Συνέντευξη στην ισπανική "El Pais" παραχώρησε ο Βασίλης Τσιάρτας και μεταξύ άλλων αποκάλυψε ότι οι άνθρωποι της Σεβίλλης είχαν έρθει αρχικά για τον... Καραπιάλη και ένας σερβιτόρος τούς ενημέρωσε για εκείνον!
Παράλληλα, αναφέρθηκε στον Ότο Ρεχάγκελ και στο γεγονός ότι μέχει πέρσι δεν μιλούσαν, επειδή θεωρούσε ότι τον κορόιδευε!
Αρχικά σχολίασε για την πορεία της Εθνικής: «Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει περάσει δύο πολύ δύσκολα χρόνια, τρομακτικά, κατά τα οποία χάσαμε ακόμη κι από τις Νήσους Φερόε. Υπήρχε ένα πρόβλημα με τους διοικούντες, οι οποίοι πίστευαν ότι ήξεραν από ποδόσφαιρο. Και τώρα, αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι γνωρίζω πώς μπορεί να γυρίσεις ένα ματς, στο οποίο δεν έχεις τους παίκτες που χρειάζεσαι.
Ο τεχνικός (Μίχαελ Σκίμπε) έκανε ένα σωρό λάθη. Μην έχοντας τον Μανωλά, θα μπορούσε να βάλει τον Σιόβα, ο οποίος λειτουργεί καλά στη Λεγανές. Εμπιστεύεται τον Καρνέζη, έναν τερματοφύλακα ο οποίος δεν παίζει, αντί να βάλει αυτόν της ΑΕΚ (Ανέστης). Εάν δεν παίζεις με τους καλύτερους και με αυτούς που είναι σε φόρμα, δεν μπορείς να ελπίζεις πολύ. Και απέναντι στην Κροατία, μόνο αμυνθήκαμε και το κάναμε κακά γιατί αφήσαμε τους Μόντριτς και Ράκιτιτς να παίξουν με τον αέρα τους. Υπάρχει ένα δεδομένο. Τη μόνη φορά που πιέσαμε, πήραμε κόρνερ και ήλθε το γκολ».
Για τη ρεβάνς με την Κροατία: «Ο κόσμος στην Ελλάδα είναι απογοητευμένος. Εδώ αγαπούν τη νίκη και μισούν την ήττα. Και στις δύσκολες στιγμές δεν συνηθίζουν να υποστηρίζουν υπερβολικά. Δεν ξέρω εάν θα γεμίσει το γήπεδο του Ολυμπιακού. Αλλά, τουλάχιστον πρέπει να παίξουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Το παράδειγμα το έδωσε η Μπαρτσελόνα την περασμένη σεζόν απέναντι στην Παρί Σεν-Ζερμέν. Ακόμη κι αν η Ελλάδα δεν είναι η Μπαρτσελόνα, είναι ξεκάθαρο».
Για τη Μπαρτσελόνα: «Δεν λέω ότι δεν μου αρέσει η Βαλένθια, η Σεβίλλη ή η Ρεάλ. Αλλά η Μπάρτσα από τη στιγμή που ανέλαβε ο Πεπ, δημιούργησε σχολή. Μερικοί λένε ότι είναι ένα βαρετό ποδόσφαιρο. Αλλά, πώς μπορεί να είναι βαρετό όταν έχεις την μπάλα. Η ευχή μου είναι το τελευταίο ματς κάθε Κυριακής να είναι της Μπαρτσελόνα γιατί μου καθαρίζει τα μάτια για να ξεκινήσω την εβδομάδα μου καλά».
Για το έπος του 2004: «Είμαστε ρεαλιστές, αυτό που συνέβη το 2004 είναι πολύ δύσκολο να επαναληφθεί. Δεν μπορούμε πλέον να προκαλέσουμε φόβο, όπως συμβαίνει με τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία. Και στην εποχή μας, συνέβη ότι κανείς δεν μας υπολόγιζε. Όλος ο κόσμος πίστευε ότι θα "πέφταμε" αργά ή γρήγορα. Αλλά, δεν ήταν έτσι γιατί από τους 23 της αποστολής, οι 15 είχαμε παίξει στο εξωτερικό και δεν είχαμε φόβο για τους αντιπάλους.
Για να είμαστε ειλικρινείς, ο στόχος μας ήταν να νικήσουμε ένα ματς γιατί στις δύο προηγούμενες συμμετοχές (1980, 1994) δεν τα είχαμε καταφέρει. Έτσι, αφού νικήσαμε την Πορτογαλία στο πρώτο παιχνίδι, απελευθερωθήκαμε. Ήμασταν μια ομάδα που καλυπτόταν καλά πίσω, συγκεντρωμένη στο να καταστρέψει, για να εξαρτάται από την έμπνευση μπροστά, η οποία πάντα έφθανε έγκαιρα. Παίζαμε περισσότερο για να εκνευρίσουμε τον αντίπαλο, παρά για να τον νικήσουμε. Βγήκε σε καλό».
Για τη σχέση του με τον Ρεχάγκελ: «Ο κόσμος δεν το ξέρει, αλλά εγώ σταμάτησα να μιλώ με τον προπονητή (Ότο Ρεχάγκελ) και δεν του απευθύνθηκα ξανά μέχρι το περασμένο καλοκαίρι. Ήταν απόρροια της ερώτησής μου γιατί δεν παίζω, καθώς μου απάντησε: "Εγώ αποφασίζω πότε παίζεις". Σε αυτό επέμεινα: "Και πότε;" Κι απάντησε ξανά: "Όταν κουράζεται ο αντίπαλος". Εκεί θύμωσα γιατί όταν τραυματίστηκε ένας συμπαίκτης μου στο 35ο λεπτό του ματς με τη Ρωσία, έβαλε εμένα. Πιστεύω ότι δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον παίκτη, είναι καλύτερο να του πεις την αλήθεια από μια βλακεία. Με μεταχειριζόταν ως παιδί, όταν ήθελε 11 να αμύνονται».
