Το ντέρμπι απέκτησε καλό ρυθμό από πολύ νωρίς, αφού ο Παναθηναϊκός κατά την προσφιλή τακτική του Ουζουνίδη μπήκε πολύ δυνατά, με ενθουσιασμό, πίεσε ψηλά και προσπάθησε να αναπτυχθεί από τις πτέρυγες, με τον Βιγιαφάνιες και τον Λουντ να εφορμούν και να συγκλίνουν προς τον άξονα, περνώντας μπαλιές.

Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη καλή στιγμή του παιχνιδιού, όταν ο Αργεντινός βρήκε τον Χίλιεμαρκ το πλασέ του οποίου πέρασε άουτ. Οι γηπεδούχοι απείλησαν άλλες δύο φορές με την κεφαλιά του Κουλιμπαλί στο 11' και το σουτ του Μολίνς (που κόντραρε) στο 14', δημιούργησαν όμως και άλλες προϋποθέσεις για γκολ, οι οποίες ξοδεύτηκαν με κακές επιλογές και τελειώματα. Ειδικά το σουτ του Λουντ στις καθυστερήσεις του ημιχρόνου, το οποίο απέκρουσε ο Προτό, αν είχε γίνει με περισσότερο τεχνικό τρόπο ίσως το τριφύλλι να πήγαινε με το προβάδισμα στα αποδυτήρια. Βέβαια ο Παπαπέτρου στέρησε πέναλτι στους γηπεδούχους στο χέρι του Ανδρούτσου, το οποίο θεώρησε ως ακούσιο.

Ο Ολυμπιακός για αρκετά λεπτά έψαχνε να βρει χώρους στην άμυνα των «πρασίνων», αλλά δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ευκαιρίες, παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα σφιχτή. Οι ερυθρόλευκοι εμφανίστηκαν πολύ φοβισμένοι περιορίστηκαν σε παθητικό ρόλο, επιθετικά μπλοκαρίστηκαν από τους γηπεδούχους και δεν μπόρεσαν να ξεδιπλώσουν προσπάθειες, δείγμα της καλής δουλειάς που έκαναν στο κέντρο Κουρμπέλης και Σιλά, οι οποίοι σκούπιζαν όποιες μπαλιές περνούσαν από τον άξονα.

Το αρνητικό που παρατηρήθηκε στο παιχνίδι των Πειραιωτών ήταν ότι ο Φορτούνης δεν πήρε καμία πρωτοβουλία, εκτός των εκτελέσεων στατικών φάσεων, ενώ ο Οφόε ήταν χαμένος. Κανείς από τους δύο δεν κατάφερε να αναλάβει οργανωτικό ρόλο μπροστά και να τροφοδοτήσει τον Εμενίκε. Οπότε ήταν νομοτελειακό για τον Ολυμπιακό να παραμείνει εντελώς ακίνδυνος στο πρώτο μέρος.