Για τους κατοίκους Αθήνας και προαστίων κάθε χιονόπτωση αποτελεί είδηση, γιατί πολύ απλά είναι ένα σπάνιο καιρικό φαινόμενο. Το λεκανοπέδιο είναι πάντα προφυλαγμένο από τα βόρεια και βορειοανατολικά ψυχρά ρεύματα, των οποίων η διέλευση παρεμποδίζται (τις περισσότερες φορές) από τα δύο όρη που προφυλάσσουν την πρωτεύουσα, την Πεντέλη και την Πάρνηθα. Υπήρχαν φορές όμως που ο χιονιάς έκανε αισθητή την παρουσία του στο κλεινόν άστυ και δημιουργούσε προβλήματα στον κόσμο. Στον κόσμο;
Στον εργαζόμενο ναι. Στα παιδιά όμως που πήγαιναν σχολείο το χιόνι σήμαινε λουκέτο στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, άρα χαρά και παιχνίδι. Ως μαθητής, θυμάμαι δύο τέτοιες χρονιές, που γλιτώσαμε σχολείο χάρη στο κατάλευκο τοπίο. Το 1991 που πήγαινα ακόμα δημοτικό, αλλά και το 2002, την τελευταία χρονιά στο σχολείο, ως τελειόφυτος Λυκείου. Και τις δύο συγκεκριμένες φορές το χιόνι έπεσε μέσα στις γιορτές, αλλά στα Βόρεια Προάστια ήταν τόσο μεγάλο το πρόβλημα που τα σχολεία δεν λειτούργησαν μετά του Αγιαννιού.
Ήταν η καλύτερή μας. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά, όποτε έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες νυφάδες κάθε χρονιά, δεν ήταν άλλο από το να παίξουμε ποδόσφαιρο. Ήμασταν η γενιά που πρόλαβε τις τελευταίες αλάνες, γνωρίσαμε τη μετάβαση στα γηπεδάκια των mini soccer, αλλά συνεχίσαμε να βρίσκουμε μέρη για να παίζουμε τσάμπα την μπαλίτσα μας. Δεν θα μας τη στερούσε η ανάπτυξη της πόλης, που τσιμεντοποιούταν κάθε χρόνο και περισσότερο. Στο Μαρούσι, όταν εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς το 1992, έμοιαζε περισσότερο με κωμόπολη. Έβλεπες στην περιοχή του σημερινού δαχτυλιδιού της Κηφισίας να υπάρχουν ελαιώνες και να βοσκούν πρόβατα και εν έτει 2016 το προάστιο έχει χάσει τα σύνορά του λόγω του οικοδομικού οργασμού που έπληξε την Αττική από το 2004 και ύστερα.
Όποτε χιόνιζε λοιπόν κανονίζαμε μπαλίτσα για να νιώσουμε την εμπειρία. Στον χιονιά του 2002 την απολαύσαμε πιο πολύ απ' όλες τις προηγούμενες. Με το που σηκωθήκαμε απο το κρεβάτι αντικρίσαμε το Μαρουσάκι κατάλευκο. Η χαρά ήταν απερίγραπτη. Και ας ήμασταν 16 – 17 χρονών γομάρια, μέσα μας νιώθαμε (και νιώθουμε) παιδιά. Η πρώτη κίνηση ακόμα και πριν πάρουμε πρωινό ήταν να τηλεφωνηθούμε με την παρέα. «Μάγκες το έστρωσε! Πάμε για μπάλα στο παρκάκι;». Αρνητική απάντηση φυσικά δεν υπήρχε από κανέναν! Όλοι δώσαμε ραντεβού, στο πάρκο που βρίσκεται ανάμεσα στις οδούς Κωνσταντινουπόλεως και Ηρώδου Αττική, δίπλα στις γραμμές του ΗΣΑΠ και πολύ κοντά στο νοσοκομείο ΚΑΤ. Είχε χορτάρι, αρκετά δεντράκια ξεπρόβαλλαν ανάμεσα, υπήρχαν λοφάκια που έκαναν ανώμαλο το έδαφος, αλλά εμείς δεν μασούσαμε από τέτοια. Μπορούσαμε να παίξουμε μπάλα ακόμα και στον πάτο της θάλασσας με μπουκάλες οξυγόνου. Δεν πτοούμασταν με τίποτα.