Για τις "κατηγορίες" ότι δεν έτρεχε: «Είναι πιο εύκολο να κάνεις μια ομάδα που αμύνεται ή που επιτίθεται; Που αμύνεται καλά. Κι αυτό γιατί για να αμυνθείς δεν απαιτείται τόσο ταλέντο. Το πρόβλημα στο ποδόσφαιρο είναι να δημιουργήσεις. Κι εγώ δημιουργούσα, έδινα την τελευταία πάσα για το γκολ και σκόραρα. Αυτό είναι το να μην τρέχεις; Μην με τρελαίνεις. Από αυτό που ξέρω, ο αθλητισμός είναι συλλογικό άθλημα και καθένας έχει το ρόλο του.
Πιστεύω ότι δεν ήμουν ένας ποδοσφαιριστής που μόνο διακρινόταν για τις στημένες φάσεις. Αλλά, είναι αλήθεια ότι μου ταίριαζαν. Ακόμη κι αν αυτό, εκτός από ταλέντο, είναι δουλειά γιατί μετά τις προπονήσεις έβαζα το τείχος στα επτά μέτρα - ναι ναι επτά γιατί δεν υπήρχε σπρέι και ήταν πιο δύσκολο να εκτελέσεις γιατί οι μπάλες δεν ήταν όπως τώρα - και σούταρα χωρίς σταματημό μέχρι να πάρει φωτιά το πόδι μου».
Στη συνέχεια, είπε: «Ακόμη και τώρα να σούταρα, θα τα έβαζα. Αυτό δεν ξεχνιέται. Ο κόσμος ακόμη μου λέει ότι είμαι (έτοιμος) για 45 λεπτά. Αυτό μου αρέσει, γιατί σημαίνει ότι με εκτιμούν, αλλά επίσης με λυπεί γιατί σημαίνει ότι δεν έχουμε νέα ταλέντα στην Ελλάδα. Πολλά πράγματα συνέβησαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν εξελίχθηκε όπως το ποδόσφαιρο. Δεν ξέραμε να εκμεταλλευτούμε τα κερδισμένα χρήματα, δεν βελτιώθηκαν τα γήπεδα, ούτε οι εγκαταστάσεις και δεν επενδύθηκε (χρήμα) στις ακαδημίες».
Για τους νέους ποδοσφαιριστές: «Η νοοτροπία έπνιξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενώ η γενιά μου και η επόμενη παίζαμε για να βγάλουμε χρήματα, αυτή του τώρα βγάζει χρήματα για να παίζει. Οι έφηβοι ρωτούν πόσα θα βγάλουν και δεν ανησυχούν για την εξέλιξή τους, το οποίο είναι το πιο σημαντικό. Τα χρήματα θα έρθουν, αλλά τα κάνεις με την αξία σου, με αυτά που κάνεις μέσα στο γήπεδο. Κι από τον νόμο του Μποσμάν κι έπειτα ξεκίνησαν να φέρνουν παίκτες από το εξωτερικό που είχαν λιγότερη ποιότητα από τους δικούς μας. Κι αυτό παρατηρείται.
Η οικονομική κρίση είναι ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα. Πολλοί γονείς δεν έχουν δουλειά κι έχουν ένα ταλέντο σπίτι, το οποίο το βλέπουν ως συμβόλαιο. Κι από εκεί ξεκινά που τα παιδιά δεν έχουν προσωπικότητα για να το ελέγξουν. Κι αυτό μας οδηγεί στο κλειδί, που είναι η έλλειψη υπομονής στο ποδόσφαιρο».
Ενώ για τη μεταγραφή του στη Σεβίλλη: «Όταν έπαιζα στην Ισπανία με ήθελαν η Θέλτα και η Ρεάλ, αλλά δεν έγινε τελευταία στιγμή. Όπως μου είπαν, η Σεβίλλη ήρθε στην Ελλάδα για να δει τον μέσο του Ολυμπιακού, Καραπιάλη. Τους άκουσε ένας σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο και τους είπε να πάρουν έναν μικρό της ΑΕΚ. Ξεκίνησαν να με βλέπουν και με έκλεισαν. Όταν πήγα στη Σεβίλλη, δεν ήξερα τίποτα για την ομάδα. Το μόνο που ήξερα ήταν που βρίσκεται στο χάρτη και ότι ο Μαραντόνα είχε παίξει εκεί. Κάτι άφησα στη Σεβίλλη. Αλλά, ήταν άσχημα χρόνια για την ομάδα. Κρίμα που μου έτυχε να ζήσω αυτή την εποχή.
Έκανα σιέστα κι ένιωθε ότι κάποιος με ακολουθούσε. Πάντα με μάρκαραν man to man. Αυτό στην τελική με βοήθησε να ανεβάσω το επίπεδό μου. Μερικοί αντίπαλοι μου είπαν ότι άλλαζαν τα πάντα για να με μαρκάρουν. Ήταν τρελό. Αυτό που μου συνέβη στη Segunda, δεν μου συνέβη αλλού στην καριέρα μου.
Ο Μάρκος Αλόνσο μου φέρθηκε φανταστικά. Μια μέρα μπροστά σε όλους είπε. "Παιδιά, ένα πράγμα να ξεκαθαρίσουμε. Ποιος από εσάς μπορεί να κάνει αυτό που κάνει ο Βασίλης επιθετικά; Κανείς; Λοιπόν, μην ξανακούσω ότι δεν αμύνεται».