Σε δηλώσεις του ο Υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Βασιλειάδης, είπε την Τετάρτη ότι οι κατηγορούμενοι για την υπόθεση διαφθοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο θα πρέπει σε 15 ημέρες μετά την έκδοση του σχετικού βουλεύματος να σταματήσουν την ενασχόληση με τον αθλητισμό και όσοι κατέχουν διοικητικό αξίωμα να μεταβιβάσουν το μετοχικό μερίδιό τους. 

Ο Υφυπουργός Αθλητισμού αναφέρθηκε στο Νόμο 2725/99 για να επιβεβαιώσει τα όσα υποστήριξε...

Τι αναφέρει ο συγκεκριμένος Νόμος: "Aρθρο 3 Κωλύματα εγγραφής - Περιορισμοί

1. Δεν μπορεί να είναι μέλος αθλητικού σωματείου:

β) όποιος έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδικήματα βίας στους αθλητικούς χώρους, χρήση ή διάθεση ουσιών ή μεθόδων φαρμακοδιέγερσης, ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατασκοπεία, ληστεία, κλοπή, υπεξαίρεση, δόλια χρεωκοπία, λαθρεμπορία, φοροδιαφυγή, δωροδοκία, δωροληψία, παραχάραξη, πλαστογραφία, απιστία, απάτη, εκβίαση, συκοφαντική δυσφήμιση, έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και περί μεσαζόντων και όποιος έχει παραπεμφθεί με αμετάκλητο βούλευμα για πράξεις που διώκονται σε βαθμό κακουργήματος",

Ως γνωστόν, το 2000 άλλαξε το συγκεκριμένο κομμάτι του αθλητικού Νόμου με τη βασική διαφορά να έγκειται στα προαπαιτούμενα που χρειάζονται για να απαγορευτεί η εμπλοκή του κατηγορούμενου με τον αθλητισμό.

Σύμφωνα με το Νόμο του 1999 θα έπρεπε κάποιος να έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή να έχει παραπεμφθεί με αμετάκλητο βούλευμα για πράξεις σε βαθμό κακουργήματος.

Αντίθετα, το 2000 είχαμε αλλαγή δεδομένων αφού πλέον για να υποχρεωθεί ο κατηγορούμενος σε απεμπλοκή από τη ενασχόληση με τα σπορ, αρκεί η παραπομπή για κακούργημα ή και η καταδίκη του για πλημέλλημα: "β) Όποιος έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο για κακούργημα με κλητήριο θέσπισμα σύμφωνα με το Ν. 663/1977, όπως ισχύει κάθε φορά ή με τελεσίδικο βούλευμα ή έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τέλεση κακουργήματος, καθώς και όποιος έχει καταδικασθεί σε βαθμό πλημμελήματος με τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε την τελευταία δεκαετία, είτε σε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) ετών είτε, ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής, για τα ποινικά αδικήματα του παρόντος νόμου, ή για αδικήματα βίας στους αθλητικούς χώρους, χρήση ή διάθεση ουσιών ή μεθόδων φαρμακοδιέγερσης, κατασκοπεία, κλοπή, υπεξαίρεση, δόλια χρεωκοπία, λαθρεμπορία, φοροδιαφυγή, δωροδοκία, δωροληψία, παραχάραξη, πλαστογραφία, απιστία, απάτη, εκβίαση, έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, περί όπλων και περί μεσαζόντων. Εάν με τη καταδικαστική απόφαση διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της ποινής (άρθρα 99, 100 και 100Α του Ποινικού Κώδικα) το κώλυμα παύει να ισχύει μετά την πάροδο του χρόνου της αναστολής, εκτός εάν αυτή άρθηκε ή ανακλήθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 101 και 102 του Ποινικού Κώδικα".

Τι θα γίνει, αν δεν δοθούν οι μετοχές;

Η τελευταία αλλαγή στο συγκεκριμένο κομμάτι του Νόμου ήρθε το 2012 όταν στο παιχνίδι μπήκε και η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού.

Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία προσθήκη αν κάποιος από τους μετόχους μίας Α.Ε. έχει κάποιο από τα παραπάνω κωλύματα τότε θα πρέπει να μην συμπεριλαμβάνεται στο μετοχολόγιο της γιατί σε αντίθετη περίπτωση η ομάδα δεν μπορεί να πάρει πιστοποιητικό συμμετοχής στο πρωτάθλημα.

Συγκεκριμένα, η τελευταία προσθήκη αναφέρει: "Τα κωλύματα της περίπτωσης β’ ισχύουν και για τους μετόχους των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (ΑΑΕ). Αν διαπιστωθεί ότι συντρέχει οποιοδήποτε από τα παραπάνω κωλύματα σε οποιονδήποτε από τους μετόχους των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών, δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί από την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού το πιστοποιητικό της παραγράφου 3 του άρθρου 77Α".