Φυσικά ήμασταν πάντα εξοπλισμένοι κατάλληλα. Όλο το χαρτζηλίκι σε αυτά το τρώγαμε άλλωστε. Είχαμε πορτοκαλή μπάλα, παπούτσια εξάταπα, ειδικό κολάν, σκούφους. Νιώθαμε επαγγελματίες και ας μην φτάναμε ποτέ να κάνουμε την καριέρα των ειδώλων μας. 12:00 ήταν το ραντεβού. Εγώ με το φιλαράκι μου, τον Δημήτρη Νασιούλα που είναι ηθοποιός και τελευταία παίζει σε διαδικτυακή σειρά του ΑΝΤ1 ήμασταν οι αρχηγοί και χωρίζαμε τις ομάδες, παίρνοντας ο καθένας τον παίκτη που ήθελε. Εγώ φυσικά έπαιρνα πάντα τον δεύτερο αδερφό μου, τον Γιώργο. Όχι από... ρουσφέτι. Ούτε είχε τεχνική. Ήταν όμως ο πιο γυμνασμένος (και ακόμα είναι) απ' όλους, έτρεχε ασταμάτητα (μπορούσε να βγει άουτ με την μπάλα, όπως ο Αρδίζογλου), δεν κουραζόταν και ήταν καλός στα αμυντικά του καθήκοντα. Είχε εξελίξει μάλιστα τη θεωρία του Καλλιτζάκη, ή μπάλα ή ο παίκτης και δεν περνούσε τίποτα. Ήταν ένα κράμα Βάιου Καραγιάννη με Μπρους Λι, ικανός να κάνει τάκλιν στην καρωτίδα του αντίπαλου επιθετικού, από καθαρή απερισκεψία και μετά να ισχυρίζεται, ότι δεν του έκανε τίποτα. Είχα και οπαδό για την ομάδα, τον τρίτο αδερφό, τον Ζαχαρία, που τότε ήταν μόλις 6 χρονών και τον έπαιρνα μαζί για να ζήσει την εμπειρία. Οι περισσότεροι εξ ημών ήμασταν παρέα από την ποδοσφαιρική ομάδα του Γυμναστικού Συλλόγου Αμαρουσίου, την εποχή που είχε Ακαδημίες (γιατί τώρα...), Φυλάκτου (ηγέτης και εν δυνάμει προπονητάρα), Κουζαρίδης, Μπόσμπος, Βουτσινάς, οι αδερφοί Αντωνόπουλοι (ο συγχωρημένος ο Σωτήρης που έπεσε στα Καλάβρυτα με το Τσέζνα και ο αδερφός του Κυριάκος), Μολυβιάτης , Λίτσης (που παίζει τώρα Β' Εθνική) και άλλοι πολλοί που σίγουρα ξεχνώ.
Αρχίζει το ματσάκι. Τα εξάταπα δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τις γλίστρες, όποιος έπαιρνε κεφαλιά πάθαινε ακαριαία διάσειση 5ου βαθμού και σε όποιον κόντραρε η μπάλα μετά από σουτ αντιπάλου, έτσουζε λες και είχε βουτήξει σε φυτεία με τσουκνίδες. Περιττό να σας πω, ότι ύστερα από κάθε σουτ χρειαζόσουν ονυχοπλαστική και ο τερματοφύλακας γύψο για το χέρι. Εγώ βέβαια που ήμουν έμπειρος γκολκίπερ είχα πάρει τις προφυλάξεις μου (τύλιξα με γάζες τα δάχτυλα) και απέκρουα πάντα με σφικτές γροθιές. Τελικά, παρά τους κινδύνους που περιέγραψα, κανείς δεν έπαθε τίποτα σοβαρό. Ούτε ο μικρός ο Ζαχαρίας που κάποια στιγμή μπήκε στο γήπεδο, η μπάλα πήγαινε κατά πάνω του και αντίπαλος φίλος του έκανε τάκλιν. 6 χρονών ήταν τότε αλλά δεν μασούσε από πονό, σηκώθηκε γεμάτος χαρά πήρε το δικό του τόπι και ξεχύθηκε στην άλλη μεριά του πάρκου για να κάνει τα δικά του ζογκλερικά σαν μικρός Μέσι.
Τώρα που τα θυμάμαι και τα αναπολώ, πολύ θα ήθελα να κλείσω τον υπολογιστή, να κάνω σκασιαρχείο από τη δουλειά και να κανονίσω μπαλίτσα με την παλιοπαρέα. Και αν δεν τους βρω όλους, πάντα υπάρχουν κάποιοι που τα γουστάρουν αυτά.
Εσείς, ψήνεστε για μία μπαλίτσα μέσα στον χιονιά; Αφήστε το σχόλιό σας και περιγράψτε κάποια δική σας παρόμοια εμπειρία.