Το τελευταίο ματς στο Αγρίνιο, είναι η ΑΕΚ του 2017. Ο καθρέπτης μιας ομάδας που επέστρεψε σε όλα τα επίπεδα και πέτυχε να είναι μέσα σε όλους τους στόχους της – μοναδική επιτυχία για τα ελληνικά δεδομένα – στηριζόμενη πρώτα απ’ όλα στο ότι είναι ομάδα με όλη τη σημασία της λέξης. Και βέβαια, μια καλή ομάδα την κάνουν κορυφαία οι παίκτες με μεγάλη ποιότητα, τους οποίους διαθέτει άφθονους. Ομάδα που μπορεί να νικά κάθε αντίπαλο, παίζοντας και ωραίο ποδόσφαιρο.

Μετρήστε με πόσες απώλειες πήγε η ΑΕΚ στο Αγρίνιο: Λιβάγια, Σιμόες, Τσόσιτς, Βράνιες και βέβαια οι «κλασικοί» πλέον Μάνταλος και Γιόχανσον. Και; Κανένα ζήτημα. Επαιξε ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου, έκανε πολλές φάσεις, δεν επέτρεψε στον Παναιτωλικό – μια ομάδα επικίνδυνη από τη μέση και μπροστά – ούτε να δει καλά καλά την εστία του Μπάρκα και εξασφάλισε από τώρα τη συμμετοχή της στα προημιτελικά του κυπέλλου. Με τον κατά τεκμήριο πιο ισχυρό αντίπαλο, από ότι είχαν ΠΑΟΚ και Ολυμπιακός μάλιστα.

Η νίκη, ειδικά έπειτα από αυτήν την επιβλητική εμφάνιση, γίνεται ακόμα πιο σημαντική εάν κάποιος συνυπολογίσει υπό ποιο καθεστώς προέκυψε. Δηλαδή, την πίεση και την αμφισβήτηση που αισθάνθηκε η ΑΕΚ έπειτα από το στραβοπάτημα με τον Απόλλωνα. Εκεί που άρχισε να ουριάζει το κεφάλι και να χάνεται η πίστη, έρχεται η ίδια η ομάδα να δώσει τις πιο πειστικές απαντήσεις.

Κάτω η μπάλα, οργανωμένο ποδόσφαιρο κυριαρχίας, αξιοποίηση των δυνατοτήτων του υλικού, πρωταγωνιστές που προκύπτουν ανά μέρα. Αμυνα για σεμινάριο, που δεν επιτρέπει στην αντίπαλη ομάδα ούτε να πλησιάσει στην περιοχή. Απλά μυστικά επιτυχίας για να μπορέσει μια ομάδα να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και να διεκδικεί όλους τους στόχους της.

Ειλικρινά, το ματς στο Αγρίνιο ήταν από εκείνα που απόλαυσα περισσότερο κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Δεν περίμενα πως θα έφτανε σε τόσο άνετη επικράτηση, δεν ήξερα ποια θα ήταν η αντίδραση της ομάδας. Αλλά αυτό δείχνει πως σταδιακά δημιουργείται ξανά μέταλλο. Η ΑΕΚ είναι μια ομάδα που μαθαίνει ξανά. Δύσκολα, αλλά μαθαίνει.
 

Η εικόνα της ΑΕΚ μας δείχνει τον δρόμο. Να βγούμε επιτέλους από πλάνες και επικοινωνιακές επιβολές. Δεν μπορώ να ακούω στο τέλος του χρόνου, πως η ΑΕΚ υστερεί σε κάτι του Ολυμπιακού ή του ΠΑΟΚ. Ρωτώ ευθέως τον καθένα: πόσους παίκτες από τον κάθε αντίπαλο θα θέλατε στην ΑΕΚ; Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, που θα μπορούσαν να βρουν λύσεις μόνο σε θέσεις που – αυτήν τη στιγμή – έχει κενά η ΑΕΚ.
 


Στις μεταγραφές τα πράγματα είναι απλά. Για τον Μοράν δεν έχω άποψη, αλλά αφού κάνει στον Χιμένεθ περισσεύει κάθε άλλη κουβέντα. Για τον Μασούντ, είχα ζητήματα μόνο εάν δέσμευε την ΑΕΚ για το μέλλον. Η προσωπικότητα θεωρώ πως είναι τέτοια, που θα εξελιχθεί σε σύγχρονο Μητρόπουλο και θα δώσει ακόμα μεγαλύτερο τσαμπουκά στην ομάδα. Παικτικά, ο Χιμένεθ μπορεί να τον αξιοποιήσει.

Η ΑΕΚ γιγαντώνεται στο ποδόσφαιρο, η ΑΕΚ μεγαλώνει στο μπάσκετ. Διέσυρε για δεύτερη φορά την πρωταθλήτρια Ιταλίας! Σε μια χρονιά, που ενώ δεν έχουμε φτάσει στα μισά είναι ήδη στον τελικό του κυπέλλου, έχει νικήσει Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, βρίσκεται μέσα στο κόλπο για πρόκριση στο Champions League. Με μικρές κινήσεις, αυτή η ομάδα μπορεί να κάνει θαύματα.

Με ρώταγε πριν από καιρό ένας φίλος, ποιοι είναι οι στόχοι της ΑΕΚ φέτος. Η απάντηση είναι απλή: διεκδίκηση του κυπέλλου, τετράδα στο Champions League, προσπάθεια να σπάσει το δίπολο στο πρωτάθλημα. Εστω, να τους καταφέρει χτυπήματα, όπως έχει κάνει μέχρι τώρα. Φανταστείτε, πως σε αυτήν την αλλοπρόσαλλη χρονιά, με τις ήττες σε Ρόδο, Λαύριο, Πυλαία, η ΑΕΚ καθορίζει μόνη της την τύχη της.

Πάντα, το εύκολο είναι να διαλύεις. Υπάρχουν λάθη, παραλείψεις, ζητήματα που έχουν προκύψει μέχρι τώρα. Τελευταίο αυτό με τον Κακιούζη. Κυρίως, διότι δεν έχω κατανοήσει για ποιον λόγο η ΑΕΚ επέλεξε να τον επαναφέρει, αφού δεν είχε σκοπό να τον αξιοποιήσει ουσιαστικά σε κανένα ρόλο. Αλλά ακόμα και έτσι, το πλάνο λειτουργεί και προχωρά.

Μέρες που έρχονται, ας ηρεμήσει και ας ξεκουραστεί ο καθένας. Θεωρώ δεδομένο, πως για ό,τι καταφέρει η ΑΕΚ μέσα στο 2018, θα απαιτηθούν «μάχες». Και θα πρέπει άπαντες να είναι δίπλα στην ομάδα, να στηρίζουν την προσπάθεια και να μη σπείρουν συνεχώς τον σπόρο της αμφιβολίας.