματά τους”.

Για το ντεμπούτο του με την Άρσεναλ και το νικητήριο γκολ του απέναντι στη Λίβερπουλ: “ Ο πρώτος αγώνας μετά από την προετοιμασία ήταν κόντρα στη Λίβερπουλ. Ειλικρινά δεν είχα καταλάβει το νόημα του παιχνιδιού εκείνου. Για εμένα ήταν κάτι σαν φιλικό. Πήγαμε στην Ουαλία, στο Στάδιο Μιλένιουμ. Εντυπωσιάστηκα από το μέγεθος του σταδίου. Ήταν πολύ μεγάλο και υπέροχο. Δεν ξεκίνησα στη βασική 11άδα, όπως ήταν λογικό. Μπήκα αλλαγή στο β' ημίχρονο και πέτυχα το νικητήριο γκολ. Ήταν φανταστικό ξεκίνημα για εμένα. Ήταν το τέλειο ξεκίνημα.Να είσαι καινούργιος και να πετυχαίνεις το νικητήριο γκολ. Το αστείο ήταν μετά από τον αγώνα, οι παίκτες άρχισαν να πανηγυρίζουν. Είχαμε κερδίσει ένα τρόπαιο κι εγώ δεν καταλάβαινα τι αγώνας ήταν εκείνος. Και τότε ρώτησα τον Εντού, τον άλλο Βραζιλιάνο. Ο Εντού ήταν σαν μεγάλος αδελφός για εμένα, παρ' ότι ήταν μικρότερός μου. Με βοήθησε πολύ στην αρχή. Τον ρώτησα, "Εντού, τι γίνεται εδώ;" Μου εξήγησε ότι είχαμε κερδίσει το Σούπερ Καπ Αγγλίας. Αρχίσαμε να χορεύουμε και να πανηγυρίζουμε. Τότε κατάλαβα τι είχε συμβεί. Ήταν δύσκολο όμως, γιατί δεν μπορούσα να διαβάσω τίποτα στις εφημερίδες. Σιγά σιγά όμως έμαθα''.